Γιώργος Παυλόπουλος
▸ Η αστική τάξη ξαναγράφει τους κανόνες της ταξικής πάλης, επιδιώκοντας ηρεμία εντός για να διεκδικήσει περισσότερα εκτός συνόρων
Αργά ή γρήγορα, το πιθανότερο είναι ότι κρούσμα ή κρούσματα του νέου κορονοϊού θα εμφανιστούν και στην Ελλάδα. Πέρα από τη δικαιολογημένη και αναγκαία ανησυχία και εγρήγορση που θα συνεπάγεται μια τέτοια εξέλιξη, θα ισοδυναμεί και με… χαράς ευαγγέλια για τα αστικά ΜΜΕ. Κι αυτό διότι, πέρα από τις «τουρκικές προκλήσεις» στο Αιγαίο και την νοτιοανατολική Μεσόγειο και τον πόλεμο των αφεντικών τους στον χώρο του ποδοσφαίρου, θα έχουν ένα ακόμη θέμα για να ξεδιπλώνουν την υστερία τους. Έχοντας, στο μεταξύ, πάρει διαζύγιο από κάθε ορθολογισμό, από τα επιστημονικά δεδομένα και, βεβαίως, από τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας…
Προφανώς, λοιπόν, θα υπάρχουν συνεχή «ζωντανά» από τα νοσοκομεία όπου θα μεταφερθούν οι νοσούντες, αλλεπάλληλες συνεντεύξεις και πάνελ ειδικών και αναλυτών που θα μας εξηγούν πόσο θανάσιμη είναι η απειλή και τι πρέπει να κάνουμε. Όμως, καμία κάμερα δεν θα βρεθεί έξω από τις ΜΕΘ για να καταγράψει και να καταγγείλει τις τεράστιες και χρόνιες ελλείψεις που υπάρχουν με ευθύνη της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ και των συνοδοιπόρων τους, με αποτέλεσμα να έχουν κυριολεκτικά ξεχειλίσει από τους ασθενείς της κοινής γρίπης και τους πολυτραυματίες των δυστυχημάτων, ενώ την ίδια στιγμή άνθρωποι χάνουν καθημερινά τη ζωή τους περιμένοντας μάταια να βρεθεί ένα κρεβάτι (ρεπορτάζ στις σελ. 12-13). Ούτε θα ασχοληθούν, φυσικά, με τα σχολεία της Ελλάδας τα οποία δεν έχουν θέρμανση και μοιάζουν εγκαταλειμμένα από το κράτος, τις περιφέρειες και τους δήμους – ενώ σαν να μην έφταναν όλα αυτά (όπως καταγγέλλει η Αντικαπιταλιστική Ανατροπή στην Αθήνα), τώρα καλούνται να ανταποκριθούν στην οδηγία που τους εστάλη για την πρόληψη της γρίπης και (ενδεχομένως) του κορονοϊού.
Αντικαπιταλιστικό μέτωπο και αντιπολεμικό κίνημα, δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος
Για το σύστημα και τα ΜΜΕ, βλέπετε, αυτό που έχει σημασία είναι ότι η κυβέρνηση κάνει «επανάσταση» με την εκχώρηση ζωτικών λειτουργιών της δημόσιας υγείας στους ιδιώτες, καθώς και με την εξίσωση των πτυχίων των δημόσιων ΑΕΙ με τα ιδιωτικά κολέγια. Το ίδιο συμβαίνει με τη σπουδή τους να προβάλλουν τον μύθο των αυξήσεων που δήθεν προβλέπει το νέο ασφαλιστικό, αντί να ρίξουν φως στην συνολικά αντιδραστική μεταρρύθμιση η οποία κατοχυρώνει τη μετατροπή των συντάξεων σε φιλοδωρήματα και των εισφορών σε τροφή για τον μινώταυρο των χρηματιστηρίων. Κάτι ανάλογο ισχύει και με την εργασία τις Κυριακές, με την απελευθέρωση των απολύσεων και με την διακοπή της προστασίας της λαϊκής κατοικίας και την επιτάχυνση των πλειστηριασμών και των εξώσεων, που παρουσιάζονται ως εκσυγχρονισμός και θωράκιση της οικονομίας. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται, επίσης, η πλύση εγκεφάλου που επιχειρείται αναφορικά με την «ασφάλεια», γαρνιρισμένη με τις βιντεοσκοπημένες επιχειρήσεις εκκένωσης καταλήψεων από «εγκληματίες», με τις συλλήψεις αποφασισμένων «αριστερών τρομοκρατών», αλλά και με τον εγκλεισμό σε στρατόπεδα συγκέντρωσης των «εισβολέων» προσφύγων.
Η ουσία είναι ότι η παραπάνω πολύχρωμη «παλέτα» της αστικής πολιτικής ξεδιπλώνεται πάνω στον ίδιο καμβά: Το ξαναγράψιμο των κανόνων της ταξικής πάλης στην Ελλάδα με όρους σαφώς πιο δυσμενείς για τους εκμεταλλευόμενους και τον λαό. Πρακτικά, εντός συνόρων, η ελληνική αστική τάξη συμπεριφέρεται και δρα με την ίδια μέθοδο που φαίνεται να χαρακτηρίζει την Τουρκία και τον Ερντογάν στην ευρύτερη περιοχή: Ως αναθεωρητική δύναμη, πουεπιχειρεί να καταργήσει την παλιά τάξη πραγμάτων και τις όποιες συνθήκες την συνοδεύουν, προκειμένου να την αντικαταστήσει με ένα νέο πλαίσιο, που θα ανταποκρίνεται στις επιδιώξεις του κεφαλαίου και των υπηρετών του στο πολιτικό σύστημα και το υπόλοιπο οικοδόμημα.
Η παραπάνω επιδίωξη δεν είναι άσχετη με τα όσα συμβαίνουν εκτός συνόρων. Το αντίθετο, μάλιστα: Η επιβολή του νόμου και της τάξης στο εσωτερικό, η εμπέδωση –είτε με τη βία είτε συναινετικά είτε με ένα συνδυασμό των δύο– ενός νέου «κοινωνικού συμβολαίου» αποτελεί προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για να διεκδικήσει η αστική τάξη μεγαλύτερο μερίδιο από τη μοιρασιά που βρίσκεται σε εξέλιξη στη γειτονιά μας. Με άλλα λόγια: Η διασφάλιση εσωτερικής συνοχής και ηρεμίας αποτελεί όρο για να αποτελέσει η Ελλάδα «δεδομένο και προβλέψιμο» εταίρο, διευκολύνοντας το «εθνικό» κεφάλαιο να γίνει δεκτό, έστω και μειοψηφικά και σε δευτερεύοντα ρόλο, στις γεωπολιτικές και οικονομικές συμμαχίες οι οποίες ήδη χτίζονται στην περιοχή, κυρίως με Γάλλους, Αμερικανούς και Ισραηλινούς. Οφείλουμε να διαπιστώσουμε, μάλιστα, ότι σε αυτό το σημείο Ελλάδα και Τουρκία δε διαφέρουν και πολύ, καθώς ο Ερντογάν επιτίθεται εξίσου βίαια ενάντια στον δικό του λαό, με τον ίδιο στόχο — να προσηλωθεί απερίσπαστος στις επιθετικές του βλέψεις, για χάρη του δικού του κεφαλαίου.
Κάπως έτσι, γίνεται πιο καθαρό ότι η επιθετικότητα που εκδηλώνεται ταυτόχρονα εντός και εκτός συνόρων αποτελούν ουσιαστικά τις δύο (σαφώς διακριτές) όψεις του ίδιου νομίσματος. Με συνέπεια, εκτός των άλλων, να καθίσταται πολιτικά έωλη και επικίνδυνη κάθε είδους ανάλυση ή πρόταση που υποστηρίζει τη συγκρότηση προοδευτικών, δημοκρατικών ή αντιπολεμικών μετώπων με τη συμμετοχή εκείνων οι οποίοι έχουν σηκώσει το βάρος της αντιλαϊκής-αντιδραστικής επίθεσης στο εσωτερικό, ενώ παράλληλα διεκδικούν τον τίτλο του πιο συνεπή και προβλέψιμου συμμάχου του κεφαλαίου, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ — όπως έκαναν Μητσοτάκης και Τσίπρας κατά την τελευταία «αντιπαράθεσή» τους στη βουλή.
Όσο για την ανάγκη απεύθυνσης στο μεγαλύτερο δυνατό τμήμα της κοινωνίας, με στόχο τη δημιουργία ενός μαζικού εύματος ρήξης και ανατροπής, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να περνά μέσα από την «όσμωση» με κόμματα του αστικού πολιτικού σκηνικού.