Είθισται οι πολιτικές κρίσεις να συνοδεύονται από οικονομικές και μάλιστα να εκδηλώνονται μετά από αυτές. Στην περίπτωση της Γερμανίας, όμως, οι έντονες αναταράξεις στο πολιτικό σκηνικό δεν συνάδουν με την εικόνα της οικονομίας, τουλάχιστον όπως αυτή αποτυπώνεται στους δείκτες. Όμως, τα δύο παραδοσιακά μεγάλα κόμματα, Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες, μοιάζουν κυριολεκτικά να πελαγοδρομούν χωρίς πυξίδα, σαν να προεξοφλούν την επερχόμενη κρίση στην οικονομία.
Για το μεν SPD, η κατάσταση είναι προβληματική εδώ και καιρό, ουσιαστικά πριν τις εκλογές του 2017, ενώ επιβεβαιώνεται σε κάθε αναμέτρηση και δημοσκόπηση. Ήδη, μάλιστα, έχει οδηγήσει σε αλλαγή ηγεσίας το περασμένο καλοκαίρι, χωρίς το νέο δίδυμο να έχει φέρει μέχρι στιγμής αποτελέσματα. Τώρα, έχει έρθει η σειρά της CDU να βιώσει μια ανάλογη κατάσταση. Καθώς η προαναγγελία της αποχώρησης της Μέρκελ από την ενεργό δράση μετά το τέλος αυτής της θητείας έχει προκαλέσει έντονο εκνευρισμό και αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό, ήταν φανερό ότι μια αφορμή θα αρκούσε για να ξεσπάσει η θύελλα. Και αυτή δόθηκε από το κρατίδιο της Θουριγγίας και την ανοχή που επιδείχτηκε στη στήριξη της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) για την ανάδειξη του τοπικού πρωθυπουργού, ο οποίος προερχόταν από τις τάξεις των Φιλελευθέρων.
Η ταχεία ανάκληση σε τάξη των τοπικών στελεχών δεν μπόρεσε να αποτρέψει την απόφαση της προέδρου του κόμματος και θεωρούμενης ως διαδόχου της Μέρκελ, Άνεγκρετ Κραμπ-Κάρενμπαουερ, να παραιτηθεί. Όσο για τις δικαιολογίες περί λάθους, δεν έπεισαν κανέναν, μιας και είναι φανερό ότι στο φόντο της απαξίωσης CDU και SPD διεξάγονται ήδη «πειράματα» για να βρεθούν εναλλακτικά σχήματα διακυβέρνησης. Κι από αυτά δεν αποκλείεται προκαταβολικά κανείς. Ούτε η AfD, ούτε οι ιδιαιτέρως ενισχυμένοι Πράσινοι, ούτε καν η Αριστερά — μάλιστα, πρόσφατη δημοσκόπηση έδειξε ότι η πλειοψηφία των Χριστιανοδημοκρατών δεν αποκλείει πλέον μια συνεργασία μαζί της…