Στάθης Παπαλιάκος
Η πρώτη και η δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση δεν θα ήταν εφικτές δίχως την ταυτόχρονη ανάπτυξη τόσο των οικονομικών μεγεθών όσο και της τεχνολογίας. Περίπου 250 χρόνια μετά, οι δίδυμες επαναστάσεις της πληροφορίας-πληροφορικής και της βιοτεχνολογίας έρχονται να ταράξουν τον ρου της ανθρώπινης εξέλιξης. Για να κατανοήσουμε τι συμβαίνει, πρέπει πρώτα να σταθούμε στη σημασία που
είχε η οργάνωση της καπιταλιστικής εξουσίας στην παραγωγή κατά την προηγούμενη περίοδο, όταν η ανθρωπότητα βρέθηκε αντιμέτωπη με συνταρακτικές τεχνολογικές τομές.
Ποια ήταν η κινητήρια δύναμη που ώθησε τον Τέιλορ στην αναζήτηση νέων τεχνικών οργάνωσης της παραγωγής; Μα φυσικά, το μονοπώλιο της γνώσης των βιομηχανικών χειρισμών που κατείχε η εργατική τάξη και, κατά συνέπεια, ο έλεγχος και η κυριαρχία που αυτή ασκούσε στην παραγωγή. Ο Tέιλορ διαχώρισε τις διαδικασίες του πλάνου και της εκτέλεσης και πέτυχε, εκείνη την εποχή, να εισάγει την έννοια του ανειδίκευτου εργάτη. Με αυτό τον τρόπο καταφέρνει, πρώτον, να ενσωματώσει τις μεγάλες μεταναστευτικές ροές και να τις μετατρέψει σε παραγωγική δύναμη. Δεύτερον, πετυχαίνει να απελευθερώσει την εργασιακή διαδικασία από την εξουσία που της ασκούσαν οι εργάτες και, τρίτον, ασκεί τον μεγαλύτερο δυνατό έλεγχο πάνω στους εργάτες, επιδιώκοντας να συντρίψει την τάση χειραφέτησης.
Το δεύτερο αναδεικνύεται ως καθοριστικός παράγοντας για το πέρασμα στην μαζική παραγωγή, μοντέλο που θα εφαρμόσει αργότερα ο Χένρι Φορντ. Ο ειδικευμένος τεχνίτης υφίσταται τρομερή πίεση σχετικά με τους τρόπους χειρισμού, ενώ ο στόχος της μείωσης του νεκρού χρόνου που έθεσε ο Τέιλορ, δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από την επιμήκυνση του χρόνου εργασίας και την ανατροπή του τρόπου απόσπασης υπερεργασίας – και υπεραξίας. Η γνώση σταδιακά μεταλαμπαδεύεται σε ένα νέο στρώμα, τους «μάνατζερς», οι οποίοι αναλαμβάνουν τον καταμερισμό της εργασίας. Ο ανειδίκευτος εργάτης, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες των εγχειριδίων που σχεδίασαν οι «μάνατζερ», είναι πλέον η «καρδιά» της παραγωγής. Δεν είναι μόνο αντικειμενικά φτηνότερος, αλλά και συνδικαλιστικά ανοργάνωτος, ανήμπορος να υπερασπιστεί την αξία της εργατικής του δύναμης.
Η μηχανοποίηση (mechanization) και η εισαγωγή πρωτόλειων αυτοματισμών θα εκτινάξουν την παραγωγικότητα. Οι ιδέες του Τέιλορ εξαπλώνονται σε όλα τα πεδία δραστηριοτήτων του κεφαλαίου, πέρα από τον βιομηχανικό τομέα. Η ευρεία και εντατική εφαρμογή του «επιστημονικού» μάνατζμεντ οδηγεί αναπόδραστα στην αποειδίκευση της εργασίας (όρος που απασχόλησε τον Μαρξ και ανέπτυξε ο Χάρι Μπρέιβερμαν). Η αποειδίκευση, σύμφωνα με τον Μαρξ, αποτελεί μία από τις στρατηγικές του κεφαλαίου προκειμένου να πετύχει κεφαλαιακή συσσώρευση. Στην περίπτωση της πρώτης και δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης λειτούργησε με δυναμικά αποτελέσματα για το κεφάλαιο και η δυτικού τύπου ανάπτυξη εφάρμοσε πιστά τις αρχές του τεϊλορισμού και του φορντισμού μέχρι και πολύ πρόσφατα.
Στην σημερινή εποχή, οι ανάγκες για αύξηση της παραγωγικότητας είναι ακόμα μεγαλύτερες, λόγω της τεράστιας ζήτησης (π.χ. σε προϊόντα τεχνολογίας και επικοινωνιών). Πλέον, οι ικανότητες του ανθρώπου στην παραγωγή (σωματικές και γνωσιακές) τίθενται σε αμφισβήτηση ή, πιο σωστά, χάνουν το πλεονέκτημα που είχαν απέναντι στις μηχανές. Η τεχνητή νοημοσύνη αρχίζει να ξεπερνά τους ανθρώπους σε ολοένα και περισσότερες δεξιότητες. Οι μηχανές, με την βοήθεια της τεχνολογίας της πληροφορίας, εμφανίζουν ολοένα μεγαλύτερες και σημαντικότερες διαφορές με τις ανθρώπινες δεξιότητες, όχι μόνο ποσοτικά αλλά και ποιοτικά.
Η μάχη του μέλλοντος: «Αποειδικευμένοι» εργάτες vs έξυπνων μηχανών
Σταδιακά, η μάχη της παραγωγικότητας δεν θα κρίνεται ανάμεσα στον ανειδίκευτο εργάτη και στον καταπιεστικό «μάνατζερ». Στις παραγωγικές μονάδες της νέας εποχής, θα συγκρούεται η μηχανική μάθηση και η τεχνητή νοημοσύνη με το «αποειδικευμένο» και προγραμματισμένο να εκτελεί περιορισμένες κινήσεις ρομπότ (RPA). Τα μέχρι τώρα δείγματα των αυτοματοποιημένων μονάδων δείχνουν ότι η εισαγωγή των ρομπότ σε γραμμές και αλυσίδες παραγωγής γίνεται με βάση τις μελέτες των κινήσεων των ανθρώπων σε μια αντίστοιχη θέση εργασίας. Προς το παρόν, μάλιστα, αν και σχετίζεται με την τεχνητή νοημοσύνη, το RPA δεν διαθέτει την ανεξαρτησία που έχει προγραμματιστεί να έχει η πρώτη. Αντ’ αυτού, η αυτοματοποίηση αναπτύσσεται μέσα σε ένα δομημένο πλαίσιο κανόνων, αφήνοντας τον έλεγχο στα χέρια των ανθρώπων. Το κρίσιμο ερώτημα που θα κληθούν πολύ σύντομα να απαντήσουν οι σύγχρονοι μηχανικοί παραγωγής είναι εάν αυτά τα όρια και οι κανόνες θα καθορίζονται από τους αλγορίθμους των μεγάλων δεδομένων ή αν η απόφαση θα παραμείνει στον άνθρωπο. Όσο καλπάζουμε προς το δεύτερο και τρίτο κύμα αυτοματοποίησης, διαφαίνεται πως οι μηχανές θα έχουν τον πρώτο λόγο. Καθώς οι επιχειρήσεις προσαρμόζουν και αναπτύσσουν την τεχνολογία, είναι σαφές ότι θα είναι σε θέση να αυτοματοποιήσουν ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του χρόνου ο οποίος «καταναλώνεται» σε υποστηρικτικές θέσεις εργασίας –που έχουν μελετηθεί και οργανωθεί επισταμένα από τον τεϊλορισμό-φορντισμό– παρά σε διευθυντικές.
Αποτελεί, άραγε, αυτή η ορμητική εισαγωγή της αυτοματοποίησης απειλή για τις θέσεις εργασίας; Σύμφωνα με παγκόσμια μελέτη που διενήργησε η 2018 η PwC, εκτιμάται πως θέσεις χαμηλών μορφωτικών απαιτήσεων και «απλοποιημένες», που δεν απαιτούν υψηλά επίπεδα διανοητικής εργασίας, έχουν πιθανότητα 80% να αντικατασταθούν πλήρως. Η ανισότητα του διεθνούς καταμερισμού εργασίας με βάση το φύλο αναμένεται να ενταθεί επίσης, καθώς σύμφωνα με την ίδια μελέτη, το 20 με 30% των θέσεων εργασίας που κατέχουν άνδρες θα αντικατασταθεί, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τις γυναίκες κυμαίνεται μεταξύ 30 με 40%.
Παράλληλα, υπάρχει και η άποψη του Γιουβάλ Νοά Χαραρί, που χαρακτηρίζει το δυναμικό των ανθρώπων των οποίων οι δουλείες θα αντικατασταθούν από τις μηχανές, ως «άχρηστη» τάξη (useless class). Η «άχρηστη» κατηγορία ατόμων που δεν θα μπορούν να βρουν απασχόληση σημαίνει ότι δεν μπορούν να διατηρήσουν ή να βελτιώσουν το βιοτικό τους επίπεδο. Στο βιβλίο του 21 Μαθήματα για τον 21ο Αιώνα, ο Ισραηλινός ιστορικός προκρίνει ως λύση την χορήγηση σε αυτή την «τάξη» ενός παγκόσμιου κατώτατου μισθού επιβίωσης που θα προέρχεται από την φορολογία των τεχνολογικών κολοσσών. Αυτή η τόσο απλή έκφραση και λύση, εντούτοις, προκαλεί ανατριχιαστικές αναλογίες με τον όρο «Unnütze Esser» (useless eaters – άχρηστοι που τρώνε, με μια έννοια) που χρησιμοποιούσαν οι ναζιστές για να περιγράψουν τους Εβραίους και γενικότερα τους ανθρώπους που δεν «προσέφεραν τίποτα» και οδηγούνταν στην εξολόθρευση.
Το βέβαιο είναι ότι όπως οι αναταράξεις της πρώτης και δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης οδήγησαν στη γέννηση του καινοφανούς μαρξισμού και της κομμουνιστικής θεωρίας, έτσι και σήμερα χρειαζόμαστε μια σύγχρονη αφήγηση που θα κερδίσει και θα συνεπάρει την κοινωνική πλειοψηφία, για ένα κομμουνισμό του 21ου αιώνα που θα ενσωματώνει και θα δίνει νόημα στην ολόπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου, που θα έρχεται πιο κοντά με την ανάπτυξη της τεχνολογίας της πληροφορίας και θα ολοκληρώνει τις ανάγκες του μέσα από την βιοτεχνολογία.