Κώστας Βουρεκάς
Αφιέρωμα: Η θεωρία του μεταμοντερνισμού
Το βιβλίο του Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ «Η Μεταμοντέρνα Κατάσταση» δεν έχει την μορφή διακήρυξης και δεν αποτελεί το μανιφέστο του «μεταμοντερνισμού». Πρόκειται για την δημοσίευση μιας έκθεσης, που παρήγγειλε ο πρόεδρος του συμβουλίου των πανεπιστημίων που συγκάλεσε η κυβέρνηση του Κεμπέκ, σχετικά με την «κατάσταση της γνώσης στις ανεπτυγμένες κοινωνίες». Η θεωρητική επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται στην έκθεση, δεν βασίζεται σε κάποιες υποτιθέμενες εξεζητημένες κοινωνιολογίζουσες απόψεις αλλά στις εξελίξεις στις «σκληρές» θετικές επιστήμες και στα μεθοδολογικά εργαλεία κυρίως της αναλυτικής φιλοσοφικής παράδοσης, η οποία αντλεί υλικό από τις θετικές επιστήμες και τείνει προς την θετικοποίηση των κοινωνικών επιστημών.
Βρισκόμαστε στο έτος 1979. Οι επιστημονικές επαναστάσεις του εικοστού αιώνα έχουν εμπεδωθεί και αποτελούν την νέα κανονική επιστήμη. Η αποτυχία των προγραμμάτων θεμελίωσης των μαθηματικών, είτε στην λογική είτε στην φορμαλιστική τους εκδοχή, καθιστούν την κρίση θεμελίωσης την νέα κατάσταση της γνώσης σε αυτόν τον τομέα, ο πιθανοκρατικός χαρακτήρας των φυσικών νόμων στην κβαντική μηχανική θέτει σε κρίση τα αιτιοκρατικά μοντέλα και ο από τότε διαφαινόμενος πολλαπλασιασμός των εφαρμογών της πληροφορικής, ο «εκπληροφορισμός της κοινωνίας», καθιστούν, σύμφωνα με των συγγραφέα, τις τράπεζες δεδομένων την νέα «φύση» για τον «μεταμοντέρνο άνθρωπο».
Η εσωτερική κατάρρευση του προγράμματος του θετικισμού, οδήγησε στην ιστορικιστική στροφή την επιστημολογία, στον πυρήνα της οποίας βρίσκεται η ασυμμετρία των παραδειγμάτων που προηγούνται και ακολουθούν μια επιστημονική επανάσταση. Απλοποιώντας, πρόκειται για την έλλειψη κοινού μέτρου σύγκρισης που προκαλείται καθώς οι επιστημονικές έννοιες, παρόλο που ονομαστικά μπορεί να παραμένουν ίδιες, αλλάζουν περιεχόμενο, περνώντας από το ένα κυρίαρχο παράδειγμα στο άλλο. Για παράδειγμα, άλλο νόημα έχει η έννοια «μάζα» στη φυσική του Αϊνστάιν, άλλο στη Νευτώνεια φυσική και άλλο στις παλιότερες αντιλήψεις, όταν ήταν λίγο-πολύ ταυτισμένη με το βάρος. Καθώς ακόμα και τα αντικείμενα του εμπειρικού κόσμου δεν προσλαμβάνονται γυμνά από θεωρία και πολιτιστικό πλαίσιο αναφοράς, στις πιο ριζοσπαστικές εκδοχές του επιστημολογικού ιστορικισμού είναι αδύνατη κάθε μετάφραση, σύγκριση και επομένως και ιεράρχηση των παραδειγμάτων, με αποτέλεσμα να αμφισβητείται κάθε έννοια σωρευτικής προόδου στην εξέλιξη της επιστήμης. Όμως, όσοι και όσες υιοθετούν μια τέτοια ριζική εκδοχή ασυμμετρίας, θα πρέπει μετά να εξηγήσουν την προφανή άνοδο της αποτελεσματικότητας των τεχνολογικών εφαρμογών. Το παράδοξο τείνει να λύνεται αξιωματικοποιώντας το κριτήριο της αποδοτικότητας, το οποίο υποκαθιστά το κριτήριο αλήθειας στην νομιμοποίηση του επιστημονικού λόγου. Αυτή είναι η κατάσταση της γνώσης στην οποία αναφέρεται ο Λυοτάρ, ο οποίος προχωράει σε μία πολιτική κριτική του κριτηρίου της αποδοτικότητας, το οποίο σε τελική ανάλυση υπαγάγει άμεσα την επιστήμη στο κεφάλαιο.
Απορρίπτοντας τόσο το κριτήριο της καθολικής αλήθειας, όσο και αυτό της αποδοτικότητας στη νομιμοποίηση του επιστημονικού λόγου, ο Λυοτάρ καταφεύγει στις «μικρές αφηγήσεις», οι οποίες αποτελούν μετωνυμία των γλωσσικών παιχνιδιών του ύστερου Βιτγκενστάιν, ως το υπόβαθρο της επιστημονικής επινόησης που παράγει νέα γνώση. Στον πρώιμο Βιτγκενστάιν η λογική και πιο συγκεκριμένα η κατάδειξη της ταυτολογίας των αληθών θεωρητικών προτάσεων, αποτελεί το ενιαίο υπόβαθρο στο οποίο στηρίζονται όλα αυτά για τα οποία μπορούμε να μιλήσουμε. Αυτή η φιλοσοφική θέση είναι συναφής με την σύγχρονη προσπάθεια του Μπέρτραντ Ράσσελ να θεμελιώσει τα μαθηματικά στην λογική. Το παραπάνω ερευνητικό πρόγραμμα αποτυγχάνει οριστικά, όταν ο Κουρτ Γκέντελ αποδεικνύει το θεώρημα της μη πληρότητας, σύμφωνα με το οποίο σε κάθε συνεπές σύστημα αξιωμάτων που περιέχει τους φυσικούς αριθμούς, προκύπτουν θεωρήματα (προτάσεις) που δεν μπορούν ούτε να αποδειχτούν ούτε να ανασκευαστούν. Αν θεωρήσουμε αυτές τις προτάσεις μέρος των αξιωμάτων, η αντίφαση θα εμφανιστεί πάλι σε νέες προτάσεις. Η απόδειξη της ύπαρξης μη αποκρίσιμων, απροσδιόριστων προτάσεων στα μαθηματικά, την κατεξοχήν αμφιμονοσήμαντη γλώσσα, δύσκολα αφήνει αμφιβολίες για την ύπαρξη αντίστοιχης θεμελιώδους απροσδιοριστίας στον λόγο και συνεπώς αν η λογική δεν μπορεί να αποτελέσει το a priori της μαθηματικής γλώσσας, δεν μπορεί να αποτελέσει και το θεμέλιο κάθε άλλου συμβολικού συστήματος. Έτσι, στον ύστερο Βιτγκενστάιν, ο λόγος κατακερματίζεται σε επιμέρους, συγγενή και ταυτόχρονα ετερογενή και μη αναγώγιμα το ένα στο άλλο γλωσσικά παιχνίδια, οι κανόνες των οποίων έχουν τοπική εφαρμογή και εξασφαλίζονται από τις πρακτικές της εκάστοτε κοινότητας των παικτών. Το άθροισμά τους συγκροτεί την γλώσσα.
Για τον Λυοτάρ, η επιστήμη στην μεταμοντέρνα κατάσταση της γνώσης, αποτελεί ένα επιμέρους γλωσσικό παιχνίδι, αυτό των δηλωτικών αποφάνσεων, οι κανόνες του οποίου ούτε ανάγονται σε μία καθολική αλήθεια, ούτε αυτοθεμελιώνονται αλλά απλά συνιστούν το αντικείμενο μιας συμφωνίας ανάμεσα στους παίκτες. Υπό αυτή την έννοια, οι μυθικές αφηγήσεις, δεν είναι ούτε κατώτερες ούτε ανώτερες του επιστημονικού λόγου, είναι απλά ασύμμετρες, καθώς το γλωσσικό παιχνίδι των μυθικών αφηγήσεων έχει σαν στόχο την συγκρότηση του κοινωνικού δεσμού, ενώ το γλωσσικό παιχνίδι της επιστήμης την προοδευτική συσσώρευση γνώσεων. Επιπλέον ο Λυοτάρ επεκτείνει την αδυναμία καθολικής θεμελίωσης των επιστημονικών αποφάνσεων και στις αποφάνσεις περί του τι είναι δίκαιο.
Ωστόσο, η ριζική ασυμμετρία των παραδειγμάτων δεν είναι ο μοναδικός τρόπος πρόσληψης της ασυνέχειας που χαρακτηρίζει την επιστημονική εξέλιξη. Αντίθετα μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί το όριο της αναλυτικής φιλοσοφικής παράδοσης, η οποία δεν περιλαμβάνει την διαλεκτική της κίνησης και στην οποία οι έννοιες μπορούν μόνο να αντικαθιστούν η μία την άλλη. Μια διαφορετική επιστημολογική προσέγγιση, στο πλαίσιο της ηπειρωτικής φιλοσοφικής παράδοσης, προτείνεται από τον Γκαστόν Μπασελάρ, σύμφωνα με την οποία, μία έννοια η οποία έχει συγκροτητικό ρόλο στο εννοιολογικό σύστημα ενός επιστημονικού πεδίου, υπόκειται σε διαλεκτική γενίκευση, όταν συνειδητοποιεί κανείς αυτό τον ρόλο και τον αμφισβητεί, επερωτώντας κάποια από τις αρχές συγκρότησης του πεδίου. Έτσι η θεωρητική έννοια της μάζας «γίνεται διαλεκτική», περνώντας από το ένα επιστημονικό εννοιολογικό σύστημα στο άλλο και δεν εξαφανίζεται, παραχωρώντας την θέση της σε μία νέα «ασύμμετρη» έννοια.
Συνεπώς, τα διαφορετικά παραδείγματα παρόλο που δεν είναι άμεσα συγκρίσιμα, δεν αποκλείεται καθόλου να είναι ιεραρχημένα. Νεότερες θεωρίες μπορεί να είναι ακριβέστερες, λεπτομερέστερες και ορθότερες στις προβλέψεις τους και παράλληλα να είναι γενικότερες, να δείχνουν που οι παλιές θεωρίες ήταν λανθασμένες, εξηγώντας και διορθώνοντας τα λάθη τους, καθιστώντας έτσι αδύνατη την επιστροφή στον παλιότερο τρόπο σκέψης. Έτσι, η αντικειμενική πραγματικότητα ορίζεται σχηματικά σαν το όριο μιας συγκλίνουσας ακολουθίας θεωριών, οι οποίες συνεχώς την προσεγγίζουν αλλά ποτέ δεν την φτάνουν. Το αποτέλεσμα είναι μια μη ουσιοκρατική επαναθεμελίωση του φιλοσοφικού ρεαλισμού, μέσω της κίνησης της σκέψης του γνωρίζοντος υποκειμένου προς τα αφηρημένα – συγκεκριμένα αντικείμενα της εμπειρίας. Με μια άλλη διατύπωση, περνάμε από τον ρεαλισμό των ουσιών και των υποστάσεων, στον ρεαλισμό της διαδικασίας. Ο δομισμός του παραπάνω μοντέλου δεν είναι η οριστική απάντηση στα επιστημολογικά προβλήματα, καθώς η εξέλιξη κυρίως των κοινωνικών επιστημών ωθεί προς μετα-δομιστικές προσεγγίσεις, αλλά προς το παρόν ας το αφήσουμε εδώ.
Αν σκεφτούμε τις διαδικασίες προσέγγισης της αντικειμενικής πραγματικότητας του υλικού κόσμου ως συγκλίνουσες ακολουθίες, μπορούμε να υπερβούμε την καταφυγή στον κατακερματισμό των γλωσσικών παιχνιδιών και να επαναθεμελιώσουμε τις ολιστικές προσεγγίσεις, όχι με την επιστροφή σε κλειστά ολοκληρωμένα συστήματα που θεωρούν ότι δίνουν τελεσίδικες και μη αντιστρέψιμες απαντήσεις, αλλά περισσότερο ως μία βλέψη, μία κίνηση προς την ολότητα.
Η καταφυγή στις μικρές αφηγήσεις φαίνεται ακόμα λιγότερο ικανοποιητική στις περί δικαίου κρίσεις. Αν η αφήγηση του εργαζόμενου με την αφήγηση του εργοδότη περί εργασιακής εκμετάλλευσης, αν η αφήγηση του κακοποιημένου με την αφήγηση του κακοποιητή περί έμφυλης βίας, δεν ιεραρχούνται στην βάση καθολικών κριτηρίων δικαίου αλλά απλά επικυρώνονται τοπικά από μία κοινότητα παικτών ενός γλωσσικού παιχνιδιού, παράγεται μια σχετικοποίηση η οποία δεν τείνει προς τη χειραφέτηση. Θα συμφωνούσαμε όμως με τον Λυοτάρ ότι «τίποτα δεν αποδεικνύει ότι αν είναι αληθής μια απόφανση που περιγράφει τι είναι η πραγματικότητα, τότε είναι ακριβής η επιτακτική απόφανση, που θα συνεπιφέρει αναγκαστικά την μεταβολή της». Ή αλλιώς εάν «έστω μία κλειστή πόρτα, από το «Η πόρτα είναι κλειστή» έως το «Ανοίξτε την πόρτα» δεν υπάρχει ακολουθία με την έννοια της προτασιακής λογικής».
Εγκαταλείποντας τις νιτσεϊκής έμπνευσης απόπειρες θεμελίωσης μιας εμμενούς ηθικής, θα μπορούσαμε να προτείνουμε το πρόταγμα της χειραφέτησης να τεθεί αξιωματικά ή αλλιώς υπερβατολογικά, στην θέση του νάνου που κινεί τα νήματα και εμψυχώνει την φιγούρα του αυτόματου σκακιστή του ιστορικού υλισμού, στην γνωστή διαλεκτική εικόνα του Βάλτερ Μπένγιαμιν. Τότε το πρόταγμα της χειραφέτησης με την μορφή της άρνησης αυτού που υπάρχει, τοποθετείται στην αφετηρία της κριτικής σκέψης και δράσης. Έτσι ο μαρξισμός επανασυγκροτείται ως κριτική θεωρία, η οποία κοιτάζει τον κόσμο από την οπτική γωνία των καταπιεσμένων και όχι ως «επιστημονικός σοσιαλισμός» ο οποίος αποκαλύπτει καθολικές αλήθειες κοιτάζοντας τον κόσμο από ένα ανύπαρκτο αρχιμήδειο σημείο εκτός του συμβολικού σύμπαντος. Εξάλλου η έμφαση που δίνει ο ίδιος ο Μαρξ δεν είναι στο να εξηγήσουμε τον κόσμο (κριτήριο αλήθειας) αλλά να τον αλλάξουμε (κριτήριο δικαιοσύνης). Με παρόμοιο τρόπο οι κριτικές φεμινιστικές θεωρήσεις έχουν δώσει επιστημολογική έμφαση στην οπτική γωνία των υποκειμένων της έμφυλης καταπίεσης, αμφισβητώντας την επιστημονική κατηγορία «άνθρωπος».
Ας προχωρήσουμε και σε μία επιπλέον υπόθεση εργασίας. Αν το πρόταγμα χειραφέτησης τεθεί αξιωματικά και δεν προκύπτει από τις διαδικασίες συσσώρευσης της γνώσης, τότε αποτελεί αντικείμενο των μυθικών αφηγήσεων, οι οποίες, αν έχει δίκιο ο Λυοτάρ, συγκροτούν κοινωνικό δεσμό και όχι αντικείμενο των επιστημονικών αφηγήσεων, που δεν μπορούν να επιτελέσουν τέτοιο ρόλο. Η ανασυγκρότηση του κοινωνικού δεσμού με βάση την χειραφέτηση, τον κομμουνισμό ως συλλογικό αυτοπροσδιορισμό, θα μπορούσε ίσως να υπερβεί, τόσο την σύγχρονη διάλυσή του στην βάση της κατηγορικής επιταγής «Απόλαυσε!» του ηγεμονικού στην εποχή μας Λόγου του Καπιταλιστή, όσο και τις αντιδραστικές απόπειρες επιστροφής στον παλιό πατριαρχικό κοινωνικό δεσμό. Βέβαια την ανασυγκρότηση του κοινωνικού δεσμού μπορούμε περισσότερο να την υποθέσουμε και σε καμία περίπτωση να την διατάξουμε ή να την παραγγείλουμε.
Ανεξάρτητα από το πόσο ικανοποιητικές βρίσκει κανείς τις θεωρητικές απαντήσεις του Λυοτάρ, το αντικείμενο που περιγράφει η έκθεση, η «μεταμοντέρνα κατάσταση της γνώσης στις ανεπτυγμένες κοινωνίες», δεν εξαφανίζεται. Η επιστημολογική κατάρρευση του θετικισμού, η εγγενής μη πληρότητα των αξιωματικών συστημάτων, η πιθανοκρατία, ο «εκπληροφορισμός της κοινωνίας», κ.λπ., δεν εξαφανίζονται και δεν μπορούμε να πούμε ότι υφίσταται κάποια ποιοτική μεταβολή από το έτος συγγραφής του βιβλίου. Υπό αυτή την έννοια, ο «μεταμοντέρνος άνθρωπος» του Λυοτάρ, είναι στην πραγματικότητα το σύγχρονο υποκείμενο, ανεξάρτητα από τις απόψεις του. Διαφαίνεται ίσως το εξής παράδοξο: όσο περισσότερο αρνείται κανείς την σημερινή κατάσταση της γνώσης, τόσο πιο βαθιά μπαίνει στην μεταμοντέρνα κατάσταση.
Ο μαρξισμός στην μεταμοντέρνα κατάσταση αναπόφευκτα θα μετασχηματιστεί και ο μετασχηματισμός αυτός θα περιλαμβάνει όχι μόνο συνέχειες αλλά και τομές. Χρησιμοποιώντας την επιστημολογική γλώσσα του Ίμρε Λάκατος, μπορούμε να πούμε ότι ο μαρξισμός ως ερευνητικό πρόγραμμα, μπορεί να διατηρήσει τον σκληρό πυρήνα του, μόνο αν δεν διστάζει να μετασχηματίζει τον προστατευτικό φλοιό του, ενσωματώνοντας πλευρές των σύγχρονων κριτικών θεωριών, διαδικασία που ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη χωρίς να έχει καταλήξει σε ένα νέο υπόδειγμα. Βέβαια το τι αποτελεί «σκληρό πυρήνα» και τι «προστατευτικό φλοιό» στον μαρξισμό είναι μεγάλη συζήτηση. Αν θέλει κανείς πάντως να στοιχηματίσει στην δυνατότητα δημιουργικής στροφής του, που θα τον καταστήσει προοδευτικό και όχι στάσιμο ή εκφυλισμένο ερευνητικό πρόγραμμα, καλό είναι να αποφεύγει τον υπερβάλλοντα ζήλο, που δίνοντας μάχες οπισθοφυλακών για να διασώσει στοιχεία του προστατευτικού φλοιού, καθιστά τον μαρξισμό ένα πουλόβερ: αρκεί να φύγουν μερικοί πόντοι για να ξηλωθεί ολόκληρο.