Γιώργος Παυλόπουλος
Μετά την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, τα μεσάνυχτα της ερχόμενης Παρασκευής 31 Ιανουαρίου, θα ξεκινήσει η διαπραγμάτευση για τις σχέσεις του ευρωπαϊκού και του βρετανικού κεφαλαίου, μακριά από τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα.
Το ξημέρωμα του ερχόμενου Σαββάτου, 1 Φεβρουαρίου 2020, θα βρει το Ηνωμένο Βασίλειο εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία, με τη σειρά της, θα δει για πρώτη φορά έναν «επιβάτη» να κατεβαίνει από το τρένο που επισήμως ξεκίνησε πριν 63 χρόνια στη Ρώμη, με προορισμό –θεωρητικά τουλάχιστον– την καπιταλιστική ολοκλήρωση της Ευρώπης. Έτσι, μετά από διαρκείς ανατροπές και αναβολές που άφηναν ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα μέχρι τις εκλογές της 12ης Δεκεμβρίου, το Brexit γίνεται πραγματικότητα — αφήνοντας ένα μεγάλο ερωτηματικό για τι θα συμβεί την επόμενη ημέρα και την έντονη ανησυχία, μήπως αποδειχθεί ότι υπάρχει τελικά ζωή και εκτός ΕΕ…
Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η διαδικασία ολοκληρώνεται. Πρακτικά, αυτό που συμβαίνει είναι ότι φτάνει στο τέλος του ο πρώτος κύκλος των επεισοδίων του πολιτικού θρίλερ που παίχτηκε τα τελευταία 3,5 χρόνια, πάνω στο σενάριο το οποίο έγραψε η ψήφος-βόμβα της πλειοψηφίας των Βρετανών στο ιστορικό δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016. Όσο για τον δεύτερο κύκλο, ξεκινά αμέσως, χωρίς να υπάρξει χρονικό κενό, και αφορά τη μελλοντική σχέση ανάμεσα στους δύο πρώην εταίρους, σε πολιτικό και –κυρίως– σε οικονομικό επίπεδο. Παρά το γεγονός ότι οι τόνοι αναμένεται να είναι λιγότερο δραματικοί το επόμενο διάστημα, η αλήθεια είναι πως τα νέα επεισόδια ενδέχεται να αποδειχθούν πολύ πιο ουσιαστικά σε περιεχόμενο.
Η απουσία κοινωνικής και πολιτικής πρωτοπορίας στερεί τη δυνατότητα «σφήνας»
στις εξελίξεις με κριτήριο τις ανάγκες των «κάτω»
Τυπικά, η διάρκεια του δεύτερου κύκλου δεν θα είναι μεγάλη, καθώς η μεταβατική περίοδος, η οποία έχει οριστεί για την σύναψη του νέου πλαισίου των διμερών σχέσεων, διαρκεί ως το τέλος του έτους. Κάτι που σημαίνει πως στην περίπτωση που δεν υπάρξει συμβιβασμός και δεν δοθεί επιπλέον χρόνος (ο Μπόρις Τζόνσον έχει μέχρι στιγμής αποκλείσει το σενάριο της παράτασης), τότε το «διαζύγιο» θα προχωρήσει χωρίς συμφωνητικό και η αβεβαιότητα θα είναι σαφώς μεγαλύτερη. Για ποιους, όμως;
Προφανώς, για το βρετανικό και το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, που έχουν κάθε λόγο να επιδιώξουν μια ολοκληρωμένη συμφωνία και μια στενή σχέση μετά το Brexit. Αυτή, εξάλλου, ήταν η δεύτερη προτιμότερη λύση μετά την παραμονή στην ΕΕ, που επιδίωξαν (ανεπιτυχώς) το Σίτι και οι μεγάλες επιχειρήσεις και από τις δύο πλευρές της Μάγχης, τόσο πριν όσο και μετά το δημοψήφισμα. Όσον αφορά τους Βρετανούς, άλλωστε, η «ενιαία αγορά» της ΕΕ θα συνεχίσει να αποτελεί ένα ζωτικό χώρο για τη δράση τους, κάτι που δεν μπορεί να αλλάξει ούτε εύκολα ούτε σύντομα, όσα προνόμια και αν περιλαμβάνει η πιθανή συμφωνία που θα προσφέρουν οι ΗΠΑ και άλλες μεγάλες χώρες ή οικονομικές ζώνες στο Λονδίνο. Για τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, η δήλωση που έκανε την Παρασκευή από το Νταβός ο επικεφαλής της Deutsche Bank δίνει την αναγκαία εξήγηση που, ασφαλώς, δεν αφορά μόνο τον γερμανικό τραπεζικό όμιλο: «Υποστηρίζαμε πάντα ότι για εμάς, το Ηνωμένο Βασίλειο θα παραμείνει εσαεί ένας ρεαλιστικός και πολύ σημαντικός προορισμός. Πιστεύω ότι το Λονδίνο θα συγκαταλέγεται πάντα στις πιο σημαντικές κεφαλαιαγορές».
Τι ισχύει, όμως, για τους εργαζόμενους; H αλήθεια είναι πως οι ελπίδες που δημιούργησε η ανταρσία του 2016, όταν οι Βρετανοί πήγαν κόντρα σε δαίμονες, εκβιασμούς και απειλές, λέγοντας ένα μεγαλοπρεπές «όχι» στην ΕΕ με διακριτά –αν και μειοψηφικά– κοινωνικά χαρακτηριστικά, δεν είχε συνέχεια. Παρά το γεγονός ότι το φάντασμα της λαϊκής ψήφου και της ενδεχόμενης τιμωρίας σε περίπτωση αδιαφορίας απέναντι σε αυτήν κυνηγούσε διαρκώς τους βουλευτές όλων των κομμάτων (κάτι που έγινε εμφανές πρωτίστως στους Εργατικούς), στην πολιτική αντιπαράθεση κυριάρχησε σχεδόν ολοκληρωτικά η αντιπαράθεση ανάμεσα στις διάφορες πτέρυγες της αστικής τάξης της Βρετανίας — και, δευτερευόντως, της Σκοτίας, της Β. Ιρλανδίας και της Ουαλίας.
Στους επόμενους 11 μήνες, δημιουργείται (θεωρητικά και πάλι) μια ακόμη μεγάλη ευκαιρία για να βγει στο προσκήνιο το κοινωνικό ζήτημα, τα συμφέροντα και οι ανάγκες της πλειοψηφίας, μπαίνοντας «σφήνα» στη διαπραγμάτευση Βρυξελλών-Λονδίνου. Κάτι τέτοιο, όμως, προϋποθέτει την ύπαρξη μιας κοινωνικής και πολιτικής πρωτοπορίας που θα επιδιώξει να αλλάξει εκβιαστικά την ατζέντα – κάτι που, για την ώρ τουλάχιστον, δεν είναι ορατό.