Ανάλυση:
Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Μπάμπης Συριόπολος
Δημοκρατία με… μπόνους για τον πρώτο
Βαθιά αντιδημοκρατική είναι η λογική και του νέου εκλογικού νόμου που έφερε η ΝΔ και ψηφίζεται σήμερα, με τον οποίο επανέρχεται το μπόνους μέχρι 50 εδρών για το πρώτο κόμμα. Ανισοτιμία των ψήφων και διατήρηση του ορίου του 3% που αποκλείει τις τάσεις ανατρεπτικής αριστεράς. Κριτήριο δεν είναι η λαϊκή ετυμηγορία, αλλά το πώς θα βγει σταθερή κυβέρνηση για να εφαρμόσει την πολιτική που εξυπηρετεί την αστική τάξη.
Εκλογικό σύστημα αντιδημοκρατικό και άδικο
Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της ΝΔ κατάθεσε νομοσχέδιο για το νέο εκλογικό σύστημα με στόχο την ψήφισή του το επόμενο διάστημα. Ο προτεινόμενος εκλογικός νόμος αναιρεί το ψηφισμένο από τον Ιούλιο του 2016 εκλογικό σύστημα που προσέγγιζε την απλή αναλογική, διατηρώντας όμως το αντιδημοκρατικό όριο εισόδου στη Βουλή του 3%. Η πρόταση της ΝΔ επαναφέρει την ενισχυμένη αναλογική στο πνεύμα του νόμου Παυλόπουλου, τροποποιώντας τον προς το αναλογικότερο. στον νόμο Παυλόπουλου υπήρχε μπόνους 50 εδρών για το πρώτο κόμμα, άσχετα με το ποσοστό
του — ακόμα κι αν είχε κάτω από 20%. τώρα το μπόνους είναι κλιμακωτό και ισχύει, μόνο αν το πρώτο κόμμα έχει πάρει ποσοστό πάνω από 25%. Με αυτό το ποσοστό παίρνει 20 έδρες μπόνους και για κάθε 0,5% παραπάνω κερδίζει έναν βουλευτή, ενώ το μάξιμουμ των 50 εδρών μπορεί να το πάρει αν φτάσει το 40%. Οι υπόλοιπες έδρες θα κατανέμονται αναλογικά μεταξύ των κομμάτων που ξεπερνούν το 3%. Η διάταξη για το μπόνους των εδρών στο πρώτο κόμμα ισχύει και για συνασπισμό κομμάτων που συγκέντρωσε το μεγαλύτερο αριθμό ψήφων, εφόσον ο μέσος όρος δύναμης των κομμάτων που τον απαρτίζουν είναι μεγαλύτερος από τη δύναμη του αυτοτελούς κόμματος με το μεγαλύτερο αριθμό ψήφων. Πρακτικά, με το νέο εκλογικό σύστημα, το πρώτο κόμμα με ποσοστό από 37% και πάνω θα έχει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία.
Η κυβερνητική σταθερότητα σε βάρος της έκφρασης της λαϊκής ψήφου
Το ίδιο το νομοσχέδιο στον πρόλογό του εμφανίζεται πως κινείται στην κατεύθυνση της «κοινής συνισταμένης» ανάμεσα στην αναλογικότητα σύμφωνα με τη λαϊκή εντολή και την «κυβερνητική σταθερότητα». Το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ καταψηφίζει θεωρώντας το νομοσχέδιο κακέκτυπο της δικής του πρότασης (ήθελε μπόνους μία έδρα για κάθε 1% και όχι 0,5%). Η «Ελληνική Λύση» του Κυριάκου Βελόπουλου βρίσκει το νομοσχέδιο να κινείται σε θετική κατεύθυνση. Το ΜεΡΑ 25 καταψηφίζει το νομοσχέδιο προτείνοντας μικτό σύστημα εκλογής με τις 250 έδρες να κατανέμονται αναλογικά και τις άλλες σε μονοεδρικές. Το ΚΚΕ καταψηφίζει τασσόμενο υπέρ της «απλής, ανόθευτης και άδολης αναλογικής». Ο Χρίστος Σπίρτζης, εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ, δήλωσε ότι το κόμμα του καταψηφίζει, γιατί με αυτό το εκλογικό σύστημα «σταματά, με αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης, η κατεύθυνση της αναζήτησης και της εύρεσης πολιτικών συγκλίσεων και μάλιστα σε μια εποχή που οι πολιτικές δυνάμεις οφείλουν να οικοδομήσουν ένα κλίμα συνεργασίας και συνεννόησης». Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει τη διατήρηση του ορίου του 3% και μιας απόκλισης ως και 10% των εδρών από την απλή αναλογική.
Η επιδίωξη της κυβερνητικής σταθερότητας σε βάρος της έκφρασης της λαϊκής ψήφου είναι κοινό στοιχείο των αστικών κομμάτων. Αυτή η κυβερνησιμότητα πάση θυσία βγάζει μάτι, τη στιγμή που η απόφαση για μια απεργία σ’ ένα πρωτοβάθμιο σωματείο απαιτεί σύμφωνα με το νόμο που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ το 50% συν 1 επί των εγγεγραμμένων και όχι επί των παρόντων. Όταν πρόκειται για απεργίες και διαδηλώσεις οι «μειοψηφίες» στιγματίζονται, ενώ για τη διακυβέρνηση της χώρας δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα.
Το όριο του 3% επίσης δεν είναι καθόλου ασήμαντο. Στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις ένα σοβαρό ποσοστό ψήφων έμεινε εκτός βουλής εξαιτίας αυτού του ορίου (στις τελευταίες εκλογές το 8,08%, το Μάη του 2012 το 19,02%).
Η πρακτική αυτή της αλλοίωσης των εκλογικών αποτελεσμάτων υπέρ των μεγάλων κομμάτων είναι μια δοκιμασμένη τακτική περιορισμού των πιο ριζοσπαστικών δυνάμεων διαμέσου της κυριαρχίας της λογικής της «άχρηστης» ψήφου (που δεν βγάζει κυβέρνηση) και της «χαμένης» ψήφου (που δεν βγάζει βουλευτές). Μαζί με τους πολύμορφους περιορισμούς στο δικαίωμα ψήφου (οι γυναίκες το απέκτησαν στην Ελβετία μόλις το 1971) τα καλπονοθευτικά συστήματα είναι ένα πρόσφορο μέσο για την αστική τάξη να συνδυάζει τη διατήρηση της εξουσίας της με τη νοθευμένη λαϊκή αντιπροσώπευση.
Το αντικαπιταλιστικό- κομμουνιστικό ρεύμα της εποχής μας δεν μπορεί παρά να προβάλλει τις δικές του διεκδικήσεις και σ’ αυτό το πεδίο, διεκδικήσεις όπως απλή και ανόθευτη αναλογική χωρίς όριο γιατί, εκτός των άλλων, η κυβερνητική σταθερότητα αποβαίνει σε βάρος της εργατικής τάξης, άρση των αποκλεισμών από τα ΜΜΕ για τα μικρά κόμματα, δικαίωμα ψήφου στις εκατοντάδες χιλιάδες μεταναστών που ζουν καιρό στη χώρα μας ή έχουν γεννηθεί εδώ.
Φανταχτερή βιτρίνα της εξουσίας
▸ Τα εκλογικά συστήματα συντείνουν στην κυριαρχία της αστικής πολιτικής, με τρόπους που αλλάζουν ανάλογα με την εποχή και τη χώρα
Η δημιουργία του αστικού πολιτικού συστήματος στην ωρίμανσή του συνοδευόταν από τη βασική αντίληψη ότι μόνο το κοινοβούλιο έχει το δικαίωμα να εκδίδει τους νόμους και να καθορίζει την πολιτική της εκτελεστικής εξουσίας, της κυβέρνησης. Συνακόλουθα, έπεται ότι η εκλογή του κυρίαρχου οργάνου απ΄τον λαό, του κοινοβουλίου, θεμελιώνει την έννοια της λαϊκής ετυμηγορίας ως ταυτόσημης με τη λαϊκή κυριαρχία.
Στην πραγματικότητα, ακόμη και στην εποχή του ελεύθερου ανταγωνισμού, στην ακμή του κοινοβουλευτισμού, η έννοια της κοινοβουλευτικής και λαϊκής κυριαρχίας περιοριζόταν σε μεγάλο βαθμό και απ’ το λεγόμενο τιμοκρατικό σύστημα, το οποίο αναγνώριζε το εκλογικό δικαίωμα βάσει περιουσιακών στοιχείων. Ακόμη, απ’ το δικαίωμα του εκλέγειν αποκλείονταν οι γυναίκες, οι νέοι (από ένα ηλικιακό όριο και κάτω), οι έγχρωμοι, οι αλλοεθνείς και οι μετανάστες. Στο στάδιο του ιμπεριαλισμού αυτές οι κατηγορίες με σκληρούς αγώνες κατακτούν το δικαίωμα ψήφου και άλλα δικαιώματα. Ωστόσο,στον ιμπεριαλισμό, κυρίαρχο όργανο στην πραγματικότητα αναδεικνύεται η εκτελεστική εξουσία (προεδρική-κυβερνητική), ενώ ο ρόλος του κοινοβουλίου και των εκλογών υποβαθμίζονται. Στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, αυτή η τάση κορυφώνεται, αφού η πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους αντιμετωπίζεται κυρίως με την ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, άρα και με την ένταση του αυταρχισμού, τη συρρίκνωση του ρόλου του κοινοβουλίου και την πολλαπλή νόθευση του εκλογικού δικαιώματος.
Το εκλογικό δικαίωμα νοθεύεται σε όλες τις παραμέτρους που το αφορούν: το εκλογικό σύστημα, τη δυνατότητα ισότιμης επικοινωνίας, τους οικονομικούς όρους της προεκλογικής παρέμβασης, την υποσχεσιολογία και κινδυνολογία, τη λογική της χαμένης ψήφου, την τεχνητή πόλωση των κυρίαρχων αστικών κομμάτων, την επιλογή μεταξύ παρεμφερών προγραμμάτων, αφού τα εναλλακτικά ριζοσπαστικά ελάχιστα προβάλλονται και διαστρεβλώνονται, το star system των ηγετών των συστημικών κομμάτων, την τεράστια αποχή που κυμαίνεται από το 20% έως το 50% των εχόντων δικαίωμα ψήφου, τα συνεχή και χειραγωγούμενα γκάλοπ, τη φοβία «ακυβερνησίας» απ’ την εφαρμογή απλής αναλογικής, την αποπολιτικοποίηση λόγω ασυνέπειας λόγων-έργων, τις «αποστασίες» βουλευτών, οι οποίοι συνήθως μεταπηδούν για λόγους προσωπικού συμφέροντος σε άλλο και ανταγωνιστικό κόμμα προς το κόμμα που εκλέχτηκαν, την ανοιχτή βία και νοθεία στις εκλογές, τον αποκλεισμό μόνιμα εγκατεστημένων στη χώρα μεταναστών.
Εκτός από την απλή και ανόθευτη αναλογική τα άλλα εκλογικά συστήματα νοθεύουν, συχνά με ακραίο τρόπο, τη λαϊκή ετυμηγορία: το πλειοψηφικό και η ενισχυμένη αναλογική ή διάφοροι συνδυασμοί τους που εξυπηρετούν ad hoc ένα κόμμα. Ιδιαίτερα το bonus εδρών (50 ή 40 στα καθ’ημάς) και το όριο του 3% για την είσοδο στη βουλή. Ακραία περίπτωση είναι το bonus που λαμβάνει το πρώτο κόμμα, έστω και αν υπερβαίνει το δεύτερο κόμμα κατά μία ψήφο. Τραγελαφική είναι η περίπτωση του τριφασικού συστήματος, με το οποίο εφαρμόζονται ταυτόχρονα 3 εκλογικά συστήματα. Στις εκλογές του 1956 η ΕΡΕ του Κ. Καραμανλή έρχεται 2η με 47,4%. Συγκεντρώνει όμως αυτοδύναμη πλειοψηφία 165 εδρών. Η Δημοκρατική Ένωση με το 48,2% παίρνει μόλις 132 έδρες. Στα περισσότερα εκλογικά συστήματα το όριο εισόδου και το ύψος του εξυπηρετεί την εξασφάλιση κυβερνησιμότητας, αλλά και ταξικές και εθνικιστικές ανάγκες. Στην Τουρκία το ύψος αυτό ανέρχεται στο 10%, ώστε ν’ αποκλείεται η κομματική συγκρότηση του κουρδικού στοιχείου, που τα εκλογικά του ποσοστά κινούνται σ’ αυτό περίπου το επίπεδο. Στην Ελλάδα καθορίστηκε το 3%, για να αποκλείεται η είσοδος της μειονότητας στη Βουλή, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό ψηφίζει αριστερά, κυρίως, κόμματα, που μένουν εκτός νυμφώνος.
Μόνιμο φαινόμενο έχει αποβεί η μεγάλη αποχή των ψηφοφόρων απ’ την εκλογική διαδικασία. Κινείται συνήθως στο επίπεδο του 30% των ψηφοφόρων, ενώ σ’ορισμένες περιπτώσεις προσεγγίζει το 50%. Παράδειγμα: Eάν επί 9 εκατομυρίων ψηφοφόρων απέχουν το 30% και στα 6 εναπομείναντα εκατομμύρια ψηφοφόρων, το πρώτο κόμμα εξασφαλίζει το 50% (3 εκατομμύρια ψηφοφόρων) παρά το υψηλό ποσοστό, θα κυβερνά με τη στήριξη μόλις του 1/3 των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους.
Εκτός από την απλή και ανόθευτη αναλογική τα άλλα εκλογικά συστήματα νοθεύουν, συχνά με ακραίο τρόπο, τη λαϊκή ετυμηγορία
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο εκλογικός νόμος δεν είναι συνταγματικά κατοχυρωμένος, ώστε να καθορίζεται ανάλογα με τις ανάγκες του δικομματισμού. Η καταστρατήγηση της λαϊκής ετυμηγορίας εκτός απ’ τα μαγειρέματα των εκλογικών συστημάτων συντελείται και με τους άνισους όρους εις βάρος των μικρότερων κομμάτων και δη των αντισυστημικών. Απαράδεκτη είναι η απουσία τους προεκλογικά από τα ΜΜΕ, η ελάχιστη ή μηδενική οικονομική ενίσχυση, ενώ πακτωλός εισρέει στα κυρίαρχα συστημικά κόμματα και συνεχής είναι η προβολή τους στα ΜΜΕ. Ακραία είναι και η ψευδοπόλωση του δικομματισμού, η υποσχεσιολογία, η κινδυνολογία της «ακυβερνησίας», τα τεχνητά διλήμματα, ακόμη και τα προεκλογικά ρουσφέτια, όπως συνέβη στις πρόσφατες εκλογές. Υπερεκτιμάται η αξία της ψήφου προς τα κυβερνώντα κόμματα, ενώ μηδενίζεται η αξία της ψήφου για την ενίσχυση ισχυρής φιλολαϊκής ψήφου (σόφισμα «χαμένης ψήφου»).
Εξάλλου, ως πόλος έλξης ιδεολογικοπολιτικά αντίθετων προς τα κυρίαρχα κόμματα τμημάτων του εκλογικού σώματος χρησιμοποιείται το σόφισμα του «μικρότερου κακού». Καλλιεργείται στους πολίτες αίσθημα ανασφάλειας και αντίληψη ουτοπίας για τη δυνατότητα ριζικών βελτιώσεων στη ζωή τους με επίκληση της κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Πέρα όμως απ’ τη πολύμορφη μεθοδολογία νόθευσης και εξαπάτησης της βούλησης του εκλογικού σώματος, ο κυριότερος μοχλός ματαίωσης της λαϊκής βούλησης, των ελπίδων και επιθυμιών της, είναι η συρρίκνωση της κοινοβουλευτικής εξουσίας έναντι της κυβερνητικής.
Καλπονοθευτικά τεχνάσματα δίχως σύνορα
Πρωτοπόρες στην εκλογική παραχάραξη της λαϊκής βούλησης είναι οι ΗΠΑ. Ο λαός δεν ψηφίζει απευθείας για τον πρόεδρο και την κυβέρνηση, αλλά για τους 538 εκλέκτορες που αυτοί ψηφίζουν για πρόεδρο. Αυτοί δε, εκλέγονται με ένα σούπερ πλειοψηφικό σύστημα. Κάθε πολιτεία εκλέγει έναν ορισμένο αριθμό (πχ η Καλιφόρνια 55) και το πρώτο κόμμα τους παίρνει όλους. Επίσης οι εκλέκτορες δεν είναι υποχρεωμένοι να ψηφίσουν για πρόεδρο τον προτεινόμενο από το κόμμα με το οποίο εκλέχτηκαν! Αν υπολογίσει κανείς τους περιορισμούς στο δικαίωμα ψήφου και άλλους παράγοντες που απομακρύνουν τα πληβειακά εργατικά στρώματα (οι εκλογές γίνονται την Τρίτη, μια εργάσιμη μέρα, και όχι την Κυριακή) είναι εύκολο να καταλάβει κανείς την αλλεργία της δημοκρατίας των ΗΠΑ απέναντι στο «δήμο» της. Στις τελευταίες εκλογές ο Ντόναλντ Τραμπ εκλέχτηκε πρόεδρος, παρότι είχε 2,8 εκατομμύρια ψήφους και 2,1% λιγότερο από την Χίλαρι Κλίντον.
Στη Βρετανία, πρώτη διδάξασα στις πονηριές του αστικού κοινοβουλευτισμού, ισχύει επίσης πλειοψηφικό σύστημα με πολλές μικρές μονοεδρικές περιφέρειες στις οποίες «ο νικητής τα παίρνει όλα». Στη Γαλλία, σύμβολο της σύγχρονης αστικής δημοκρατίας, ισχύει πλειοψηφικό σύστημα δύο γύρων για την Εθνοσυνέλευση των 577 βουλευτών από ισάριθμες μονοεδρικές περιφέρειες, ενώ για τη Γερουσία των 348 μελών ψηφίζουν μόνο 150.000 εκλογείς, μέλη των οργάνων της «τοπικής αυτοδιοίκησης».