Δημήτρης Σταμούλης
Το νομοσχέδιο για το επίδομα γέννησης που κατέθεσε στη βουλή η υφυπουργός Εργασίας Δ. Μιχαηλίδου και ψηφίστηκε χθες Τρίτη από την Ολομέλεια σηματοδοτεί μια νέα εκδοχή επιδοματικών «ψίχουλων», στα χνάρια του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ, με ρατσιστικής έμπνευσης αποκλεισμούς, αλλά και οδηγός για «αναπροσαρμογή» δια της περικοπής τριών ακόμα επιδομάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι η κόντρα ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ εστιάζεται στο ποιος είναι ο πιο γνήσιος εκφραστής της «λογικής των παροχών και των επιδομάτων», τα οποία, κατά την Θ. Φωτίου του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελούν «ουσιαστική παρέμβαση του κράτους κατά των κοινωνικών ανισοτήτων». Κανείς βέβαια από τους δύο βασικούς πυλώνες του εγχώριου συστήματος δεν ενδιαφέρεται να καταργήσει τις κοινωνικές ανισότητες, απλώς να τις «λειάνει» όσο του επιτρέπουν οι κορσέδες των ματωμένων πλεονασμάτων και της διαρκούς λιτότητας.
Το περίφημο επίδομα γέννησης των 2.000 ευρώ πλασάρεται από την κυβέρνηση κάτι σαν την… επιτομή της «σύγχρονης δημογραφικής πολιτικής». Κι όμως, ακόμα και αυτό το επίδομα για κάθε νέα ζωή που έρχεται σε αυτόν τον σκληρό και άδικο κόσμο, δεν δίνεται σε όλες τις οικογένειες, καθώς αποκλείονται με κριτήριο την καταγωγή χιλιάδες μητέρες και γονείς, ενώ η κυβέρνηση δεν κάνει καν την επιλογή να το δώσει σε μία δόση, αλλά σε δύο, ακόμα και μετά τη γέννηση του παιδιού. Τίθενται εισοδηματικά κριτήρια –αν και αυτά είναι σχετικά υψηλά– στο ύψος των 70.000 ευρώ για ζευγάρι. Αλλά δεν το δικαιούνται όλοι όσοι έχουν μικρότερο από το όριο εισόδημα, καθώς για πολίτες τρίτης χώρας τίθεται απαραίτητος όρος να διαμένουν μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα τα τελευταία δώδεκα έτη πριν από το έτος γέννησης του παιδιού (εξαίρεση αποτελούν οι μητέρες που θα γεννήσουν το διάστημα 2020-2023, με όρο τη μόνιμη διαμονή από 2012 και μετά).
Κόντρα ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ για το ποιος είναι ο πιο γνήσιος εκφραστής της «λογικής
των επιδομάτων»
Όπως σημειώνεται στην αιτιολογική έκθεση, ο περιορισμός των δικαιούχων οφείλεται στις «ανελαστικές δημοσιονομικές συνθήκες», ενώ αναιτιολόγητα από τους συντάκτες του νομοσχεδίου, η «δωδεκαετής διαμονή» εκτιμάται «ως ικανή να τεκμηριώσει πρόθεση μόνιμης διαμονής». Έτσι θα οδηγηθούμε σε καταστάσεις να λαμβάνει το επίδομα μια ελληνική οικογένεια με μηνιαίο εισόδημα περίπου 6.000 ευρώ και να αποκλείεται μια φτωχή μετανάστρια επειδή θα είναι στην Ελλάδα μόνιμα μόνο 10 χρόνια.
Η κυβέρνηση, ωστόσο, προκαλεί τον κοινό νου και για τους τρόπους που σκαρφίστηκε, ώστε να αποκλείσει χιλιάδες δυνάμει δικαιούχους από το επίδομα παιδιού, το επίδομα στέγασης ή το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης (ΚΕΑ) στο όνομα μάλιστα της υποτιθέμενης καταπολέμησης της σχολικής διαρροής. Έτσι, όσον αφορά στο επίδομα παιδιού, προστίθεται ο όρος «σε περίπτωση εξαρτώμενου τέκνου, για το οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις φοίτησής του στην υποχρεωτική εκπαίδευση, το επίδομα χορηγείται υπό την προϋπόθεση αφενός της εγγραφής του σε σχολείο, αφετέρου της πραγματικής φοίτησής του, η οποία θεωρείται ότι συντρέχει, όταν το εξαρτώμενο τέκνο δεν υποχρεούται να επαναλάβει την ίδια τάξη λόγω του αριθμού των απουσιών του».
Η ρύθμιση, μάλιστα, θα εφαρμοστεί από το σχολικό έτος 2020-2021 και ουσιαστικά σημαίνει ότι θα χάνουν το επίδομα όσες οικογένειες «μετρούν» έστω και ένα από τα παιδιά τους να χάνει μια τάξη από απουσίες στο σχολείο. Πρόκειται για ένα μέτρο τιμωρητικό, αντιπαιδαγωγικό και αντιεκπαιδευτικό, κομμένο και ραμμένο στις απαιτήσεις της «δημοσιονομικής πειθαρχίας». Είναι ντροπή να υπογράφουν οι υπουργοί Παιδείας και Κοινωνικών Υποθέσεων την καταπάτηση του δικαιώματος των παιδιών σε αξιοπρεπή διαβίωση, υποτίθεται στο όνομα της καταπολέμησης της σχολικής διαρροής!
Όμως η κυβέρνηση προωθεί περικοπή επιδομάτων και με βάση την καταγωγή των παιδιών. Για παράδειγμα, για τη χορήγηση του επιδόματος στέγασης, τίθεται όρος ο χρόνος διαμονής στην ελληνική επικράτεια. Αναφέρεται ως κριτήριο ο δικαιούχος του επιδόματος να διαμένει νόμιμα και μόνιμα στη χώρα μας τα τελευταία πέντε έτη πριν από την υποβολή της αίτησης (απόδειξη η υποβολή δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος), ενώ όσοι πολίτες τρίτων χωρών δεν είναι ομογενείς, πολίτες κράτους-μέλους ΕΕ κ.α. θα πρέπει να αποδείξουν ότι διαμένουν νόμιμα και μόνιμα στη χώρα τα τελευταία δώδεκα έτη, πριν από την υποβολή της αίτησης.