Γιώργος Κρεασίδης
Διαθέτοντας σημαντικά αποθέματα πετρελαίου που είναι καλής ποιότητας και εύκολα εκμεταλλεύσιμα, με σημαντικό πλούτο που έχει σωρευτεί σε χρυσό τις προηγούμενες δεκαετίες, όντας σημαντικός «σταθμός» στην πορεία των προσφύγων προς την Ευρώπη και έχοντας γεωγραφική θέση-κλειδί για τον καθορισμό των ΑΟΖ στη Μεσόγειο, δεν είνακι να απορεί κανείς που η Λιβύη βρίσκεται στο επίκεντρο των ανταγωνισμών.
Μια χώρα με δύο κυβερνήσεις, που έχουν ισχυρούς συμμάχους
Στο επίκεντρο της νέας όξυνσης του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού για τις ΑΟΖ βρέθηκε αυτή την εβδομάδα η Λιβύη, με αφορμή τη συμφωνία ανάμεσα στην Τουρκία και τη διεθνώς αναγνωρισμένη λιβυκή κυβέρνηση Σάρατζ, η οποία αγνοεί τα ελληνικά νησιά στον υπολογισμό της ΑΟΖ. Η απέλαση του πρεσβευτή της Λιβύης στην Αθήνα την Παρασκευή και οι δηλώσεις σε υψηλούς τόνους των εμπλεκόμενων κυβερνήσεων δείχνουν ότι έρχεται κλιμάκωση της έντασης, που τροφοδοτείται από τη συναίνεση και τη συσπείρωση του επίσημου πολιτικού σκηνικού γύρω από την κυβέρνηση ΝΔ και τις επιλογές της. Πλέον, είναι σοβαρός ο κίνδυνος να προκληθεί ένα κύμα εθνικιστικής έξαρσης με «σημαία» τις φιλοδοξίες της ελληνικής άρχουσας τάξης για τις ΑΟΖ που, σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες κινήσεις από την τουρκική, βάζουν σε κίνδυνο την ειρήνη στην περιοχή.
Σημειώνεται ότι ο Ερντογάν μπόρεσε να φτάσει στη συμφωνία με την κυβέρνηση Σάρατζ δεδομένου ότι αυτή στηρίζεται στην οικονομική βοήθεια, τους εξοπλισμούς και τη διπλωματική στήριξη της Τουρκίας για να επιβιώσει μέσα στις συνεχιζόμενες εμφύλιες συγκρούσεις. Κυρίως δε να αντιμετωπίσει την απειλή που εκπροσωπεί ο λεγόμενος Λιβυκός Εθνικός Στρατός του στρατηγού Χαφτάρ. Η σημερινή Λιβύη, άλλωστε, μετά από 8 συνεχή χρόνια εμφύλιων συγκρούσεων που ξεκίνησαν σαν εξέγερση ενάντια στο καθεστώς Καντάφι, μοιάζει περισσότερο με ένα οργανωμένο χάος παρά με κράτος. Οργανωμένο με τρποπο που τα ιμπεριαλιστικά κέντρα και διάφορα κρατικά και επιχειρηματικά συμφέροντα είτε να εξασφαλίζουν οφέλη είτε να διεκδικούν περισσότερα και σταθερότερα.
Ο Καντάφι με τον αραβικό εθνικισμό προσπάθησε να εξασφαλίσει, από το 1969, τη συνοχή των φυλών της χώρας με τον ιδεολογικό συνδυασμό μιας ρητορικής σοσιαλιστικής αυτοδιαχείρισης και πολιτικού ισλάμ, αλλά και με σημαντικές κοινωνικές παροχές. Υλικό στήριγμα της προσπάθειάς του ήταν η ανακάλυψη σημαντικών κοιτασμάτων πετρελαίου το 1959, που μέχρι τότε τα λυμαίνονταν οι πολυεθνικές και μια κλίκα γύρω από το βασιλιά.
Το καθεστώς Καντάφι, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και τη διάλυση της ΕΣΣΔ το 1991, εγκατέλειψε την αντιαμερικανική γραμμή και έκανε προσπάθειες να συμβιβαστεί με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, αλλά αντιμετωπίστηκε από τις ΗΠΑ ως αναχρονιστικός παράγοντας τύπου Σαντάμ κι όχι σαν ένας εν δυνάμει σύμμαχος. Εξάλλου, πολλοί ήθελαν να βγει από τη μέση ο Καντάφι – όπως ο Σαρκοζί που κατηγορήθηκε για δωροδικία με μαύρο χρήμα το οποίο ενίσχυσε την προεκλογική του εκστρατεία, αλλά και ο Μπερλουσκόνι για ανάλογες “δουλειές”.
Οι αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις που ξέσπασαν το 2011 και αφελώς θεωρήθηκαν μέρος της “αραβικής άνοιξης” σύντομα πήραν τη μορφή ένοπλης εξέγερσης ισλαμιστικών ομάδων, καθώς ο ισλαμισμός ήταν η βασική αντιπολίτευση στον Καντάφι. Χρηματοδοτούνταν από τις ΗΠΑ και άλλες χώρες του ΝΑΤΟ, τις αντιδραστικές αραβικές μοναρχίες, αλλά και τους Αδελφούς Μουσουλμάνους που έχουν κέντρο την Αίγυπτο και εκπροσωπούν έναν ισλαμισμό ανάλογο με του Ερντογάν. Οι συγκρούσεις που ακολούθησαν και συνεχίστηκαν μετά τη γρήγορη πτώση του Καντάφι έχουν οδηγήσει στη διαμόρφωση δυο κέντρων εξουσίας. Από μια την κυβέρνηση Σάρατζ με έδρα την πρωτεύουσα Τρίπολη που έχει αναγνωριστεί από τον ΟΗΕ σαν τη μόνη λύση απέναντι στους εκτός ελέγχου ακραίους ισλαμιστές, συμπεριλαμβανομένου του Ισλαμικού Κράτους και της Αλ Κάιντα. Ο θεωρούμενος μετριοπαθής ισλαμιστής Σάρατζ έχει την υποστήριξη των Αδελφών Μουσουλμάνων, της Τουρκίας και του Κατάρ. Από την άλλη είναι ο ΛΕΣ του στρατηγού Χαφτάρ που ελέγχει το ανατολικό τμήμα της χώρας, ενώ απειλεί να καταλάβει την πρωτεύουσα. Έχει εξασφαλίσει την στήριξη ετερόκλητων δυνάμεων, των ΗΠΑ, της Σαουδικής Αραβίας, των ΗΑΕ, αλλά και της Ρωσίας, όπως και της Γαλλίας.
Τουρκία και Ερντογάν έχουν αναπτύξει προνομιακή σχέση με τη μία από τις δύο κυβερνήσεις, με έδρα την Τρίπολη
Πρακτικά, σήμερα η Λιβύη βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος από πολλές και διαφορετικές δυνάμεις που συγκρούονται και συμμαχούν μέσα σε ένα τοπίο γεωπολιτικού ανταγωνισμού. Ο πρώτος λόγος αφορά τα πλούσια κοιτάσματα καλής ποιότητας πετρελαίου, τα έσοδα του οποίου σήμερα μοιράζονται με έναν περίεργο συμβιβασμό καθώς ο Χαφτάρ ελέγχει τις πετρελαιοπηγές και ο Σάρατζ το τραπεζικό σύστημα μέσα από το οποίο περνάνε τα έσοδα, ενώ την ίδια στιγμή μια σειρά από πολυεθνικές ανταγωνίζονται για να ενισχύσουν τον ρόλο και τα κέρδη τους. Σε δεύτερο επίπεδο στο στόχαστρο μπαίνουν τα συσσωρευμένα έσοδα δεκαετιών από το πετρέλαιο σε αποθέματα χρυσού και καταθέσεις στο εξωτερικό.
Σημαντική είναι και η στρατηγική γεωγραφική θέση της χώρας στη Μεσόγειο, που επηρεάζει τους δρόμους του εμπορίου και της ενέργειας, αλλά και τον ανταγωνισμό για τις ΑΟΖ. Ταυτόχρονα, η μικρή απόσταση από τις ιταλικές ακτές καθιστούν τη Λιβύη το σημείο από το οποίο οι πρόσφυγες από τις χώρες της Αφρικής επιχειρούν να περάσουν στην Ευρώπη. Καθόλου τυχαία, λοιπόν, η Ιταλία στηρίζει την κυβέρνηση Σαράτζ γιατί ελέγχει τις ακτές και έχει οργανώσει με το αζημίωτο τη χώρα σαν ένα γιγάντιο «χοτ σποτ» όπου εγκλωβίζεται άγνωστος αριθμός προσφύγων, ενώ η λεγόμενη «λιβυκή ακτοφυλακή» εμποδίζει συστηματικά το διάπλου της Μεσογείου. Σε αυτές τις συνθήκες έχει διαμορφωθεί στη Λιβύη ένα εφιαλτικό σκλαβοπάζαρο και μια εξαιρετικά κερδοφόρα επιχείρηση διακίνησης ανθρώπων που προβλέπεται να πάρει εκρηκτικές διαστάσεις λόγω της έλλειψης προοπτικής για όλο και περισσότερους νέους στην Αφρική εξαιτίας της κλιματικής κρίσης, της λεηλασίας πόρων από τις πολυεθνικές, των αυταρχικών καθεστώτων και των πολέμων.
Υπό αυτό το πρίσμα, αυτή τη στιγμή είναι αναγκαίο να αναπτυχθεί στην Ελλάδα (και την Τουρκία) ένα αντιπολεμικό και αντιιμπεριαλιστικό κίνημα αποτροπής κάθε πιθανότητας σύγκρουσης. Ένας διεθνιστικός αγώνας που θα αγκαλιαστεί από τους δυο λαούς, θα υπερασπιστεί την ειρήνη, αλλά και θα αντιμετωπίσει τον εθνικισμού που απειλεί με περιθωριοποίηση την ανεξάρτητη κοινωνική δράση και τους αγώνες του κόσμου της εργασίας.