Γιώργος Κρεασίδης
Οι υποχωρήσεις Πινιέρα έδειξαν ότι το σύστημα δεν είναι ανίκητο
Η Χιλή δεν είναι κάποια φτωχή και τριτοκοσμική χώρα αλλά αντιπροσωπεύει έναν από τους πλέον αναπτυγμένους καπιταλισμούς της Νότιας Αμερικής. Ταυτόχρονα, είναι και η χώρα όπου καταγράφονται οι μεγαλύτερες ανισότητες εντός του ΟΟΣΑ. Η έκταση και το βάθος της λαϊκής εξέγερσης, μετά από δεκαετίες σχετικά «ομαλής» πορείας, αποκαλύπτουν τις εκρηκτικές αντιθέσεις.
«Δεν θα επιστρέψουμε στην κανονικότητα, επειδή η κανονικότητα ήταν το πρόβλημα», λέει ένα από τα πιο μεστά συνθήματα της λαϊκής εξέγερσης που είναι σε εξέλιξη εδώ και δυο βδομάδες στη Χιλή. Πράγματι, η αφορμή της κοινωνικής «έκρηξης», όσο σημαντική για τα λαϊκά στρώματα και αν είναι μια αύξηση στο εισιτήριο του μετρό, δεν μπορεί να ερμηνεύσει την αντοχή της. Όπως δεν μπορεί να ερμηνεύσει ούτε την ανθεκτικότητα απέναντι στην πολύ σκληρή καταστολή με νεκρούς, τραυματίες και βιασμένες γυναίκες, αλλά και τη συνέχεια μετά τη σημαντική υποχώρηση που αναγκάστηκε να κάνει η κυβέρνηση του προέδρου Πινιέρα, ο οποίος παραίτησε οκτώ υπουργούς του, ανάμεσα στους οποίους είναι και οι πιο χυδαίοι και τσαμπουκαλήδες, ενώ ικανοποίησε και κάποια αιτήματα των λαϊκών κινητοποιήσεων — έστω κι αν μπορεί κανείς να πει ότι δέκα μέρες εξέγερσης έδωσαν ό,τι δεν επετεύχθη μετά τη χούντα του Πινοσέτ, στα χρόνια των κυβερνήσεων της Αριστεράς, των Σοσιαλιστών, του Κομμουνιστικού Κόμματος και άλλων.
Σημειώνεται πως η Χιλή δεν είναι κάποια φτωχή και τριτοκοσμική χώρα, αλλά αντιπροσωπεύει έναν από τους πλέον αναπτυγμένους καπιταλισμούς της Νότιας Αμερικής. Την ίδια στιγμή όμως είναι η χώρα με τις μεγαλύτερες ανισότητες στον ΟΟΣΑ: Τεράστια συσσώρευση πλούτου στην αρπακτική άρχουσα τάξη, αποκλεισμοί από την εργασία για νέους και γυναίκες, ιδιωτικά και πανάκριβα συστήματα εκπαίδευσης, υγείας και κοινωνικής ασφάλισης, με τις πενιχρές συντάξεις να αποδίδονται με καθυστέρηση – ενώ ιδιαίτερα ακριβά είναι τα νοίκια, το νερό και το ηλεκτρικό. Φυσικά δεν αποτελεί έκπληξη ότι για τις ποικιλώνυμες διεθνείς οργανώσεις του κεφαλαίου, όπως είναι ο ΟΟΣΑ και η Παγκόσμια Τράπεζα, η Χιλή αποτελεί πρότυπο ανάπτυξης, φιλικού περιβάλλοντος για τις επενδύσεις, διαφάνειας και αδιάφθορης δημόσιας διοίκησης…
Αυτή είναι η βαριά κληρονομιά της βάρβαρης χούντας του Πινοσέτ. Το πραξικόπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1973 που ανάτρεψε την κυβέρνηση του Σαλβαδόρ Αλιέντε και της Λαϊκής Ενότητας, είχε σαν βασικό στόχο να διασφαλίσει ότι η αστική τάξη θα συνεχίσει να λυμαίνεται τον τεράστιο φυσικό πλούτο της Χιλής. Σε συνεργασία φυσικά με τους ιμπεριαλιστές των Ηνωμένων Πολιτειών, που είχαν την άμεση εποπτεία του αιματηρού πραξικοπήματος, του πρώτου σε αυτή τη χώρα η οποία μέχρι τότε θεωρούνταν πρότυπο για την κοινοβουλευτική της σταθερότητα, σε μια Λατινική Αμερική των αλλεπάλληλων πραξικοπημάτων.
Η Χιλή έγινε το πειραματόζωο του νεοφιλελευθερισμού όπου τα Chicago Boys, οι μαθητές του Φρίντμαν και άλλων εφάρμοσαν όσα διδάχτηκαν. Οι μαζικές ιδιωτικοποιήσεις και ειδικά αυτή του ασφαλιστικού συστήματος έγιναν τα φετίχ των απανταχού νεοφιλελεύθερων, ενώ τα ολέθρια αποτελέσματα του πειράματος μετουσιώθηκαν στο πρόγραμμα των Ρίγκαν και Θάτσερ σηματοδοτώντας την νεοσυντηρητική επέλαση σε ΗΠΑ και Ευρώπη.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 το καθεστώς Πινοσέτ είχε σαπίσει από το βάρος των εγκλημάτων με τις πάνω από 40.000 δολοφονίας, της τυραννίας, αλλά και των σκανδάλων, καθώς ο προσωπικός πλουτισμός του Πινοσέτ και της κλίκας του ήταν βασική πλευρά του νεοφιλελεύθερου πειράματος.
Ο Πινοσέτ προχώρησε σε συμβιβασμό με την επίσημη πολιτική σκηνή μετά την απόρριψη από το λαό μιας νέας «θητείας» στο δημοψήφισμα του 1988. Δέχτηκε να αφήσει την προεδρία, κρατώντας την αρχηγία του στρατού μέχρι το 1998, για να γίνει στη συνέχεια ισόβιος γερουσιαστής. Με το νέο του ρόλο ο στρατός και τα σώματα ασφαλείας είχαν ασυλία από κάθε αποχουντοποίηση. Έτσι διασφαλιζόταν και το αντιδραστικό κοινωνικό κεκτημένο, ειδικά σε ό,τι αφορά τις γενικευμένες ιδιωτικοποιήσεις. Όλα αυτά, μάλιστα, αποτυπώθηκαν και στο φασιστικής απόχρωσης αρχικό διάγγελμα του Πινιέρα, ο οποίος δήλωσε ότι αντιμετωπίζει στο πρόσωπο του ξεσηκωμένου λαού έναν «αδίστακτο εχθρό».
Το κίνημα απαιτεί συντακτική εθνοσυνέλευση για να καταργηθεί το σύνταγμα συμβιβασμού με τον Πινοσέτ
Σε κάθε περίπτωση, το νέο σύνταγμα κατοχύρωνε αυτό το συμβιβασμό και βαραίνει στη σύγχρονη πολιτική ζωή της Χιλής. Οι εναλλαγές στην κυβέρνηση δεν έχουν μόνο το αρνητικό στοιχείο της έντονης παρουσίας των παραγόντων της δικτατορίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος ο πρόεδρος Πινιέρα δεν είναι απλά προερχόμενος από ένα δεξιό τζάκι της πολιτικής και των επιχειρήσεων, αλλά και αδερφός του υπουργού Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Πινοσέτ που έκανε την ολέθρια αντι-μεταρρύθμιση. Το πολιτικό σύστημα, αποδεχόμενο το σύνταγμα, εγγυήθηκε ότι η κληρονομιά Πινοσέτ δεν αμφισβητείται ούτε στο θέμα της ελεγχόμενης δημοκρατίας ούτε στις συνέπειες της αντιλαϊκής πολιτικής.
Δεν έλειψαν φυσικά οι κοινωνικοί αγώνες σε όλη αυτή την περίοδο της κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης. Το γύρω του κόσμου έκαναν οι εικόνες από το νεολαιίστικο ξεσηκωμό του 2011 για την εκπαίδευση. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, μετά τις θητείες που εξασφάλισε στην προεδρία στη δεκαετία του 1990 μέσα από μια κεντροαριστερή συμμαχία, από το 2000 έκανε με το βλέμμα στους κοινωνικούς αγώνες αλλαγή πλεύσης. Κέρδισε δυο προεδρικές θητείες με την Μπασελέτ (2000 και 2013) μέσα από τη συμμαχία της Νέας Πλειοψηφίας, στην οποία συμμετείχε και το ΚΚ Χιλής. Η εμβληματική μορφή των νεολαιίστικων αγώνων του 2011 Καμίλα Βαγιέχο ήταν μέλος της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της Μ. Μπασελέτ στη δεύτερη θητεία της.
Αυτής της μορφής η «αριστερή κυβέρνηση» δεν δικαίωσε την κοινωνική δυναμική που την έφερε στην εξουσία, ενώ δεν τόλμησε να αμφισβητήσει και το σύνταγμα που κληροδότησε η χούντα του Πινοσέτ. Για αυτό το λόγο, στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές, αμφισβητήθηκε έντονα από τα αριστερά από την εκλογική συμμαχία Πλατύ Μέτωπο, η οποία με 20% λίγο έλειψε να αφήσει έξω από τον δεύτερο γύρο το διάδοχο της Μπασελέτ, Α. Γκιγιέρ, ο οποίος έλαβε 22%.
Σήμερα η δυναμική των αγώνων ζητάει πλέον συντακτική εθνοσυνέλευση για να αλλάξει το σύνταγμα, ώστε να κατοχυρωθούν ελευθερίες και δικαιώματα, αλλά και η δυνατότητα του λαού να επιβάλλει τη θέλησή του.