Δημήτρης Συνάπαλος
Σε εφαρμογή έχουν τεθεί οι διατάξεις του «αντικαπνιστικού» νόμου. Η συγκεκριμένη νομοθεσία χρησιμοποιεί την κοινωνική υγεία και ευημερία ως προπέτασμα καπνού για την εφαρμογή της και αξίζει να προβληματιστούμε γύρω από τις πραγματικές της διαστάσεις.
Το βασικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι το κλασικό «cui bono», δηλαδή το ποιος ωφελείται. Το χαράτσι που πληρώνουν οι καπνιστές που απευθύνονται στη χρεώσιμη τηλεφωνική γραμμή για συμβουλές διακοπής του καπνίσματος απονέμεται στο διαχειριστή της, δηλαδή στη Forthnet (συμφερόντων Μαρινάκη). Στη σύντομη διάρκεια ζωής του νόμου βλέπουμε πως οι μικρές επιχειρήσεις εστίασης καλούνται να πληρώσουν τα σπασμένα με πρόστιμα που ξεκινάνε από τα 500 ευρώ για τον ιδιοκτήτη και φτάνουν ως και την αφαίρεση της άδειας λειτουργίας. Ποινή που υπερβαίνει σε αυστηρότητα τις αντίστοιχες οι οποίες επιβάλλονται σε κατ’ εξακολούθηση παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας ή πάγια φοροδιαφυγή. Μια πιθανή επιχείρηση-σκούπα, η οποία θα οδηγήσει σε μαζικό κλείσιμο μικρών επιχειρήσεων, προκαλεί άμεσο κέρδος για μεγάλες εταιρείες εστίασης που μπορούν να εφαρμόσουν ευκολότερα και αμεσότερα τη νομοθεσία. Παράλληλα, τίθεται ερώτημα όσον αφορά τη δυνατότητα του ιδιώτη διαχειριστή των καταγγελιών να δημιουργήσει ένα ιδιότυπο καθεστώς ασυλίας για τους επίλεκτους πελάτες του, καθώς και την απουσία ελέγχου που απολαμβάνει.
Έτερος επωφελούμενος από την εφαρμογή της νομοθεσίας είναι η ίδια η κυβέρνηση, με τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη να κηρύσσει προσωπικά την έναρξη της καμπάνιας. Κεφαλαιοποιώντας τις δεκαετίες ενεργητικής αποδόμησης των υπηρεσιών δημόσιας υγείας και την ανυπαρξία δομών απεξάρτησης, η «ανάπτυξη» έρχεται μέσα από την «τομή» της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της εφαρμογής του δόγματος «νόμος και τάξη». Όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος, και ο νόμος θα εφαρμοστεί ως έχει, είναι η επίσημη τοποθέτηση που διακηρύσσεται και αναπαράγεται από μια σειρά φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ. Ήδη ο ΣΚΑΪ έσπευσε να συνδέσει τον αντικαπνιστικό νόμο με την κυβερνητική επίθεση στο πανεπιστημιακό άσυλο και τις εκκενώσεις καταλήψεων στα Εξάρχεια μέσω δημοσκόπησης όπου παρουσιάζει την πλειοψηφία των πολιτών να τοποθετούνται «κατά της ανομίας».
Το τσιγάρο κόβεται επομένως μαζί με τις μαχητικές εκφράσεις του φοιτητικού κινήματος (και όσων είναι καπνίζοντες και όσων μη καπνίζοντες), ωστόσο η ανάγκη «διήθησης» πολιτικών δημόσιας υγείας στην κοινωνία τερματίζεται εκεί. Η ανάγνωση πως η υγεία είναι προσωπική ευθύνη ενισχύεται, καθώς δεν προβλέπεται δημιουργία δημόσιων δομών απεξάρτησης, οδηγώντας σε ιδιώτες ιατρούς και συμβούλους όποιον χρειάζεται βοήθεια για τη διακοπή του καπνίσματος, ενώ παραμένει και διατηρείται η ασυδοσία μεγάλων βιομηχανιών, οι οποίες εκλύουν διαρκώς αυξανόμενες μάζες αέριων ρύπων στην ατμόσφαιρα, που έχει αποδειχθεί πως μειώνουν το προσδόκιμο επιβίωσης αντίστοιχα ή σε μεγαλύτερο βαθμό από το κάπνισμα.