Κώστας Ράπτης
Το δικαίωμα στην αντίσταση και ο αγώνας για τα δικαιώματα
Οι λιβανέζικες «πλατείες» αποτελούν έναν χώρο όπου διασταυρώνονται διαφορετικές, έως και αντίπαλες ατζέντες, με διαφορετικά κοινωνικά στρώματα να εμφανίζονται και να αποσύρονται από το προσκήνιο, κατά κύματα. Νεολαία και μικροαστοί, ο «παλιός κόσμος» και οι γυναίκες συγκλίνουν και ανταγωνίζονται, ανακατεύοντας την εσωτερική ζωή που ήταν παραδομένη σε ένα παραλυτικό αλισβερίσι διαφθοράς και εκτίναξης των ανισοτήτων.
Την πρώτη προκείμενη την δίνει ο Μάο Τσετούνγκ: «Είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι». Χρειάζεται, όμως, στους καιρούς της εικονικής πραγματικότητας, να προστεθούν και άλλες, μέχρι να καταλήξει κανείς σε ασφαλή συμπεράσματα για μία εξέγερση, σαν αυτή που δονεί τον Λίβανο από τις 17 Οκτωβρίου, απειλώντας όλες τις παγιωμένες μετεμφυλιακές ισορροπίες που υπάρχουν στην «Χώρα των Κέδρων».
Για σημαντικό τμήμα του διεθνούς αριστερού ακροατηρίου, η επιφύλαξη κυριαρχεί. Η εμπειρία των «έγχρωμων επαναστάσεων», η πικρή γεύση που άφησε η λεγόμενη «Αραβική Άνοιξη», ο κάθε άλλο παρά ανύπαρκτος κίνδυνος υποστροφής του Λιβάνου στο παρελθόν των εθνοθρησκευτικών συγκρούσεων, η δεδομένη επιδίωξη των ΗΠΑ και των περιφερειακών συμμάχων τους να υπονομεύσουν (ως αντιπερισπασμό για την αποτυχία των σχεδιασμών τους για τη Συρία) την λιβανική «Αντίσταση» που έχει ως κορμό τη Χεζμπολάχ – όλα αυτά αναμφίβολα βαραίνουν καταλυτικά στη ματιά (συχνά συνωμοσιολογική) των περισσότερο προσανατολισμένων στις γεωπολιτικές ερμηνείες.
Από την άλλη, ο ενθουσιασμός όσων αντικρίζουν το εξεγερμένο «πλήθος», ταυτοχρόνως «συμπεριληπτικό» και «διάχυτο», να υπερβαίνει τους κατεστημένους κανόνες του παιχνιδιού και να λάμπει με την νεανική του ευρηματικότητα, θα πρέπει μάλλον να σχετικοποιήσουν την ευφορική εικόνα που μεταδίδουν τα διεθνή μέσα ενημέρωσης. Και ταυτόχρονα να αναλογιστούν όχι μόνο τα ρίσκα της χειραγώγησης και της εκτροπής, αλλά πολύ περισσότερο το αναπάντητο έως τώρα ερώτημα της πολιτικής αποτελεσματικότητας, το δύσκολο πέρασμα από το ξέσπασμα της κοινωνικής αγανάκτησης στις απτές ανατροπές. Ζούμε, άλλωστε, στην Ελλάδα των πάλαι ποτέ «πλατειών»…
Όμως αυτό ακριβώς είναι που διακυβεύεται εδώ και σχεδόν ένα μήνα στους δρόμους του Λιβάνου: Η υπέρβαση της «κατανομής εργασίας» που ήθελε αφενός την (ευρύτερα σεβαστή) «Αντίσταση» επικεντρωμένη στις ιμπεριαλιστικές επιβουλές και αφετέρου την εσωτερική πολιτική ζωή παραδομένη σε ένα παραλυτικό αλισβερίσι διαφθοράς και εκτίναξης των ανισοτήτων, εν αναμονή μιας συνολικότερης διευθέτησης στην περιοχή. Θα πρέπει, με απλά λόγια, να αντιληφθούμε ότι οι λιβανέζικες «πλατείες» αποτελούν έναν χώρο όπου διασταυρώνονται διαφορετικές, έως και αντίπαλες ατζέντες, με διαφορετικά κοινωνικά στρώματα να εμφανίζονται και να αποσύρονται από το προσκήνιο κατά κύματα.
Η νεολαία του Λιβάνου δεν φέρει τα σύνδρομα του εμφυλίου πολέμου — και δεν έχει λόγους να κάνει υπομονή, απέναντι σε μια πραγματικότητα που εν πολλοίς την αποκλείει. Αλλά και ο «παλιός κόσμος», από την πλευρά του, δεν αφήνει την ευκαιρία να αξιοποιήσει την αναταραχή για να στριμώξει την… ανορθογραφία της «Αντίστασης» και να εξυπηρετήσει τους εκτός των συνόρων πάτρωνές του. Κάπου ανάμεσα, οι συμπιεσμένοι μικροαστοί απελευθέρωσαν τη διάχυτη οργή τους, οι θιασώτες της κατάργησης του μεταποικιακού «κοινοτικού» (confessionel) συστήματος βρήκαν την ιστορική ευκαιρία που νόμιζαν ότι δεν πρόκειται ποτέ να τους δοθεί, ενώ οι γυναίκες του Λιβάνου έδωσαν μια ηχηρή έμφυλη διάσταση στο κίνημα, προβάλλοντας δυναμικά τις δικές τους διεκδικήσεις.
Ο ηγέτης της Χεζμπολάχ, με έναν περίτεχνο ελιγμό, απενεργοποίησε τη «νάρκη» που είχαν τοποθετήσει κάποιοι
Παρέλασαν από τις πλατείες, διαδοχικώς ή παραπλεύρως, όλοι αυτοί. Το αιφνιδιαστικό ξεκίνημα των διαδηλώσεων πιστώνεται κατεξοχήν σε «ανεξέλεγκτους» νέους πληβειακής (άρα, σε μεγάλο βαθμό, και σιιτικής) προέλευσης. Όμως ο κατοπινός αποκλεισμός βασικών οδικών αρτηριών, που όλως τυχαίως οδηγούν σε προπύργια της Χεζμπολάχ, από τους ανθρώπους του εγκληματία πολέμου Σαμίρ Ζάζα και του αιώνιου τυχοδιώκτη Ουαλίντ Τζουμπλάτ –ηγετών αντιστοίχως των δεξιών Μαρωνιτών και των Δρούζων– εικονογράφησε την απειλή αιματηρών σεναρίων, θέτοντας στο επίκεντρο το ερώτημα της στάσης του στρατού.
Ο σουνίτης μεγαλοεπιχειρηματίας και πρωθυπουργός (μέχρι πρότινος εκλεκτός του Ριάντ) Σαάντ Χαρίρι υπέβαλε την παραίτησή του, προς μεγάλη ικανοποίηση των διαδηλωτών, αλλά με την κρυφή επιδίωξη ενδεχομένως να συντελέσει σε μια γενικότερη αποσταθεροποίηση, βγαίνοντας ο ίδιος από το κάδρο. Την ίδια ώρα, σκοτεινές μη κυβερνητικές οργανώσεις, με εμπειρία στην «αλλαγή καθεστώτων», όπως η σερβική Otpor ,φέρονταν να εγκαθίστανται στη Βηρυτό, ενώ οι καναλάρχες πρόσφεραν σε 24ωρη σύνδεση τα δίκτυά τους, κολακεύοντας ό,τι με τυπικά λιβανέζικη μεγαλοστομία αποκαλείται «Η Επανάσταση».
Είναι η επιδεξιότητα του Χασάν Νασράλα που απενεργοποίησε, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, την «νάρκη» αυτή. Με το διάγγελμά του την περασμένη Παρασκευή, ο ηγέτης της Χεζμπολάχ χαιρέτισε τις κινητοποιήσεις, αλλά και την ωριμότητα του λαού σε ό,τι έχει να κάνει με τις ατζέντες τρίτων, κάλεσε σε άμεση συγκρότηση «κυρίαρχης» (και όχι τεχνοκρατικής) κυβέρνησης που θα υλοποιήσει μεταρρυθμίσεις σε διάλογο με αντιπροσωπεία των διαδηλωτών, ενώ ζήτησε από τους οπαδούς του να μην αντιδρούν όποτε ο ίδιος καθυβρίζεται.
Κάπως έτσι, η αντιπαράθεση ανάμεσα στην πολύμορφη διεκδίκηση δικαιωμάτων και το υπέρτατο δικαίωμα της αντίστασης στους εισβολείς δεν προέκυψε. Το ότι η «Αντίσταση» διαθέτει τον απαιτούμενο βαθμό οργάνωσης και στρατηγικού σχεδιασμού, αλλάζει, σε ό,τι αφορά τον Λίβανο, τους όρους της εξίσωσης. Παραμένουν, ωστόσο, δύο ανεπίλυτες αντιφάσεις. Η πρώτη αφορά στην ανάγκη τομών προς όφελος των υποτελών, οι οποίες ωστόσο δεν θα είναι δυνατές χωρίς την αποτροπή της παράλυσης του κράτους, άρα και την συνεργασία μέρους τουλάχιστον του φθαρμένου και ένοχου πολιτικού προσωπικού. Η δεύτερη αφορά την απόκρουση της νεοφιλελεύθερης επίθεσης, που με μοχλό το υψηλό δημόσιο χρέος και με καταλύτη τις αμερικανικές κυρώσεις εναντίον τραπεζών του Λιβάνου για συνεργασία με τη Χεζμπολάχ, προοιωνίζεται την –επιχειρούμενη ήδη– λεηλασία και προκαλεί σκηνές παρόμοιες με αυτές του ελληνικού καλοκαιριού των περίφημων «capital controls».
Σε κάθε περίπτωση, το πειραματικό εργαστήρι του Λιβάνου, έχει να μας διδάξει περισσότερα από όσα θα ήθελε η οριενταλιστική μας προκατάληψη και η ευρωπαϊκή ηττοπάθεια.