Παναγιώτης Μαυροειδής
1989-2019: Η πτώση του Τείχους
Το Tείχος και η εποχή του
Ήταν 12 προς 13 Αυγούστου 1961, όταν η συνοριακή γραμμή μεταξύ Ανατολικού και Δυτικού Βερολίνου σφραγίστηκε με συρματοπλέγματα. Σταδιακά θα μετατραπούν σε ενιαίο τείχος μήκους 155 χιλιομέτρων, με 302 παρατηρητήρια και χιλιάδες συνοριοφυλάκων. Δεν ήταν μια ξαφνική απόφαση, ούτε μπορεί να ερμηνευθεί μόνο με την αποτροπή περάσματος των Ανατολικών στη Δύση.
Επρόκειτο για σταθμό της ευρύτερης αντιπαράθεσης μεταξύ των νικητριών δυτικών καπιταλιστικών χωρών (ΗΠΑ, Γαλλία, Μ. Βρετανία), της ΕΣΣΔ (που είχε ξεκοιλιάσει το ναζιστικό καθεστώς, καταλαμβάνοντας και το Βερολίνο) και της μεταπολεμικής καπιταλιστικής (Δυτικής) Γερμανίας. Μετά τον αρχικό διαμελισμό της ηττημένης Γερμανίας σε τέσσερις τομείς (υπό την κατοχή ΗΠΑ, Βρετανίας, Γαλλίας και ΕΣΣΔ), ακολούθησε και ο αντίστοιχος διαχωρισμός του Βερολίνου, παρότι ήταν εντός της περιοχής του Κόκκινου Στρατού. Οι δυτικές δυνάμεις είχαν σαφή στόχο: να στήσουν στα πόδια της τη Γερμανία για να την συμπεριλάβουν σε μια νέα συμμαχία κατά της ΕΣΣΔ. Το τείχος μπορεί να το έχτισαν οι Ανατολικογερμανοί, όμως η παγίωση αυτής της διαίρεσης χαροποίησε πρωτίστως τους θιασώτες της ιμπεριαλιστικής στρατηγικής. Άλλωστε, ήταν οι δυτικοί αυτοί που το 1949 βιάστηκαν να αναγγείλουν τη συγκρότηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΟΔΓ) (για να ακολουθήσει η ίδρυση της ΛΔΓ), ενώ αρνήθηκαν πρόταση αποστρατιωτικοποίησης του Βερολίνου.
Η ένταση κλιμακώθηκε το 1961 με τις απειλές του Προέδρου Κένεντι (25/7) ότι προετοιμάζεται για πόλεμο (για «τον φάρο ελπίδας που συνιστά το Βερολίνο»), τους υπουργούς Εξωτερικών ΗΠΑ, Γαλλίας, Βρετανίας, αλλά και ΟΔΓ, να κάνουν λόγο ακόμη και για πυρηνικό πόλεμο και τον Χρουτσόφ να δηλώνει (5/8) πως η ΕΣΣΔ έχει τη δύναμη να καταστρέψει τους αντιπάλους της.
Μετά από εσπευσμένη σύνοδο του Συμφώνου της Βαρσοβίας και άσκηση αντίστοιχης πίεσης, η κυβέρνηση της ΓΛΔ προχωρά στην ανέγερση ενός τείχους, που θα γκρεμιστεί 28 χρόνια αργότερα, με πολλούς να διεκδικούν δάφνες στα συντρίμμια του…
Το αστικό στρατόπεδο ταυτίζει τον «υπαρκτό» και την πτώση του με τον κομμουνισμό
Ο κυρίαρχος αστικός μύθος ταυτίζει την πτώση του «τείχους του αίσχους» με τον «θάνατο του κομμουνισμού». Έναν θάνατο που επήλθε φυσιολογικά μέσα από μια «ευγενή άμιλλα καπιταλισμού και κομμουνισμού, ειδικά στη Γερμανία όπου γειτνίαζαν και οι πολίτες είχαν την ευκαιρία να κρίνουν, να συγκρίνουν και να διαλέξουν». Ωστόσο, 30 χρόνια μετά από αυτές τις διθυραμβικές διακηρύξεις, ο ενθουσιασμός αυτός έχει εξανεμιστεί.
Ειδικά το ταρακούνημα της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης 2008/2009, η επιβράδυνση και αναιμική πορεία της παγκόσμιας οικονομίας 10 χρόνια μετά (ειδικά στις πιο ανεπτυγμένες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της ενιαίας πλέον Γερμανίας) και το φάντασμα ενός νέου παροξυσμού της, δεν αφήνουν περιθώρια για ισχυρισμούς περί «τέλους της ιστορίας» στη μορφή ενός άτρωτου και στο διηνεκές ανίκητου καπιταλισμού.
Η πτώση του καθεστώτος της ΛΔΓ έγινε στο ευρύτερο πλαίσιο συνθηκών και αιτιών που οδήγησαν στην κατάρρευση των καθεστώτων όλης της Ανατολικής Ευρώπης και τελικά και της ΕΣΣΔ το 1991. Η ακολουθία εκείνων των γεγονότων, η ταχύτητα με την οποία εξελίχτηκαν, η ευκολία με την οποία το παλιό καθεστώς παραμέριζε προς όφελος νεο-αναδυόμενων και βιαστικών για ανοιχτή καπιταλιστική παλινόρθωση πολιτικών ηγεσιών και κοινωνικών στρωμάτων, η σχεδόν ανύπαρκτη υπεράσπιση του παλιού καθεστώτος από εργατικά στρώματα, φανερώνουν πως η εξήγηση της κατάρρευσης με όρους κυρίως της «εξωτερικής ιμπεριαλιστικής υπονόμευσης» ή/και της «προδοσίας» ηγετών όπως ο Γκορμπατσόφ, ούτε πείθει, ούτε μπορεί να σταθεί με σοβαρούς όρους απέναντι στην αντικομουνιστική επίθεση του αστικού στρατοπέδου. Το βάρος των ενδογενών αιτιών ήταν πολύ πιο σημαντικό, αν και όχι ανεξάρτητο από την εξωτερική πίεση και καπιταλιστική υπονόμευση.
Το 1989 ήταν χρονιά ορόσημο, κατά την οποία το νέο περιβάλλον που διαμόρφωνε η υπό τον Γκορμπατσόφ ηγεσία της ΕΣΣΔ διευκόλυνε τον βηματισμό προς την καπιταλιστική παλινόρθωση, αφήνοντας πίσω στρατιωτικές επεμβάσεις όπως αυτές του 1953 στην Ανατολική Γερμανία, του 1956 στην Ουγγαρία ή του 1968 στην Τσεχοσλοβακία. Η Ουγγαρία άνοιξε πρώτη τα σύνορα με την Αυστρία. Τον Ιούλιο η Αλληλεγγύη είχε κερδίσει κατά κράτος τις εκλογές στην Πολωνία, ενώ τον Νοέμβριο έπεφτε η κυβέρνηση της Τσεχοσλοβακίας και τον Δεκέμβριο ο Τσαουσέσκου θα εκτελούνταν.
Η ΛΔΓ υπό τον Χόνεκερ είχε αντισταθεί στις «μεταρρυθμίσεις» Γκορμπατσόφ, για να υποστεί στη συνέχεια το βάρος συνεχόμενων και μαζικών διαδηλώσεων, ασφυκτική πίεση από μεριάς της ΟΔΓ αλλά και από την ΕΣΣΔ. Ο επίσημος εορτασμός των 40χρονων από την ίδρυσή της στις 7 Οκτωβρίου, με παρουσία του ίδιου του Γκορμπατσόφ, έδωσε την αφορμή για αντικυβερνητικές διαδηλώσεις. Δύο μέρες μετά, η Λειψία συγκλονίστηκε από διαδήλωση, για να ακολουθήσουν οι «διαδηλώσεις της Δευτέρας». Στις 18 Οκτώβρη αντικαταστάθηκε ο Έριχ Χόνεκερ από τον Έγκον Κρεντς στην ηγεσία του κυβερνώντος κομμουνιστικού κόμματος (ΕΣΚΓ). Στις 4 Νοεμβρίου, μια τεράστια διαδήλωση στο Βερολίνο προανήγγειλε ουσιαστικά το τέλος του καθεστώτος. Πέντε μέρες αργότερα, η αναγγελία της κυβέρνησης πως θα εφαρμοστεί άμεσα μια ρύθμιση ελεύθερων μετακινήσεων (μόνιμων και μη) χωρίς ελέγχους στο τείχος, οδήγησε σε πλήρη παράλυση του κράτους και πτώση του τείχους και τροφοδότησε ελπίδες εισόδου στον «καπιταλιστικό παράδεισο». Την ερχόμενη χρονιά η ΛΔΓ θα σβήσει από τον χάρτη με την αποικιοκρατική της προσάρτηση στην ΟΔΓ.
Οι σταυροφόροι της αστικής σκέψης επιμένουν να ταυτίζουν την πτώση του «υπαρκτού» με τον κομμουνισμό, ισχυριζόμενοι ότι στη ΛΔΓ, στην ΕΣΣΔ και αλλού, εφαρμόστηκαν και απέτυχαν επακριβώς οι επαγγελίες του. Δεν προσδοκούν απλά να ταυτίσουν μια (προσωρινή) δική τους νίκη, με πολιτική και ηθική υπεροχή του (νικητή) καπιταλιστικού κόσμου. Μια ήττα δεν συνηγορεί αυτοδίκαια υπέρ του δίκιου του νικητή και του άδικου του ηττημένου. Ο Σπάρτακος εξοντώθηκε ταπεινωτικά, αλλά στην ουσία νίκησε. Το ίδιο και η Γαλλική Επανάσταση που υποχώρησε με παλινόρθωση του Παλαιού Καθεστώτος.
Αυτό που κυρίως επιχειρούν οι αστικές δυνάμεις είναι να ταυτίζουν τον κομμουνισμό, με τις ακραίες, αρνητικές, αντεργατικές παραμορφώσεις που αναπτύχθηκαν στη ΓΛΔ, την ΕΣΣΔ και αλλού, για να οδηγήσουν στη δημιουργία ιδιότυπων ταξικών εκμεταλλευτικών καθεστώτων, μεταβατικών προς την πλήρη, τελικά, καπιταλιστική παλινόρθωση. Η προοδευτική κατάργηση μορφών εργατικού ελέγχου στην παραγωγή, η περιστολή της πολιτικής δημοκρατίας, ο στραγγαλισμός των εργατικών συνδικάτων, η καθαγίαση των κρατικών συμφερόντων της ΕΣΣΔ σε απόλυτο συμφέρον του σοσιαλισμού, η μετατροπή του (ενός και μοναδικού) κόμματος σε εξουσιαστή αφέντη με χωριστά προνόμια, η προτεραιότητα όλο και πιο ξένων «πλάνων παραγωγής», η ασυδοσία σε βάρος του φυσικού περιβάλλοντος, αποτελούν καρικατούρα και τελικά άρνηση της (δύσκολης) μετάβασης προς τον κομμουνισμό.
Αντίθετα, οι προπαγανδιστές της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων, αποσυνδέουν τον σοσιαλισμό από τις πολύ σημαντικές κατακτήσεις στη ΓΛΔ (μια χώρα μικρότερη της Ελλάδας), τόσο στο επίπεδο κάλυψης βασικών κοινωνικών αναγκών (πλήρης απασχόληση με καλό βιοτικό επίπεδο, απολύτως δωρεάν παιδεία και υγεία για όλους, παιδική φροντίδα), όσο και σε επίπεδο σοβαρών βημάτων σε ζητήματα κοινωνικής ζωής άλυτα στον καπιταλιστικό κόσμο ακόμη και σήμερα (ισοτιμία γυναικών, αμβλώσεις, διαζύγια και άλλα). Η ΓΛΔ, χωρίς να έχει τις πρώτες ύλες και την υποδομή της ΟΔΓ και τη στήριξη των κραταιών καπιταλιστικών κρατών, κατάφερε να είναι μια χώρα με ανεπτυγμένη βιομηχανία, ειδικά σε ό,τι αφορά τις εργαλειομηχανές αλλά και τα ηλεκτρονικά, ένας πλούτος που στη συνέχεια καταληστεύτηκε με την επανένωση.
Ήταν αλήθεια οι πολίτες της αγνώμονες ή αδιάφοροι και δεν εκτίμησαν όλα αυτά; Κάθε άλλο. Η δυσαρέσκεια, ενώ τροφοδοτούνταν και από την έντονη προπαγάνδα για «καταναλωτικό παράδεισο» στην ΟΔΓ, πατούσε σε υπαρκτές ελλείψεις στον τομέα των καταναλωτικών αγαθών, ενώ φούντωνε με την περιστολή της δημοκρατίας, την ακραία αστυνόμευση και το κράτος πανεπόπτη με τη μυστική αστυνομία και τους πληροφοριοδότες του. Η εξουσία, φοβούμενη τη δυσαρέσκεια, απαντούσε με αυταρχισμό (μεταξύ άλλων και με το τείχος), ο οποίος με τη σειρά του τροφοδοτούσε τη δυσαρέσκεια. Σε καθεστώς απουσίας δημοκρατικής κοινωνικής συμμετοχής και ελέγχου, οι κοινωνικές κατακτήσεις έχαναν τη θελκτικότητά τους, καθώς οι κάτοικοι της ΛΔΓ λιγότερο ένιωθαν συμμέτοχοι και κυρίαρχοι μιας πορείας και περισσότερο παθητικοί «ωφελούμενοι» που θεωρούσαν τις κατακτήσεις δεδομένες. Με άλλα λόγια: πλήρης πολιτική παθητικοποίηση, που αποτελούσε και ευεπίφορο έδαφος για τη δυτική προπαγάνδα.
Τα νέα τείχη και η κατάρρευση των αυταπατών
Στην ετήσια αναφορά για το 2018 της κρατικής υπηρεσίας που παρακολουθεί την εξέλιξη της ενοποίησης της Γερμανίας, καταγράφεται ότι σε ποσοστό 57% οι πολίτες των κρατιδίων στην ανατολική Γερμανία, θεωρούν πως αποτελούν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Σε έρευνα του Ινστιτούτου Allensbach στο ερώτημα περί ταυτότητας οι πολίτες απαντούν σε ποσοστό 44% ότι νιώθουν Γερμανοί, ενώ σε ποσοστό 47% απλά Ανατολικογερμανοί. Στο ερώτημα αν η δημοκρατία όπως τη ζουν στη Γερμανία σήμερα είναι η καλύτερη μορφή διακυβέρνησης, μόλις το 31% απαντά θετικά, ενώ πριν 2 χρόνια το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 53%.
Το τείχος, με τούβλα, συρματοπλέγματα, συνοριοφύλακες και προβολείς, δεν υπάρχει πια. Ωστόσο, νέα πιο απροσπέλαστα τείχη ορθώνονται διαρκώς. Σε άλλη έρευνα, μόνο το 38% των πολιτών θεωρεί επιτυχία την ενοποίηση, ενώ σε όσους είναι κάτω των 40, το ποσοστό είναι 20%. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι 40 χρόνια μετά, περίπου δύο εκατομμύρια πολίτες, κυρίως νέοι, έφυγαν από τα σπίτια τους, αναζητώντας καλύτερη μοίρα.
Κοινωνικοί επιστήμονες περιγράφουν πως πολλοί πολίτες της πρώην ΓΛΔ ζουν μια κατάσταση διπλού σοκ, καθώς η διάψευση των ελπίδων τους από αυτό που παρουσιάστηκε ως σοσιαλισμός, συνοδεύτηκε πολύ σύντομα από ακόμη μεγαλύτερη διάψευση από τον καπιταλισμό. Σε χρόνο ρεκόρ, εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη δουλειά τους, έμειναν άνεργοι ή υποχρεώθηκαν να δουλέψουν σε εργασίες κατώτερες των προσόντων τους, ενώ κοινωνικές υπηρεσίες που θεωρούνταν δεδομένες όπως η στέγαση, η διατροφή, το σχολείο, το νοσοκομείο ή η συγκοινωνία, είτε κατέρρεαν είτε παρέχονταν επί πληρωμή. Ενώ στα κρατίδια της ανατολικής Γερμανίας ζει το 15% του πληθυσμού, οι καλύτερες θέσεις απασχόλησης σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα καταλαμβάνονται από ανατολικογερμανούς σε ποσοστό περίπου 1,5%.
Η ακροδεξιά AFD, ενώ σε πανεθνικό επίπεδο είναι κοντά στο 12%, στις ανατολικές περιοχές είναι δεύτερη πολιτική δύναμη, με περίπου 23%, ακολουθούμενη από τη μεταλλαγμένη Αριστερά (20%). Ο βαθύς τραυματισμός των αριστερών ιδεών από την καρικατούρα σοσιαλισμού φαίνεται και από τη ρητορική των στελεχών της afd, ότι «αναπολούμε την τάξη και την ασφάλεια που υπήρχε στα χρόνια της ΓΛΔ». Και σίγουρα νιώσαμε όλοι πολιτική αμηχανία, όταν διαβάσαμε πριν λίγα χρόνια για δολοφονικές ρατσιστικές δραστηριότητες κατά προσφύγων και μεταναστών στο Κέμνιτς, δηλαδή στην πάλαι ποτέ κοιτίδα της επαναστατικής κομμουνιστικής δράσης. Ο σύγχρονος καπιταλισμός, τελικά, δεν γκρεμίζει, αλλά ορθώνει κοινωνικά, πολιτισμικά, ταξικά τείχη παντού. Από τη Γερμανία ως το Μεξικό και τους φράχτες της «Ευρώπης Φρούριο».
Αφιέρωμα του Πριν στα 30 χρόνια από την πτώση του τείχους του Βερολίνου
Ο καπιταλισμός μοιάζει ανίκητος όσο στόχος δεν είναι η ανατροπή του