Πέτρος Παπακωνσταντίνου
Εμείς μιλήσαμε εξαρχής για την ανάγκη μιας εκ βάθρων κομμουνιστικής επανίδρυσης
Η ρήξη του 1989 με βρήκε φαντάρο. Είχα καταταχτεί το καλοκαίρι του προηγούμενου χρόνου, αμέσως μετά το 4ο συνέδριο της ΚΝΕ, που είχε ανοίξει βαθύ ρήγμα με την τότε πολιτική του ΚΚΕ. Σχηματικά: Ενιαίο Μέτωπο Πάλης απέναντι στον Συνασπισμό της Αριστεράς. Αν και η σχεδόν ανοιχτή, παρατεταμένη πολιτική διαφωνία αναπόφευκτα αποκτούσε και ιδεολογικά χαρακτηριστικά, εκείνη τη στιγμή δεν διανοούμαστε, τουλάχιστον η μεγάλη πλειονότητα της από εδώ πλευράς, ένα άλλο κόμμα. Θέλαμε να αλλάξουμε την πολιτική και τη λειτουργία του κόμματος, όχι να το διασπάσουμε. Πιστεύω ότι και η ηγεσία του ΚΚΕ υπό τον Χαρίλαο Φλωράκη δεν ήθελε μετωπική ρήξη. Επιδίωκε να μας πειθαρχήσει, όχι να μας διώξει.
Στον χρόνο που ακολούθησε, όμως, οι εσωτερικές και διεθνείς εξελίξεις ήταν καταιγιστικές. Η γραμμή του Συνασπισμού της Αριστεράς οδήγησε στην κυβέρνηση Τζαννετάκη. Ο ευρωκομμουνιστής Μπερλίνγκουερ είχε διακηρύξει στην εποχή του τον ιστορικό συμβιβασμό, αλλά η υπερορθόδοξη ηγεσία του ΚΚΕ ήταν εκείνη που τον υλοποίησε. Εκτιμούσε τότε ότι το ΠΑΣΟΚ των σκανδάλων και της ροζ βίλας έπνεε τα λοίσθια και ότι ο ενιαίος Συνασπισμός Φλωράκη-Κύρκου θα μπορούσε να το εκτοπίσει, αναδεικνυόμενος στον βασικό πυλώνα του προοδευτικού χώρου. Το αποτέλεσμα δεν ήταν ένα τακτικό λάθος, ήταν ντροπή. Την ίδια στιγμή, αδυνατούσαν ή δεν τολμούσαν να δουν ότι η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ήταν αναπότρεπτη, έστω κι αν η μεν ανανεωτική πτέρυγα επέμενε στις φαντασιώσεις της για την περεστρόικα του Γκορμπατσόφ, η δε φλωρακική χαιρέτιζε την επέλαση των κινεζικών τανκς στην Τιενανμέν.
Με αυτά τα δεδομένα, το πολιτικό ρήγμα ανάμεσα στην πλειοψηφία της ΚΝΕ και την ηγεσία του ΚΚΕ είχε μετατραπεί σε ιδεολογική και συναισθηματική άβυσσο. Παρότι δεν σχεδιάστηκε από κανέναν, η διάσπαση ήταν αναπότρεπτη κι η αφορμή δεν είχε παρά τριτεύουσα σημασία. Η απόφαση δεν ήταν καθόλου εύκολη, αντίθετα ήταν πολύ επώδυνη για όλους όσοι στηρίξαμε τον Γιώργο Γράψα στην ανταρσία του Σεπτέμβρη και τους συντρόφους της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ που λίγο αργότερα θα συγκροτούσαν το ΝΑΡ. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν τρέφαμε αυταπάτες. Γνωρίζαμε ότι μια εξ αριστερών διάσπαση του ΚΚΕ σε μια στιγμή που ο πλανήτης όλος πήγαινε δεξιά δεν θα εύρισκε ευρεία λαϊκή απήχηση κι ότι πολλοί από τους συντρόφους μας που βιάζονταν από καιρό να αποχωρήσουμε από το κόμμα, θα έκαναν μια «ηρωική» έξοδο προς την ιδιώτευση.
Ωστόσο δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Αν μη τι άλλο, η ρήξη του 1989 ύψωσε πάνω από τα χαλάσματα της κατάρρευσης και του καιροσκοπισμού μια σημαία για ένα καινούργιο ιστορικό εγχείρημα. Σε αντίθεση με προηγούμενες εξ αριστερών διασπάσεις, του τροτσκιστικού ή του μαοϊκού χώρου, που κήρυτταν την επιστροφή σε ένα ιδεατό παλιό, καλό ΚΚ –είτε το ΚΚ πριν από το 1927, είτε το ΚΚ πριν από το 1956– εμείς μιλήσαμε από την πρώτη στιγμή για την ανάγκη μιας εκ βάθρων κομμουνιστικής επανίδρυσης. Είναι αλήθεια ότι αυτά που πετύχαμε να ήταν πολύ λιγότερα από αυτά που διακηρύσσαμε, κυρίως για τρεις λόγους: την ανεπαρκέστατη ιδεολογική προετοιμασία μας, την περιορισμένη απήχησή μας στην εργατική βάση και την υποτίμηση της ανάγκης για μια ισχυρή, συνεκτική οργάνωση, πράγμα που έκανε πολλούς αγωνιστές, που αναζητούσαν όχι μια φοιτητική λέσχη, αλλά ένα καινούργιο χαράκωμα, να διστάζουν να μας εμπιστευτούν. Σε κάθε περίπτωση, η ρήξη του 1989 ήταν το πρώτο, έστω αδέξιο βήμα, σε έναν μακρύ και αβέβαιο δρόμο. Αλλά υπάρχουν, άραγε, βασιλικοί λεωφόροι προς την επανάσταση;