Μπάμπης Συριόπουλος
Εντυπωσιακή γενική επιστράτευση των συστημικών γραφίδων προκάλεσε η υπερψήφιση του προκλητικού αντικομμουνιστικού ψηφίσματος του ευρωκοινοβουλίου από δύο μόνο έλληνες ευρωβουλευτές. Η προσπάθεια να απαλλαγεί ο αστικός κόσμος από τις «παλιές αμαρτίες» της Ιστορίας του και να δυσφημιστεί η διαδρομή του κομμουνισμού δεν αφορά το παρελθόν αλλά το παρόν και το μέλλον του κομμουνιστικού κινήματος.
Οποιοδήποτε όμως δικαίωμα και ελευθερία κατακτήθηκε, οποιοδήποτε κίνημα απείλησε την αστική κυριαρχία έγινε εξαιτίας της ύπαρξης της κομμουνιστικής προοπτικής. Χωρίς μεγάλους σκοπούς μικραίνουν οι άνθρωποι.
Στις 19 Σεπτέμβρη εγκρίθηκε τελικά το περίφημο ψήφισμα για τα 80χρονα από την έναρξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου με μεγάλη πλειοψηφία (535 ψήφοι υπέρ, 66 κατά και 52 λευκά). Σύμφωνα με το ψήφισμα «ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος […] ξεκίνησε ως άμεσο αποτέλεσμα της διαβόητης Συνθήκης μη επιθέσεως της 23ης Αυγούστου 1939 μεταξύ Ναζί και Σοβιετικών, γνωστής επίσης ως Σύμφωνο Μολότωφ-Ρίμπεντροπ και των μυστικών πρωτοκόλλων της, βάσει των οποίων δύο ολοκληρωτικά καθεστώτα που είχαν ως κοινό σκοπό να κατακτήσουν τον κόσμο διαίρεσαν την Ευρώπη σε δύο σφαίρες επιρροής». Επίσης «λαμβάνεται υπόψη ότι σε ορισμένα κράτη μέλη, οι κομμουνιστικές και ναζιστικές ιδεολογίες απαγορεύονται δια νόμου», ενώ υπενθυμίζεται «ότι διάφορες ευρωπαϊκές χώρες έχουν απαγορεύσει τη χρήση ναζιστικών και των κομμουνιστικών συμβόλων». Το ευρωκοινοβούλιο επιχαίρει για την προσχώρηση των χωρών της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης «στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ» και ως εκ τούτου «στην ευρωπαϊκή οικογένεια των ελεύθερων δημοκρατικών χωρών». Είναι ξεκάθαρο ότι μ’ αυτό το ψήφισμα η ΕΕ ανοίγει το δρόμο σε περαιτέρω αυταρχικά μέτρα και διώξεις ενάντια σε ό,τι θυμίζει κομμουνισμό.
Εκτός όμως από την πανευρωπαϊκή σημασία μιας τέτοιας απόφασης, μεγάλη αγανάκτηση έχει προκαλέσει σε δημοσιογραφικούς και όχι μόνο θεματοφύλακες του ευρωμονόδρομου και της ελεύθερης αγοράς το γεγονός ότι υπέρ ψήφισαν μόνο δύο έλληνες ευρωβουλευτές, η Άννα Μισέλ Ασημακοπούλου (ΝΔ) και ο Εμμανουήλ Φράγκος της Ελληνικής Λύσης. Ο Απόστολος Δοξιάδης, υποτίθεται οπαδός του ορθολογισμού και της ανεκτικότητας, αφού είπε «μπράβο» στους δύο ευρωβουλευτές, έριξε το ανάθεμα «στους δειλούς απόντες, τους ασπόνδυλους του λευκού, και όσους καταψήφισαν το ψήφισμα». Ο Στέλιος Κυμπουρόπουλος, ευρωβουλευτής της ΝΔ που ψήφισε λευκό, απάντησε θαρραλέα στο καθόλου ευγενικό υπονοούμενο του Δοξιάδη (η κινητική πάθηση του ευρωβουλευτή εστιάζεται στη σπονδυλική στήλη) θυμίζοντας το ρόλο της Σοβιετικής Ένωσης και των εκατομμυρίων πολιτών της «που έδωσαν τη ζωή τους για τη νίκη κατά του φασισμού και τη συντριβή του ναζισμού στην Ευρώπη».
Ο Γιάννης Πρετεντέρης στα Νέα, αγανακτισμένος με την ελληνική παραφωνία, αναρωτιέται «γιατί το αυτονόητο και το αποδεκτό καθίσταται στη χώρα μας ακατανόητο κι απαράδεκτο». Σύμφωνα με τον Πρετεντέρη «η Ελλάδα είναι μάλλον η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που εξακολουθεί να τσακώνεται με την ιστορία» κουβαλώντας «μια βαριά σκιά ή μια παλιά αμαρτία» που δεν μπορεί να ξεφορτωθεί. Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος στην Καθημερινή αναρωτιέται με τη σειρά του γιατί η Μαρία Σπυράκη, ευρωβουλευτής της ΝΔ, καταψήφισε το ψήφισμα δικαιολογώντας μάλιστα τη στάση της με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ από τον Κ. Καραμανλή το 1974. Δεν είναι δυνατόν η ΝΔ του 2019 να συμπεριφέρεται όπως η ΝΔ του 1974 γράφει, δείχνοντας το μίσος του για τη μεταπολίτευση. Οικτίρει τους «νικητές του εμφυλίου» για τις ενοχές τους «τις οποίες αποδέχθηκε η Δεξιά». Ρωτάει: «Γιατί επιμένω; Φταίνε οι αντικομμουνιστικές μου εμμονές, όπως σχολίασε αναγνώστης; Τα φαντάσματα ευτυχώς έχουν πάψει να με τρομάζουν». Παρότι δεν τον τρομάζουν τα φαντάσματα επικεντρώνει στον τρόπο που διδάσκονται ο Β΄ Παγκόσμιος κι ο Εμφύλιος στα σχολεία θεωρώντας πολύ σημαντικό «τον τρόπο με τον οποίο η Ευρώπη, κατά συνέπεια και η Ελλάδα, αντιμετωπίζει την Ιστορία της, άρα και το παρόν της».
Αυτή η ανησυχία του Τάκη Θεοδωρόπουλου για την πρόσληψη της Ιστορίας του 20ού αιώνα, κάτι που διαπνέει και το ίδιο το ψήφισμα του ευρωκοινοβούλιου είναι στον πυρήνα των προβληματισμών της σημερινής επελαύνουσας αστικής τάξης. Η απαλλαγή από τις «σκιές», τις «αμαρτίες» και τις «ενοχές» του παρελθόντος είναι προϋπόθεση για τη νίκη της στο πεδίο της υλικής πραγματικότητας. «Σημαδεύουνε το μέλλον πετυχαίνουν το παρόν» τραγουδούσαν οι Συνήθεις Ύποπτοι. Σημαδεύοντας την ιστορία πετυχαίνουν το παρόν και το μέλλον των εργαζόμενων και της λαών της Ευρώπης. Το τέλος των ιδεοληψιών και των εμμονών όπως λένε, η τεχνοκρατική διαχείριση και το «αυτονόητο» έχουν ανάγκη από πανίσχυρα ιδεολογικά θεμέλια, τον αποκλεισμό της δυνατότητας μιας κοινωνίας χωρίς ατομική ιδιοκτησία κι εκμετάλλευση. Ο κομμουνισμός σήμερα στην Ευρώπη δεν αποτελεί μια ορατή απειλή, ένα μαζικό κίνημα, ωστόσο το σύνολο των αστικών δυνάμεων της ΕΕ πολεμάει με λύσσα τη σκιά του. Ξεχνούν μπροστά σ’ αυτή τη σκιά όλες τις διαφορές τους, τις διαμάχες μεταξύ των οπαδών της παγκοσμιοποίησης από τη μία και του εθνικισμού από την άλλη, των σοσιαλιστών και φιλελεύθερων από τη μία και των ακροδεξιών από την άλλη, των οπαδών της πολιτικής ορθότητας από τη μία και των δηλωμένων οπαδών των φυλετικών και έμφυλων διακρίσεων από την άλλη, αυτών που πνίγουν και φυλακίζουν τους πρόσφυγες «ανθρωπιστικά» και «αντιρατσιστικά» από τη μία και αυτών που κάνουν το ίδιο και καμαρώνουν από την άλλη.
Η ευρωπαϊκή αριστερά στις κυρίαρχες εκδοχές της στοιχίζεται πίσω από την πρώτη (καμιά φορά και πίσω από τη δεύτερη) εκδοχή της αστικής πολιτικής, έχοντας μόνο μία τακτική προσαρμοσμένη στο ρεαλιστικό και στο εφικτό της καπιταλιστικής πραγματικότητας, αποκηρύσσοντας τον «τελικό σκοπό» ως στενό, παρωχημένο και ανεπίκαιρο. Οποιοδήποτε όμως δικαίωμα και ελευθερία κατακτήθηκε, οποιοδήποτε κίνημα απείλησε την αστική κυριαρχία έγινε, ακριβώς εξαιτίας της ύπαρξης της κομμουνιστικής προοπτικής, εφιάλτη για τους πάνω κι ελπίδα για τους κάτω. Χωρίς μεγάλους σκοπούς μικραίνουν οι άνθρωποι.
Η επαναθεμελίωση του κομμουνισμού της εποχής μας, το να πάρει σάρκα, οστά και αίμα η «σκιά» του, είναι αναγκαία όχι μόνο για το μέλλον αλλά και για το παρόν. Η κριτική του παρελθόντος του κομμουνιστικού κινήματος και των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού», μαζί και του Συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότωφ είναι δική μας δουλειά κι όχι αυτών που έθρεψαν και ανέχτηκαν το φασισμό τότε και τώρα.