Aνάλυση: Γιώργος Μουρμούρης
Την Τετάρτη 6 Νοεμβρίου, με την απολογία του αρχηγού της Χρυσής Αυγής Νίκου Μιχαλολιάκου για
την κατηγορία διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης, κορυφώνεται η ακροαματική διαδικασία στη δίκη
του νεοναζιστικού μορφώματος. Στις 20 Απριλίου 2015, ημέρα έναρξης της δίκης, η ΧΑ όντας και εντός
βουλή φάνταζε παντοδύναμη. Πλέον, λίγο πριν την τελική ετυμηγορία, βρίσκεται σε πλήρη αποσύνθεση.
Η ώρα απολογίας του «φύρερ» Μιχαλολιάκου
Στην τελική ευθεία προς την απολογία του «φύρερ» Μιχαλολιάκου και την εισαγγελική πρόταση εισέρχεται η μεγάλη και ιστορική δίκη της Χρυσής Αυγής. Τεσσερισήμισι χρόνια μετά την έναρξή της, στις 20 Απριλίου 2015, η δίκη της νεοναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης φτάνει σιγά-σιγά στο τέλος της, σε ένα τοπίο εντελώς διαφορετικό από αυτό στο οποίο ξεκίνησε: Η Χρυσή Αυγή βρίσκεται σε αποσύνθεση, μετά και την έξοδό της από το κοινοβούλιο. κορυφαία στελέχη της αποχωρούν και δεν διστάζουν να «αλληλοκαρφώνονται», ακόμα και ενώπιον του δικαστηρίου. η ηγετική της ομάδα αδυνατεί να στηρίξει μία αληθοφανή υπερασπιστική γραμμή, με τους απολογούμενους πρώην βουλευτές και «πρωτοπαλίκαρά» της να ακολουθούν την τακτική «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Στο μεταξύ, τα περισσότερα γραφεία της οργάνωσης έχουν ήδη κλείσει, ενώ η παρουσία της στους δρόμους είναι πια σαφώς μικρότερη — έως μηδαμινή.
Χωρίς, με οποιονδήποτε τρόπο, να προδικάζεται είτε η εισαγγελική πρόταση είτε πολύ περισσότερο η απόφαση του δικαστηρίου, το μόνο σίγουρο είναι ότι κατά την πολύμηνη ακροαματική διαδικασία αναδείχθηκαν –κάτω από την αδιάκοπη και έντονη πίεση του κινήματος και το σφυροκόπημα της Πολιτικής Αγωγής– σε όλη τους την έκταση οι φρικιαστικές λεπτομέρειες της δομής και της δράσης της νεοναζιστικής οργάνωσης, ενώ η ίδια η δίκη μετατράπηκε σε ένα ιδιότυπο πεδίο αντιφασιστικής πάλης. Υπό αυτό το πρίσμα, θα προσπαθήσουμε να θυμίσουμε κάποιους από τους σταθμούς της «μάχης» αυτής, αξιοποιώντας για τον σκοπό αυτό και το πλούσιο υλικό που έχει συλλέξει στον ιστότοπό της η πολιτική αγωγή στη δίκη της Χρυσής Αυγής.
Από την ακροαματική διαδικασία έγινε σαφές ότι στο «βασίλειο της Δανιμαρκίας»
όχι απλώς υπήρχε κάτι σάπιο, αλλά ότι η σήψη χανόταν βαθιά στις ρίζες του συστήματος
Δυόμισι χρόνια μετά τις συλλήψεις και τη δικαστική δίωξη των ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής, κάτω από την «καυτή ανάσα» του αντιφασιστικού κινήματος που πυροδότησε η δολοφονία του Παύλου Φύσσα, σε δίκη οδηγήθηκαν 69 κατηγορούμενοι, εκ των οποίων οι 18 είναι οι εκλεγμένοι τον Ιούνιο του 2012 βουλευτές της νεοναζιστικής οργάνωσης που κατηγορούνται για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης. Μαζί με αυτό το αδίκημα συνεκδικάζονται τα κακουργήματα της ανθρωποκτονίας του Παύλου Φύσσα, της απόπειρας ανθρωποκτονίας του Αμπουζίντ Εμπάρακ (πρόκειται για την υπόθεση των Αιγύπτιων ψαράδων) καθώς και για την απόπειρα ανθρωποκτονίας στελεχών του ΚΚΕ και μελών του ΠΑΜΕ στο Πέραμα.
Με βάση το βούλευμα του συμβουλίου εφετών, ο Νίκος Μιχαλολιάκος αναγνωρίζεται ως «ιδρυτής, αρχηγός και απόλυτα κυρίαρχος» στο νεοναζιστικό μόρφωμα, ενώ ως «ηγετικό στέλεχος παρά τω Αρχηγώ» περιγράφεται ο Ηλίας Κασιδιάρης. Αναλυτικά περιγράφεται ο ρόλος και το πλαίσιο δράσης και των υπολοίπων στελεχών της οργάνωσης.
Η δίκη ξεκίνησε με τη διερεύνηση της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα. Στο πόρισμα των ανακριτριών για την άρση ασυλίας των βουλευτών της Χρυσής Αυγής, στις 19 Φλεβάρη του 2014, περιγράφεται αναλυτικά ο οργανωμένος χαρακτήρας της επίθεσης που δέχτηκε η παρέα του αντιφασίστα μουσικού, η οποία ολοκληρώθηκε με τη δολοφονία του από τον Γιώργο Ρουπακιά. Τα γεγονότα, με τα μαζικά μηνύματα, τη συγκρότηση τάγματος εφόδου και το «ok» από τη διοικητική ιεραρχία της Χρυσής Αυγής είναι πια ευρέως γνωστά, όπως και η παρουσία αστυνομικών της ομάδας ΔΙΑΣ στο σημείο της δολοφονίας. Ωστόσο, κάποια από τα στοιχεία που προέκυψαν κατά τις καταθέσεις των στελεχών της ΕΛΑΣ είναι ενδεικτικά του κλίματος ανοχής, αν όχι συνεργασίας, που επικρατούσε μεταξύ της αστυνομίας και της νεοναζιστικής οργάνωσης, καθώς και του «ακαταδίωκτου» που έχαιραν οι φασίστες. Δεν είναι μόνο το «εγώ δικός σας είμαι, Χρυσή Αυγή», που σύμφωνα με την κατάθεση του πληρώματος του περιπολικού που τον συνέλαβε είπε ο Ρουπακιάς στους αστυνομικούς αλλά και η παρακολούθηση χωρίς επέμβαση του ξυλοδαρμού της παρέας του Φύσσα από την ομάδα ΔΙΑΣ, η άνεση που ένοιωθαν οι επιτιθέμενοι να δρουν δίπλα στους αστυνομικούς, η απροθυμία των τελευταίων να πραγματοποιήσουν συλλήψεις. Είναι, ακόμα, ο γύρος του οικοδομικού τετραγώνου που φέρεται να πραγματοποίησαν οι μηχανές της ΔΙΑΣ τα κρίσιμα λεπτά που κορυφωνόταν η επίθεση, ο οποίος, σύμφωνα με την έρευνα του Forensic Architecture, δεν αναφέρθηκε στο Κέντρο. Είναι, τέλος, το γεγονός ότι ο Ρουπακιάς πέρασε ανάμεσα από δύο αστυνομικούς για να καταφέρει το θανατηφόρο πλήγμα στον αντιφασίστα μουσικό.
Αντίστοιχα, η επίθεση στους Αιγύπτιους αλιεργάτες και, κυρίως, στους συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ προσφέρει πολλά στοιχεία για τη σύνδεση της νεοναζιστικής οργάνωσης με το μικρό και κυρίως το μεγάλο κεφάλαιο, που όχι απλώς «καλόβλεπε» αλλά και ενθάρρυνε τη δράση των νεοναζί, ιδίως στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά και της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης του Περάματος.
Εξάλλου και οι δύο επιθέσεις είχαν προαναγγελθεί από τον υποψήφιο, τότε, βουλευτή στη Β΄ Πειραιά, Γιάννη Λαγό, ο οποίος πριν την επίθεση στους Αιγύπτιους αλιεργάτες έλεγε ότι στο εξής «θα δίνουν λογαριασμό στη Χρυσή Αυγή» ενώ πριν την επίθεση στο ΠΑΜΕ τόνιζε ότι «οι λακέδες του ΠΑΜΕ και του ΚΚΕ θα εξαφανιστούν από δω πέρα μέσα».
Ο συνήγορος-μέλος της πολιτικής αγωγής στη δίκη, Κώστας Σκαρμέας, σε κείμενό του στο jailgoldendawn.com αναφορικά με την επίθεση στα μέλη του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ έγραφε μεταξύ άλλων ότι, μετά τη δολοφονική επίθεση στους συνδικαλιστές και λίγες ώρες πριν τη δολοφονία Φύσσα, γνωστός εργοδηγός των εργολάβων της Ζώνης έλεγε σε συγκέντρωση «μερικών δεκάδων φασιστοειδών στα γραφεία της Χρυσής Αυγής στο Πέραμα» ότι «έχουμε το δικαίωμα, λοιπόν, κι εμείς να κάνουμε ένα σωματείο και με αυτό το σωματείο, βάσει νόμου, που θα αποτελείται από αρκετά μέλη, θα διαφοροποιήσουμε τα μεροκάματά μας […]. Τα μεροκάματα που παίρναμε πριν δύο, τρία ή τέσσερα χρόνια ήταν πάρα πολύ μεγάλα και υψηλά, σε σχέση με την κρίση. Θα μπορούσαμε να χαμηλώσουμε τα μεροκάματά μας, να εγγυηθούμε στους Έλληνες εφοπλιστές ότι αν φέρουν τα βαπόρια τους εδώ θα σταματήσουμε τις απεργίες που γίνονταν όλα αυτά τα χρόνια για διάφορους λόγους».
Ενώπιον του δικαστηρίου, ο πρόεδρος του Συνδικάτου Μετάλλου Πειραιά Σωτήρης Πουλικόγιαννης που βρέθηκε στο επίκεντρο της δολοφονικής επίθεσης των χρυσαυγιτών, μίλησε επανειλημμένα για τις διασυνδέσεις εργολάβων της Ζώνης με τη Χρυσή Αυγή. «Ξεκίνησαν το 2008 βιομηχανία μηνύσεων, το 2012 μπήκε στο παιχνίδι η Χρυσή Αυγή», ανέφερε μεταξύ άλλων στην κατάθεσή του. «Με παίρνει κάποιος τηλέφωνο, ήμουν παρών σε μια συνάντηση, μου λέει, πέταξε τα κινητά σου, κινδυνεύεις, κι έλα να σου πω. Με όρκισε να μην πω το όνομά του, δεν θα το πω ούτε τώρα. Σε ένα μαγαζί στη Συγγρού βρέθηκαν οι πέντε αυτοί που σας είπα, με Μιχαλολιάκο, Κασιδιάρη, Λαγό, και συμφώνησαν την –με κάθε τρόπο– εξαφάνισή μας. Μάλιστα, μου είπαν ότι έπεσαν στο τραπέζι, 300-400.000 ευρώ. Ενημέρωσα αμέσως τους δικούς μου».
Όσον αφορά τη διασύνδεση της Χρυσής Αυγής με το βαθύ κράτος, δεν υπάρχει πιο ατράνταχτη απόδειξη από το ότι για να γίνουν οι συλλήψεις των ηγετικών στελεχών της οργάνωσης και να αρχίσει να «ξηλώνεται το πουλόβερ» της εγκληματικής συμμορίας χρειάστηκε πρώτα να «ξηλωθούν» μια σειρά στελέχη του κρατικού μηχανισμού, τουλάχιστον όσον αφορά την αστυνομία και την ΕΥΠ. Οι επικεφαλής της ΕΚΑΜ, ο προϊστάμενος του κλάδου ασφάλειας του αρχηγείου της ΕΛΑΣ, ο διοικητής της υποδιεύθυνσης δίωξης οργανωμένου εγκλήματος, προϊστάμενος του τμήματος όπλων της κρατικής ασφάλειας, ο διοικητής της ομάδας ΔΕΛΤΑ και ο επικεφαλής διμοιρίας της ΥΑΤ στο Κερατσίνι αποτελούν κάποια μόνο από τα στελέχη της ΕΛΑΣ που «ξηλώθηκαν» προκειμένου να κινηθεί η διαδικασία συλλήψεων των χρυσαυγιτών. Για συνεργασία με τη Χρυσή Αυγή κατηγορήθηκαν εξάλλου ο τότε διοικητής του τμήματος ασφαλείας του ΑΤ Αγίου Παντελεήμονα, από όπου ξεκίνησε η ανάπτυξη της ναζιστικής οργάνωσης στην πρωτεύουσα, αλλά και ο τότε διοικητής του αστυνομικού τμήματος Νίκαιας. Τον Νοέμβριο του 2013, ο δικηγόρος-μέλος της πολιτικής αγωγής, Θανάσης Καμπαγιάννης, καταμέτρησε συνολικά 29 περιπτώσεις αστυνομικών «που ελέγχονται ή πρέπει να ελεγχθούν για συμμετοχή (με πράξεις ή παραλείψεις) στη δράση της Χρυσής Αυγής».
Πλευρές αυτών των διασυνδέσεων αναδείχτηκαν στο πλαίσιο της δίκης. Άλλες πάλι ξεχάστηκαν στο πέρασμα του χρόνου. Ωστόσο από το σύνολο της διαδικασίας που κινήθηκε μετά την αντιφασιστική «έκρηξη» που ακολούθησε την δολοφονία του Παύλου Φύσσα είναι σαφές ότι στο «βασίλειο της Δανιμαρκίας» όχι απλώς υπήρχε κάτι σάπιο, αλλά η σήψη χανόταν βαθιά στις ρίζες του συστήματος.
Δυνάμωμα του αντιφασιστικού κινήματος
▸ Μαζική συγκέντρωση προγραμματίζεται στο Εφετείο στις 6 Νοέμβρη
Η λεπτή κόκκινη γραμμή που συνέχει όλες τις εξελίξεις, από τη δολοφονία Φύσσα μέχρι και σήμερα, είναι το αντιφασιστικό κίνημα το οποίο κατάφερε να καθορίσει τις εξελίξεις, να επιβάλει την απομόνωση της Χρυσής Αυγής συντείνοντας στην έξοδό της από το κοινοβούλιο, αλλά και στον αποκλεισμό της από το δημόσιο λόγο και, κυρίως, από την παρουσία της στους δρόμους. Με τη δίκη να φτάνει στο τέλος της, το σκέλος της αντιφασιστικής πάλης που αφορά τη δικαστική δίωξη της νεοναζιστικής οργάνωσης αναβαθμίζεται εκ των πραγμάτων σε προτεραιότητα για το αντιφασιστικό κίνημα. Η απολογία του «φύρερ» Μιχαλολιάκου πρέπει να διεξαχθεί με την παρουσία του αντιφασιστικού κινήματος έξω και μέσα στο εφετείο, ακυρώνοντας μεταξύ άλλων όποια απόπειρα διοργάνωσης συγκέντρωσης υποστήριξης του αρχηγού από τη «ξεδοντιασμένη» Χρυσή Αυγή.Από εκεί και πέρα, ο αγώνας ενάντια στον φασισμό και τις όψεις κοινωνικού εκφασισμού ούτε αρχίζει ούτε σταματά στις δικαστικές αίθουσες. Όμως στο βαθμό που, πέραν των άλλων, η πάλη ενάντια στη Χρυσή Αυγή πολιτικοποίησε μια ολόκληρη γενιά, η καταδίκη της θα αποτελέσει μια λαμπρή νίκη, παράδειγμα και θετικό προηγούμενο τόσο για την Ελλάδα όσο και διεθνώς.
«Συναγωνιστικά» μαχαιρώματα θρασύδειλων νεοναζί
Ο όγκος των αδιάσειστων στοιχείων που έχουν παρουσιαστεί στο δικαστήριο για τον εγκληματικό χαρακτήρα της Χρυσής Αυγής βαραίνει καθοριστικά στις πλάτες των απολογούμενων «πρωτοπαλίκαρων» και ηγετικών στελεχών της, οδηγώντας σε τρανταχτές αντιφάσεις που δεν κρύβονται από τα κωμικοτραγικά σοφίσματα που εφευρίσκουν. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο ζήτημα της διαγραφής των Πατέλη, Καζαντζόγλου και των υπολοίπων στελεχών της τοπικής Νίκαιας που εμπλέκονται στη δολοφονία Φύσσα, από κορυφαία στελέχη και πρώην βουλευτές υπάρχουν τέσσερις διαφορετικές εκδοχές:
Ο Μίχος ανέφερε ότι ζήτησε διαγραφή που όμως δεν υλοποιήθηκε από την ηγεσία. Ο Παναγιώταρος κατέθεσε ότι οι εμπλεκόμενοι «παύθηκαν» από το κόμμα και η τοπική οργάνωση έκλεισε. Ο Κασιδιάρης είπε ότι διαγραφές δεν μπορούσαν να γίνουν γιατί οι εμπλεκόμενοι «δεν ήταν μέλη», ενώ ο Παππάς υποστήριξε ότι δεν γνωρίζει αν διαγράφηκαν οι υπεύθυνοι, γνωρίζει όμως ότι αποφασίστηκε το κλείσιμο των γραφείων της Νίκαιας.
Όσο για τον εθνικοσοσιαλιστικό χαρακτήρα της ιδεολογίας της Χρυσής Αυγής και τα ναζιστικά «πιστεύω» των κορυφαίων στελεχών της, τα ντοκουμέντα βαραίνουν σε τέτοιο βαθμό ώστε η -θρυμματισμένη πια- υπερασπιστική γραμμή να μετατοπίζεται από την άρνησή τους στην αποδοχή με ταυτόχρονη επίκληση των… «ατομικών δικαιωμάτων»! Ενδεικτικό του κλίματος που επικρατεί είναι το επεισόδιο που σημειώθηκε μεταξύ του συνηγόρου του Μίχου και του Μιχαλολιάκου, οι οποίοι αντάλλαξαν «βαριές» κουβέντες εντός της δικαστικής αίθουσας με αποτέλεσμα να διακοπεί για λίγο η διαδικασία.