Ανάλυση: Κώστας Σκορδούλης
Γέννημα του ενεργοβόρου καπιταλισμού
Ο 21ος αιώνας βρήκε τον πλανήτη Γη μπροστά σε ένα αδιέξοδο, όπου το περιβάλλον και η καπιταλιστική ανάπτυξη συνδέονται με μια διαδικασία αλληλοεξαρτώμενης και αλληλοτροφοδοτούμενης κρίσης. Καθώς το ενδιαφέρον για την κλιματική αλλαγή και την υποβάθμιση του περιβάλλοντος αυξάνεται, είναι αναγκαία
η αντικαπιταλιστική παρέμβαση, κόντρα σε ατελέσφορες διορθωτικές κινήσεις εντός του συστήματος.
Οικολογικά κινήματα στη σκιά της υπερθέρμανσης
Τους τελευταίους μήνες γίναμε μάρτυρες ενός μαζικού νεολαιίστικου κινήματος, που ξεκίνησε από τα λύκεια του Βελγίου, με βασικό σύνθημα «σώστε τον πλανήτη, όχι στην κλιματική αλλαγή». Ήταν η πρώτη φορά που ένα μαζικό κίνημα νεολαίας με ξεκάθαρα οικολογικά αιτήματα πλημμύριζε τους δρόμους της Ευρώπης, μετά τις μαζικές διαδηλώσεις ενάντια στη χρήση της πυρηνικής ενέργειας τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80 που πυροδοτήθηκαν από τα πυρηνικά ατυχήματα του Three Mile Island και του Τσέρνομπιλ.Στην Ελλάδα, οι προγραμματισμένες έρευνες για την εξόρυξη υδρογονανθράκων στη Δυτική Ελλάδα και το Ιόνιο έχουν προκαλέσει μια γενικευμένη αντίδραση, όχι μόνο στην ευρύτερη περιοχή αλλά και σε πανελλαδικό επίπεδο με κινητοποιήσεις –η πιο πρόσφατη στα Γιάννενα με συμμετοχή 2.000 διαδηλωτών– και τη δημιουργία επιτροπών σε πολλές πόλεις.
Η παγκόσμια κινητοποίηση στις 20 Σεπτέμβρη γίνεται σε μια συγκυρία που καίγεται το δάσος του Αμαζονίου από τους μεγαλογαιοκτήμονες και τους μεγαλοκτηνοτρόφους, όπου ο Ιούλιος του 2019 καταγράφηκε ως ο θερμότερος μήνας όλων των εποχών στον πλανήτη και όπου η νέα έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την Αλλαγή του Κλίματος (IPCC) που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 8 Αυγούστου επισημαίνει ότι η κλιματική αλλαγή απειλεί σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό την επισιτιστική επάρκεια του πλανήτη.
Η αντικαπιταλιστική αριστερά δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη, όχι μόνο απέναντι σε ένα νέο κίνημα και στα αιτήματα που αυτό προβάλλει αλλά πολύ περισσότερο απέναντι στην πραγματικότητα της καταστροφής του πλανήτη και των μορφών ζωής που ζουν σε αυτόν. Ήρθε η ώρα η οικολογική προβληματική να γίνει συστατικό στοιχείο του λόγου και του προγράμματος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
Με την πρακτική της αγοραπωλησίας «δικαιωμάτων εκπομπών», το σύστημα στοχεύει να κάνει τη ρύπανση
ένα εμπόρευμα, άρα και μια πηγή κέρδους
Βασικό στοιχείο της κρίσης του καπιταλισμού είναι το γεγονός πως η οικονομική κρίση συνοδεύεται από μια βαθιά οικολογική κρίση. Η οικολογική κρίση αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της καπιταλιστικής κρίσης. Η οικολογική αυτή κρίση, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, έχει άμεση σχέση με τη γενίκευση της χρήσης του πετρελαίου και με την ανάπτυξη της χημικής βιομηχανίας, η οποία τροφοδοτήθηκε από την εντατικοποίηση της γεωργίας. Η κατασπατάληση των φυσικών πόρων του πλανήτη για την παραγωγή ενέργειας, διαταράσσει τους γεωχημικούς κύκλους της φύσης και οδηγεί στην οικολογική κρίση, που η κυριότερη έκφρασή της είναι η «κλιματική αλλαγή». Οι αλλαγές στο κλίμα θα επιδεινώνονται όσο η κρίση του καπιταλισμού θα βαθαίνει και όσο ο υποκειμενικός παράγοντας για την ανατροπή αδυνατεί να συγκροτηθεί δίνοντας λύση.
Ο καπιταλισμός σήμερα είναι εξαιρετικά ενεργοβόρος. Οι δραστηριότητες που έχουν άμεση σχέση με την παραγωγή ενέργειας και τις μεταφορές αποτελούν την βασική αιτία της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Οι δραστηριότητες αυτές ευθύνονται για την έκλυση στην ατμόσφαιρα 7 δισεκατομμυρίων τόνων αερίων ανά έτος (CO2, CH4, N2Ο) τα οποία έχουν καταλυτική επίδραση στο «φαινόμενο του θερμοκηπίου», το οποίο διατηρεί τη θερμοκρασία του πλανήτη σε επίπεδα που επιτρέπουν τη διατήρηση της ζωής, με αποτέλεσμα αυτό να γίνει εντελώς ανεξέλεγκτο, διαταράσσοντας το κλιματικό σύστημα του πλανήτη.
Η Διακυβερνητική Επιτροπή του ΟΗΕ για τις κλιματικές αλλαγές (IPCC) υπολόγισε ότι τον 20ο αιώνα η αύξηση της θερμοκρασίας στο πλανήτη ήταν 0,60C κατά μέσο όρο. Τον 21ο αιώνα και έως το 2095, η IPCC προβλέπει ότι η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη θα κυμανθεί από 1,1 ως 6,40C και ότι η στάθμη της θάλασσας θα ανέβει έως και 80 εκατοστά. Η έκθεση της επιτροπής που συντάχθηκε στη σύνοδο του Παρισιού (2/2/2007) επιβεβαίωσε τις εξής δυσοίωνες προβλέψεις:
● Επέκταση της ερήμου και μείωση της αγροτικής παραγωγής στην Αφρική με μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών λόγω έλλειψης νερού (οικολογικοί πρόσφυγες).
● πλημμύρες και ξηρασίες στη Λατινική Αμερική.
● λειψυδρία στην Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και σε άλλες περιοχές του πλανήτη, όπου θα επηρεαστούν 2,8 δισεκατομμύρια άνθρωποι.
● διάβρωση των ανατολικών ακτών των Ηνωμένων Πολιτειών.
● εκτεταμένες πλημμύρες-καύσωνες και απρόσμενο ψύχος στην Ευρώπη.
● εξάπλωση της ελονοσίας σε Αφρική και Αμερική.
Επιπλέον η επιτροπή κατάθεσε νέα ευρήματα όπως:
● αν η υπερθέρμανση δια-
τηρηθεί, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα λιώσουν τα ανώτερα στρώματα των πάγων της Γροιλανδίας, γεγονός που θα οδηγήσει σε άνοδο της στάθμης της θάλασσας κατά 6-7 μέτρα.
● υπάρχει αύξηση της λεγόμενης «κλιματικής ευαισθησίας», δηλαδή του τρόπου με τον οποίο το κλίμα θα αντιδράσει στον διπλασιασμό της συγκέντρωσης αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα.
Οι διαταραχές στους ρυθμιστικούς μηχανισμούς του περιβάλλοντος θα γίνονται αισθητές καθ’ όλη τη διάρκεια του 21ου αιώνα.
Οι διάφορες διεθνείς συνδιασκέψεις που έγιναν για τον περιορισμό της εκπομπής θερμοκηπικών αερίων απέτυχαν παταγωδώς. Το πρωτόκολλο του Κιότο (1997) δεν προβλέπει καμία συνέπεια για τις πλούσιες χώρες σε περίπτωση που αρνηθούν να εφαρμόσουν τα στοιχειώδη μέτρα για την επίτευξη της μείωσης των εκπομπών θερμοκηπικών αερίων.
Τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε εξέλιξη μια προσπάθεια επιβολής ενός συστήματος «αγοραπωλησίας δικαιωμάτων ρύπανσης» σε παγκόσμια κλίμακα, με αφορμή τον στόχο για μείωση της ποσότητας των θερμοκηπικών αερίων που έβαλε η συνδιάσκεψη του Ρίο (1992). Με τη συνηγορία των Ηνωμένων Πολιτειών αυτός ο μηχανισμός αγοραπωλησίας έγινε αποδεκτός από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρόκειται για μία επικίνδυνη εξέλιξη που πρέπει να σταματήσει. Πρώτον, γιατί ανοίγει το δρόμο για την ενίσχυση της εξάρτησης των υπανάπτυκτων χωρών απ’ το Βορρά. Σ’ ένα μηχανισμό που καθορίζει για κάθε χώρα ένα ανταλλάξιμο ποσοστό ρύπανσης, η εξουσία λήψης αποφάσεων ανήκει σ’ αυτούς που διαθέτουν την οικονομική δύναμη να εμπορεύονται ρυπαίνοντας όταν το θεωρούν συμφέρον. Οι χρεωμένες χώρες του Νότου θα μπορούσαν να πωλήσουν το ποσοστό τους στις βόρειες χώρες, μολονότι οι τελευταίες ρυπαίνουν πολύ περισσότερο. Επιπλέον, το σύστημα στοχεύει να κάνει τη ρύπανση ένα εμπόρευμα, άρα και μια πηγή κέρδους.
Ο 21ος αιώνας βρήκε τον πλανήτη Γη μπροστά σ ένα αδιέξοδο όπου το περιβάλλον και η καπιταλιστική ανάπτυξη συνδέονται με μια διαδικασία αλληλοεξαρτώμενης και αλληλοτροφοδοτούμενης κρίσης. Η αντιμετώπιση αυτού του αδιεξόδου απαιτεί κινητοποίηση όλων των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών παραγόντων που αναγνωρίζουν ότι η στρατηγική περιβαλλοντική δράση που απαιτείται να εφαρμοστεί δεν πρέπει να αρκεστεί μόνο στις προτεραιότητες του Βορρά αλλά να λάβει υπόψη της και τις αντίστοιχες των χωρών του Νότου.
Ο πληθυσμός των αναπτυγμένων χωρών, που αντιστοιχεί στο 25% του πληθυσμού της Γης, χρησιμοποιεί σχεδόν το 80% των φυσικών πόρων που καταναλώνονται ετήσια με όλες τις περιβαλλοντικές συνέπειες που αυτό προκαλεί. Το υπόλοιπο 75% του πληθυσμού της Γης πρέπει να επιβιώσει με τα εναπομείναντα 20% των φυσικών πόρων.
Μια επαναδιαμόρφωση των στόχων της οικονομικής ανάπτυξης και ένας επαναπροσδιορισμός δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όπου θα λαμβάνονται υπόψη εξίσου τα προβλήματα του Βορρά και τα προβλήματα επιβίωσης του Νότου, θεωρείται ότι είναι δίκαιο.
Το πρόβλημα της ρύπανσης όμως δεν είναι θέμα αισθητικής ούτε και ηθικής. Είναι θέμα επιβίωσης. Εκείνος που νομίζει ότι η μάχη ενάντια στη ρύπανση μπορεί να κερδηθεί χωρίς να γίνουν θεμελιακές κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές, έχει μόνο καλές προθέσεις αλλά δεν πρόκειται να καταφέρει πολλά, στο βαθμό που ασχολείται μόνο με τα συμπτώματα και όχι με τις αιτίες.
Ζητούμενο για την εξάλειψη των αιτιών δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από μια πολιτική η οποία θα προκαλέσει τα αναγκαία κοινωνικά ρήγματα για την ουσιαστική ανάδυση μιας οικοσοσιαλιστικής κοινωνίας.
Απάτη ο «πράσινος καπιταλισμός»
▸ Δεν αποτελεί διέξοδο η πράσινη επιχειρηματικότητα σε μικροκλίμακα
Τα τελευταία χρόνια, οι αστικές τάξεις των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών προωθούν το σχήμα για την «πράσινη οικονομία της αγοράς». Αυτή η πολιτική έχει τα εξής χαρακτηριστικά: Πρώτο, η σωτηρία του περιβάλλοντος γίνεται πεδίο κερδοσκοπίας. Δεύτερο, η προστασία της φύσης επιχειρείται να γίνει η ατμομηχανή για «έναν εκσυγχρονισμό της καπιταλιστικής οικονομίας». Τρίτο, γίνεται προσπάθεια να αποκατασταθεί το κύρος της άποψης ότι η αγορά είναι το αποκλειστικό μέσο για μια πολιτική κατά της κλιματικής αλλαγής.
Μέχρι στιγμής, όμως, οι απόπειρες προσανατολισμού του καπιταλισμού σε μια φιλική προς το περιβάλλον λειτουργία έχουν αποτύχει, για τον λόγο ότι η λογική του κέρδους είναι εντελώς ασύμβατη με μια πολιτική σεβασμού της φύσης και των λειτουργιών της. Οι διακηρύξεις για μια «αειφόρο ανάπτυξη» διαψεύδονται από τη λογική του κεφαλαίου: «αειφόρος ανάπτυξη» και νόμος της αξίας αποκλείονται αμοιβαία.
Πέραν από το μύθο της «πράσινης οικονομίας της αγοράς», το σοσιαλιστικό οικολογικό κίνημα έχει να αντιπαρατεθεί θεωρητικά ενάντια σε συγκεκριμένες πολιτικές που εκφράζονται σε μικροκλίμακα και αφορούν την λεγόμενη «πράσινη επιχειρηματικότητα»: καλλιέργεια βιολογικών τροφίμων (χωρίς λιπάσματα και φυτοφάρμακα), παραγωγή ζυμαρικών χωρίς γλουτένη, οικολογικές συσκευασίες- κατάργηση της πλαστικής σακούλας, προγράμματα/εταιρείες ανακύκλωσης, οικολογικός αγροτουρισμός κλπ.
Οι κινήσεις αυτές προσπαθούν να περάσουν την αντίληψη ότι η προστασία του περιβάλλοντος είναι ζήτημα καταναλωτικής κουλτούρας σε ατομικό επίπεδο. Επίσης, αποσιωπούν το ζήτημα ότι και οι «πράσινες επιχειρήσεις» λειτουργούν με τη λογική του κέρδους και βεβαίως κινούνται στη μεγακλίμακα της αγοράς ενός συστήματος του οποίου οι νόμοι και η ηθική είναι διαμετρικά αντίθετα με την οικοκεντρική ηθική και λογική.
Αν και αναγνωρίζουμε το αδιέξοδο τέτοιων κινήσεων, σε επίπεδο ατομικής και συλλογικής κουλτούρας στην καθημερινότητάς μας, υιοθετούμε οικολογικές πρακτικές
Βασικά στοιχεία μιας σύγχρονης κομμουνιστικής προσέγγισης
▸ Δεν αποτελεί διέξοδο η πράσινη επιχειρηματικότητα σε μικροκλίμακα
Ο τρόπος οργάνωσης της καπιταλιστικής παραγωγής κάνει πολύ δύσκολη την απεμπλοκή της παραγωγής ενέργειας από τη χρήση των ορυκτών καυσίμων. Είμαστε ενάντια στις εξορύξεις νέων ορυκτών καυσίμων. Οι εξορύξεις έχουν τεράστιο περιβαλλοντικό κόστος, όπως έχει δείξει η εξόρυξη χρυσού στις Σκουριές.
Απέναντι στη στροφή του καπιταλισμού στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), είτε αυτές είναι φωτοβολταϊκά συστήματα είτε ανεμογεννήτριες, πρέπει να γίνει ξεκάθαρο πως όσο η παραγόμενη ενέργεια ελέγχεται κεντρικά από το κράτος και τις εταιρείες του ιδιωτικού τομέα δεν είναι δυνατόν να πραγματωθεί ο βασικός στόχος του οικολογικού κινήματος για την ενεργειακή αυτονομία των πολιτών και των κοινοτήτων.
Το αίτημα για εργατικό έλεγχο στα συστήματα παραγωγής και διανομής ενέργειας (ΑΠΕ κάτω από εργατικό έλεγχο) είναι κεντρικό. Αλλά και οι διάφορες μορφές ΑΠΕ θα πρέπει να επανεξεταστούν. Η περιβαλλοντική καταστροφή που προκαλείται από την εγκατάσταση «αιολικών πάρκων» είναι τεράστια. Ταυτόχρονα, στην Ελλάδα η υδροηλεκτρική παραγωγή ενέργειας έχει πάρει μαζικές διαστάσεις. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το κτίσιμο τεράστιων φραγμάτων σε ποτάμια και λίμνες που προκαλούν ανεπανόρθωτη οικολογική καταστροφή. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη εξήγγειλε πάλι την «μερική» εκτροπή του Αχελώου. Συμπαραστεκόμαστε στον αγώνα των κατοίκων της Μεσοχώρας, αλλά και όπου αλλού προγραμματίζονται φράγματα (Άραχθος, κλπ).
Τέλος, παρά τις προσπάθειες παρουσίασης της πυρηνικής ενέργειας ως ενέργειας φιλικής προς το περιβάλλον εμμένουμε στο «όχι στην πυρηνική ενέργεια», εφόσον παραμένει άλυτο το πρόβλημα της διάθεσης των πυρηνικών αποβλήτων.
Το πιο σημαντικό όμως ζήτημα, που δεν έχει αναδειχθεί στην Ελλάδα, είναι το ζήτημα της διατροφής, κι αυτό αφορά το νερό και τα «γενετικά τροποποιημένα» τρόφιμα.
Ο