Ο Σταύρος Τσιώλης, που πέθανε στις 23 Ιουλίου στα 82 του χρόνια, δεν ήταν μόνο ένας εξαιρετικά αξιόλογος εκπρόσωπος του νέου ελληνικού κινηματογράφου, δεν ήταν μόνο ένας «δημιουργός» (auteur), όπως χαρακτηρίζονται οι λεγόμενοι ποιοτικοί και με προσωπικό ύφος σκηνοθέτες.
Ήταν ταυτόχρονα και ένας εργάτης του σινεμά αφού ξεκίνησε από τα χαμηλά, εργαζόμενος ως βοηθός σκηνοθέτης στην ελληνική κινηματογραφική βιομηχανία και ύστερα από πολλά χρόνια εξακοντίστηκε στο στερέωμα των «καλτ» σκηνοθετών.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Ο γεννημένος το 1937 στην Τρίπολη Σταύρος Τσιώλης σπούδασε σινεμά στη Σχολή Σταυράκου. Από τη δεκαετία του ’50, ο Τσιώλης εργάστηκε σε πάνω από 50 ταινίες του εμπορικού κινηματογράφου ως βοηθός σκηνοθέτη. Πιο πετυχημένη ταινία της πρώιμης καριέρας του ήταν η «Κατάχρηση εξουσίας» (1970) με πρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο. Ίσως τότε κανείς να μην περίμενε ότι, ύστερα από μια 15χρονη απουσία, ο Σταύρος Τσιώλης θα επανερχόταν δυναμικά, πραγματοποιώντας μια μεγάλη στροφή κι έχοντας υιοθετήσει ένα τελείως διαφορετικό αφηγηματικό ύφος και θα γοήτευε τόσο τους κριτικούς όσο και το πλατύ κοινό, ιδίως τη νεολαία. Το 1985 η ταινία του «Μια τόσο μακρινή απουσία» κερδίζει έξι βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Aκολούθησαν οι ταινίες «Έρωτας στη χουρμαδιά» (1990), «Ο χαμένος θησαυρός του Χουρσίτ Πασά» (1996) κ.ά. Όμως το πιο σημαντικό επίτευγμά του ήταν η «τριλογία των γυναικών», όπως χαρακτηρίστηκε: «Παρακαλώ γυναίκες, μην κλαίτε» (1992), «Ας περιμένουν οι γυναίκες» (1998) και «Γυναίκες που περάσατε από δω» (2017). Στην τελευταία του ταινία, εκτός από γυναίκες, μπροστά απ’ τα μάτια των πρωταγωνιστών περνάει και μια διαδήλωση νέων ανθρώπων με κεντρικό σύνθημα: «Σύνταξη για όλους στα 35 και για τους μπάτσους στα 95» σε μια αναφορική σκηνή –αν και παράταιρη με την υπόλοιπη ταινία- με την οποία ο σκηνοθέτης κλείνει το μάτι σε όλους όσους συνεχίζουν να αγωνίζονται.
Πόσοι δεν επανέλαβαν την ατάκα απ την ταινία του Τσιωλη: Πόσοι εκπέσανε απο έρωτα; Πόσοι δειλιασαν;
Αυτό που εντυπωσιάζει στις ταινίες της δεύτερης περιόδου του Σταύρου Τσιώλη είναι ο συνδυασμός τεχνικής ωριμότητας, διακριτού προσωπικού ύφους και νεανικής ματιάς. Ο Τσιώλης είχε συλλάβει το πνεύμα των καιρών, δημιουργώντας γλυκόπικρες ταινίες, με ένα ιδιότυπο λαϊκό χιούμορ και, αναμφισβήτητα, με ένα πολιτικό υπόβαθρο.
Ο κυρ-Σταύρος δεν αφήνει πίσω του μόνο τις ταινίες και τους όμορφους στίχους του, αλλά και κάποιους από τους πιο εμβληματικούς χαρακτήρες του νέου ελληνικού κινηματογράφου όπως ο Αντώνης, ο Πάνος κι ο Μιχάλης στο Ας Περιμένουν Οι Γυναίκες.
Η απήχηση των ταινιών του Τσιώλη δεν οφείλεται μόνο στην αμεσότητα της ερμηνείας των επαγγελματικών και ερασιτεχνών ηθοποιών του, όπως του Αργύρη Μπακιρτζή. Οφείλεται και στην αμεσότητα και τη ζωντάνια των διαλόγων του. Επομένως, δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα, μια εικοσαετία και βάλε από κάποιες ταινίες του, οι ατάκες των ηρώων του γνωρίζουν μια δεύτερη άνοιξη στο facebook και το youtube καθώς φαίνεται να εκφράζουν την κουλτούρα και της δικής μας εποχής. Κι αυτό δεν είναι λίγο, αφού επιβεβαιώνουν το πόσο σύγχρονος υπήρξε ο Σταύρος Τσιώλης.
Aς τιμήσουμε αυτόν τον σημαντικό σύγχρονο καλλιτέχνη ξεκινώντας όπως έλεγε ο ίδιος να «ζήσουμε ζωή που δεν τη φανταζόμαστε»…
Βίκυ Παπαδοπούλου