Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Με μια σειρά από επιχειρήματα, που στην ουσία αποτελούν ωμή παραχάραξη της πραγματικότητας και υποκρύπτουν εκβιαστικά διλήμματα για τον λαό, η απερχόμενη κυβέρνηση επιχειρεί να δικαιολογήσει την πολιτική της, αλλά και να διασφαλίσει και να υφαρπάξει όσο περισσότερες ψήφους μπορεί.
Από τις δήθεν αυταπάτες και την υποτίμηση των δανειστών μέχρι την καλλιέργεια φόβου για την επάνοδο της «επάρατης Δεξιάς»
«Είχαμε αυταπάτες. Δεν είμαστε αρκετά προετοιμασμένοι». Η μόνη ουσιαστικά αυτοκριτική «παραδοχή» του Τσίπρα. Μ’αυτήν επιχειρεί να αθωωθεί λόγω αφέλειας και άγνοιας. Όταν όμως άγνοια νόμου δεν δικαιολογείται για τον απλό πολίτη, είναι δυνατόν η άγνοια να απενοχοποιεί τον κυβερνήτη της χώρας για θέματα ζωής και θανάτου; Εξάλλου, όταν διαπίστωσε την «αφέλειά» του, λόγω του ανυποχώρητου της ΕΕ, έπρεπε ή να παραιτηθεί ως αποτυχημένος ή να προσφύγει στην ετυμηγορία του λαού. Επέλεξε το δεύτερο, ευελπιστώντας στην επικράτηση του «ναι», για να το χρησιμοποιήσει ως άλλοθι για την παραμονή του στην πολυπόθητη εξουσία. Όταν ο λαός τον διέψευσε, ψηφίζοντας με συντριπτικό συσχετισμό «όχι», αντί να αξιοποιήσει τη νέα συνθήκη για να συγκρουστεί με την ΕΕ, το βάφτισε «ναι», αποδεικνύοντας ότι κινητήρια δύναμη των αποφάσεών του ήταν η εξουσιομανία του και ότι, για να την ικανοποιήσει, δεν θα ορρωδούσε και στον πιο ακραίο συμβιβασμό με τους ιμπεριαλιστές και το κεφάλαιο.
«Συμβιβαστήκαμε, αλλά δεν οικειοποιηθήκαμε το μνημόνιο». Με το επιχείρημα αυτό, υποστηρίζεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ συμβιβάστηκε με τη μνημονιακή διαχείριση, όχι επειδή πίστευε στην αναγκαιότητά της, αλλά λόγω συσχετισμού δύναμης. Γι’ αυτό, όσο επέτρεπε ο συσχετισμός, προκαλούσε ρωγμές στα μνημόνια και υιοθετούσε μέτρα φιλολαϊκά. Στην πραγματικότητα,τα όποια μέτρα ανακούφισης δεν ήταν προϊόν σύγκρουσης με τους δανειστές, αλλά μέτρα προβλεπόμενα από το νεοφιλελεύθερο «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» για τους ακραία φτωχούς. Ειδικά, η συριζαϊκή διαχείριση απένεμε επιδόματα και βοηθήματα φορολογώντας στυγνά, με το παίρνω 10 δίνω 1, τα μεσαία και λαϊκά στρώματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν πρόβαλε αντιστάσεις στα μνημόνια, αλλά υπερέβη και τις προσδοκίες τους. Για παράδειγμα, δεν αρκέστηκε στα πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά προχώρησε σε υπερπλεονάσματα, υπήγαγε όλη τη δημόσια περιουσία για 100 χρόνια στο Υπερταμείο, ιδιωτικοποιεί τις στρατηγικής σημασίας δημόσιες επιχειρήσεις, όπως τα λιμάνια, τα τραίνα, τα αεροδρόμια κά. Εξάλλου, όταν με το δημοψήφισμα διαμορφώθηκε σαφής συσχετισμός υπέρ της ρήξης, ολοκλήρωσε τον συμβιβασμό με το σύστημα.
«Ο λαός έχει πιεστεί αφόρητα απ’τις μνημονιακές πολιτικές.Γι’ αυτό, παρά τις προσπάθειές μας δεν έμεινε αρκετά ικανοποιημένος». Ο ΣΥΡΙΖΑ, σοφιστικά, δεν θεωρεί και δική του ευθύνη τα δύο πρώτα μνημόνια, αν και είχε υποσχεθεί ότι αναλαμβάνοντας τη διακυβέρνηση θα τα καταργούσε. Αντ’ αυτού όμως επέβαλε και τρίτο μνημόνιο. Ισχυρίζεται ακόμη ότι άρχισε να εφαρμόζει την πολιτική του μετά τον Αύγουστο του 2018, όταν έληξε το μνημονιακό πρόγραμμα, αλλά δεν πρόλαβε να την ολοκληρώσει. Εκτός όμως απ’ τα ψιχία που του επέτρεψαν να δώσει, όσο και να κυβερνούσε, δεν θα εφάρμοζε φιλολαϊκή πολιτική, αφού αυτή αντέβαινε στα συμφέροντα δανειστών και κεφαλαίου.
«Το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ έβαλαν την Ελλάδα στα μνημόνια. Ο ΣΥΡΙΖΑ την οδήγησε έξω απ’ αυτά». Ψεύδος με την κυριολεκτική έννοια. Τον Αύγουστο του 2018, έληξε το τρίτο μνημόνιο. Δεν υπήρξε κάποια ρηκτική έξοδος απ’ αυτό, όπως δημαγωγικά αφήνει να εννοηθεί η προπαγάνδα του ΣΥΡΙΖΑ.
Επιπρόσθετα, η ηγεσία του παρασιωπά και αρνείται ότι έχει θεσμοθετήσει ένα τέταρτο «μεταμνημόνιο», του οποίου ουσία είναι η υποθήκευση του ελληνικού πλούτου, που υπερβαίνει κατά πολύ το χρέος προς τους δανειστές. Συγκεκριμένα, υιοθέτησε τα υπερπλεονάσματα. Δημιούργησε ένα μαξιλάρι περίπου 30 δισ. ευρώ για έκτακτες ανάγκες με δάνεια απ’ την ΕΕ, που συνοδεύονται βέβαια από τόκους. Συνομολόγησε πλεονάσματα μέχρι το 2060 με τόκο άνω του 2%. «Ρύθμισε» το χρέος με μετάθεση της αποπληρωμής του κεφαλαίου στο 2032 με επιβολή των αναλογούντων επιτοκίων.
«Φοβού τη Δεξιά». Για να υφαρπάσει ο ΣΥΡΙΖΑ την ψήφο ευρύτερων δημοκρατικών και προοδευτικών στρωμάτων και βεβαίως των αριστερών, όχι με το πρόγραμμα και την πολιτική του, τροφοδοτεί ένα διάχυτο φόβο για την αντιλαϊκή και αυταρχική πολιτική της Δεξιάς. Ωστόσο, χωρίς να αγνοούνται ή να υποβαθμίζονται οι διαφορές ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν πρόκειται για διαφορές ενός αριστερού αντισυστημικού και ενός συστημικού δεξιού κόμματος, αλλά για δευτερεύουσες αντιθέσεις αστικών κομμάτων. Ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ εφαρμόζουν, σε γενικές γραμμές, την ίδια ταξική πολιτική υπέρ του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού. Αυτή η σύγκλιση επιβεβαιώνεται απ’ την «άμιλλα» για το ποιος θα ευνοήσει πιο αποτελεσματικά το κεφάλαιο, με φοροαπαλλαγές, ευνοϊκά δάνεια,ιδιωτικοποιήσεις,μείωση εισφορών, διεύρυνση της ελαστικής και μαύρης εργασίας, εξάλειψη στοιχειωδών ελέγχων στη δημιουργία και λειτουργία επιχειρήσεων. Τέλος, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική του, άνοιξε τον δρόμο στον πιο αυθεντικό εκφραστή της, τη ΝΔ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επαίρεται για την εξωτερική πολιτική που ασκεί. Ισχυρίζεται ότι η χώρα εξελίσσεται σε ηγεμονική δύναμη στα Βαλκάνια, ότι ισχυροποιεί τη θέση της στην Ανατολική Μεσόγειο, αξιοποιώντας την προνομιακή σχέση με την ΕΕ και τους Αμερικανονατοϊκούς. Παραβλέπει ότι μετατρέπεται σε όργανο των επιθετικών και πολεμοκάπηλων σχεδίων των ΗΠΑ, στα οποία αναπόφευκτα εντάσσεται και η Ελλάδα, σπέρνοντας την εθνική επικράτεια με βάσεις στην υπηρεσία των Αμερικανονατοϊκών. Παράλληλα, όχι μόνο διατηρεί αλλά και αναβαθμίζει τη συμμαχία των Σαμαροβενιζέλων με τα αντιδραστικά καθεστώτα Ισραήλ και Αιγύπτου, υπονομεύοντας τις σχέσεις της χώρας με τα αραβικά καθεστώτα, που καταπιέζονται από τα γεράκια του Ισραήλ. Ο ατλαντισμός και ευρωπαϊσμός της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ έχει προσλάβει επικίνδυνες και τυχοδιωκτικές διαστάσεις σε μια χιμαιρική επιδίωξη εξασφάλισης των συμφερόντων της χώρας με προσόν την ταπεινωτική υποταγή στις ιταμές απαιτήσεις της ξενοκρατίας. Στον κεντροαριστερό χώρο υπήρχε έστω ρητορική αντιπαράθεση με τους ξένους πάτρωνες. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως, χωρίς αιδώ, κομπάζει για τα εύγε των Βρυξελλών και τους επαίνους των Αμερικανονατοϊκών για την υποταγή του στα κελεύσματά τους.