Ανάλυση: Γιώργος Μιχαηλίδης
Κομβικός στόχος των Αμερικανών είναι η εκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων στην περιοχή από τις αμερικανικές πολυεθνικές, η ανακοπή της ρωσικής επιρροής, αλλά και ο φραγμός στις μεγάλες φιλοδοξίες της Τουρκίας, που λειτουργεί ανταγωνιστικά και απειλεί τα αμερικανικά συμφέροντα. Βαριά τα ανταλλάγματα που απαιτούν οι ΗΠΑ για να προσφέρουν την «προστασία» τους σε Αθήνα και Λευκωσία.
Ποιοι και γιατί χαίρονται και κάνουν σχέδια;
Την προηγούμενη εβδομάδα, ψηφίστηκε στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας των ΗΠΑ, το νομοσχέδιο «Eastern Mediterranean Security and Energy Partnership Act 2019». Με το νομοσχέδιο αυτό, που εκτός απροόπτου σύντομα θα γίνει και νόμος του αμερικάνικου κράτους, οι ΗΠΑ επιχειρούν να χαράξουν τη στρατηγική τους για το επόμενο έτος και διάστημα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Όσον αφορά το περιεχόμενό του, περιλαμβάνονται όλα τα κρίσιμα ζητήματα του διπόλου ανάπτυξης-ασφάλειας (πάντα αλληλοσυνδεόμενα).
Εξετάζοντάς το, από τα ενεργειακά και τις εξορύξεις έως τη στρατιωτική συνεργασία με τα κράτη της περιοχής και την αμερικάνικη πολιτική απέναντι στα ΜΜΕ, το συγκεκριμένο νομοσχέδιο-οδηγός χαρακτηρίζεται από τους εξής δύο βασικούς στόχους: να δεθούν η Ελλάδα, η Κύπρος και το Ισραήλ ακόμα περισσότερο μεταξύ τους και όλοι μαζί σε ολοκληρωτικό βαθμό με τις ΗΠΑ ώστε να εξισορροπηθεί η γεωπολιτική μετατόπιση της Τουρκίας ή να εκβιαστεί σε μία επιστροφή στους παραδοσιακούς της συμμάχους. Στην κορυφή όλων των προτεραιοτήτων, όμως, βρίσκεται η αναχαίτιση της ρωσικής στρατιωτικής και πολιτική επιρροής, η οποία ιεραρχείται ως ο υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος για τα αμερικάνικα συμφέροντα.
Όλα αυτά δεν προοιωνίζονται τίποτα καλό για την ευρύτερη περιοχή μας. Αυτό που μας αφορά όμως ακόμα πιο άμεσα είναι ότι στις 19 σελίδες της έκθεσης δίνεται στο ελληνικό κράτος μια εξέχουσα θέση στους σχεδιασμούς των ΗΠΑ. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο πανηγύριζαν οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης, το «βαθύ κράτος» και τα καθεστωτικά ΜΜΕ. Η αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό ισχυρίζονται ότι «η μοίρα μας ανοίγεται θαυμασία». Είναι έτσι όμως;
Το καλύτερο σενάριο για τις ΗΠΑ θα ήταν ένας συμβιβασμός Τουρκίας-Ελλάδας-Κύπρου υπό την κηδεμονία τους. Για την ώρα, όμως, αυτό μοιάζει δύσκολο
Οι ΗΠΑ επιλέγουν να πλέξουν το εγκώμιο της Ελλάδας ως ιδιαίτερα σημαντικού εταίρου στην περιοχή μόλις στο δεύτερο άρθρο του νέου νομοσχεδίου για να ακολουθήσουν ανάλογα εγκώμια προς το Ισραήλ και την Κύπρο στα δύο επόμενα. Τα τρία αυτά κράτη προβλέπεται να λειτουργήσουν ως στρατηγικοί εταίροι των ΗΠΑ και μέσα από μια πλειάδα πολιτικές, να προωθήσουν τα αμερικάνικα γεωπολιτικά συμφέροντα στην περιοχή. Στην έκθεση η Ελλάδα χαρακτηρίζεται «πυλώνας-κλειδί» για την ασφάλεια στην ανατολική Μεσόγειο ενώ χαιρετίζεται το γεγονός ότι ξόδεψε το 2% του ΑΕΠ της για εξοπλιστικά προγράμματα με βάση τα νέα προαπαιτούμενα του ΝΑΤΟ.
Περαιτέρω, γίνεται αναφορά στην ανάγκη διατήρησης και ενίσχυσης των ναυτικών υποδομών των ΗΠΑ στη Σούδα καθώς και στην ενίσχυση της συνεργασίας για την αεροπορική παρουσία των ΗΠΑ στο στρατηγείο της Λάρισας και την Κεντρική Ελλάδα. Στο νομοσχέδιο προβλέπεται και η ενίσχυση των επιχειρησιακών δυνατοτήτων του ελληνικού στρατού, αλλά κι η δημιουργία στελεχών τα οποία θα ασπάζονται τις αμερικάνικες προτεραιότητες και ευαισθησίες. Αυτό αναμένεται να γίνει μέσω της εκπαίδευσης προσωπικού του ελληνικού στρατού από τις ΗΠΑ αλλά και την οικονομική ενίσχυση ύψους 2 εκ. δολαρίων της Ελλάδας και της Κύπρου με προφανή στόχο την εμπέδωση της επιρροής/ηγεμονίας των ΗΠΑ και τη δημιουργία εκείνου του προσωπικού που θα την υπερασπιστεί. Άλλα 3 εκ. δολάρια αναμένεται να δοθούν στο ελληνικό κράτος για το έτος 2020 ώστε να ενισχυθεί ο τομέας της στρατιωτικής έρευνας και ανάπτυξης για τον οποίο, όπως αναφέρεται, υπάρχει δέσμευση να καλύπτει το 20% των στρατιωτικών δαπανών. Το στρατιωτικό σκέλος συμπληρώνει το οικονομικό καθώς γίνεται αναφορά στην κρισιμότητα δημιουργίας σταθμών υγροποίησης του φυσικού αερίου στην Ελλάδα καθώς και στην ολοκλήρωση των ελληνο-βουλγαρικών αγωγών που θα βοηθήσουν να αποκοπούν τα Βαλκάνια από την ενεργειακή κηδεμονία της Ρωσίας.
Όσον αφορά στην Κύπρο, το νομοσχέδιο είναι σαφές. Προτεραιότητα των ΗΠΑ είναι η ενίσχυση της στρατιωτικής και πολιτικής συνεργασίας με την Κυπριακή Δημοκρατία, ενώ γίνεται αναφορά στην ανάγκη άσκησης πίεσης προς την ΕΕ ώστε αυτή να ενισχύσει τις επενδύσεις της για τη θωράκιση της συνοριακής και θαλάσσιας ασφάλειας της Κύπρου. Αυτό συνδέεται φυσικά με το γεγονός της σημασίας που έχει η εκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων στην περιοχή, η οποία ιεραρχείται ως κορυφαίο καθήκον, καθώς θεωρείται ότι θα συμβάλλει καταλυτικά στην ενεργειακή ανεξαρτησία των συμμάχων των ΗΠΑ στην Ευρώπη, αποτελώντας εναλλακτική στο ρωσικό αέριο. Γι’ αυτό στο νομοσχέδιο υπογραμμίζεται ότι οι εξορύξεις στην Κύπρο «δεν θα πρέπει να εμποδιστούν από άλλα κυρίαρχα κράτη», κάτι που αποτελεί σαφή υπαινιγμό προς την Τουρκία.
Όμως, το πιο σημαντικό γεγονός έρχεται από την απόφαση της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων να προτείνει άρση του εμπάργκο πώλησης όπλων στην Κύπρο το οποίο ισχύει από το 1987 και, όπως αναφέρει το νομοσχέδιο, είχε στόχο να αποφευχθεί η κλιμάκωση της έντασης στο νησί. Υπό το νέο πρίσμα της πολιτικής των ΗΠΑ θεωρείται ότι εφόσον η Τουρκία κατέχει το βόρειο τμήμα της Κύπρου και έχει εγκαταστήσει εκεί 40.000 στρατιώτες που χρησιμοποιούν όπλα τα οποία οι ΗΠΑ έχουν πουλήσει στην Τουρκία όλα αυτά τα χρόνια και εφόσον κατά το παρελθόν η Κυπριακή Δημοκρατία είχε επιχειρήσει να ισοσταθμίσει αυτό το μειονέκτημα προμηθευόμενη οπλισμό από άλλες χώρες, όπως η Ρωσία, ο καιρός έχει ωριμάσει για να αρθεί το εμπάργκο όπλων και να απελευθερωθεί η πώληση αμυντικού εξοπλισμού, ο οποίος αναμένεται να ενισχύσει την ασφάλεια της και τον στρατηγικό ρόλο της Κύπρου. Δεν είναι τυχαίο, επίσης, ότι η απόφαση άρσης του εμπάργκο συνοδεύεται και από την εκδήλωση πρόθεσης ανάληψης νέων πρωτοβουλιών στο επίπεδο του ΟΗΕ για την επίλυση του Κυπριακού.
Μαζί με τα παραπάνω το νομοσχέδιο προβλέπει και εκπαίδευση στρατιωτικού προσωπικού της Κυπριακής Δημοκρατίας από τις ΗΠΑ για την πάταξη της τρομοκρατίας και του οικονομικού εγκλήματος αλλά και συνέχιση της ανταλλαγής πληροφοριών σε αυτούς τους τομείς μεταξύ των δύο κυβερνήσεων. Είναι σημαντικό ότι παράλληλα, γίνεται λόγος στην ανάγκη ενίσχυσης του τραπεζικού συστήματος της Κύπρου ώστε να παταχθούν φαινόμενα ξεπλύματος μαύρου χρήματος αλλά και η προτροπή στα κράτη της περιοχής να μην επιτρέπουν τον ελλιμενισμό ρωσικών πλοίων που χρησιμοποιούνται για την υποστήριξη του καθεστώτος Άσαντ. Το τελευταίο φωτογραφίζει την Κύπρο, η οποία επιτρέπει τον ελλιμενισμό του ρωσικού πολεμικού στόλου για ανεφοδιασμό και επιδιόρθωση βλαβών και προκάλεσε εκνευρισμό στην κυπριακή ηγεσία, καθώς θεωρήθηκε ωμή παρέμβαση στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας. Αν προστεθεί το γεγονός ότι το νομοσχέδιο αναφέρεται σε πιθανούς μελλοντικούς κινδύνους για τις επενδύσεις εξόρυξης υδρογονανθράκων από την τρομοκρατία, αναφέροντας ρητά μόνο τη λιβανέζικη οργάνωση Χεζμπολάχ, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι η διαφαινόμενη υποστήριξη των ΗΠΑ στα κυπριακά (και ελληνικά) συμφέροντα στην περιοχή έρχεται με συγκεκριμένο τίμημα. Που δεν είναι άλλο από την ολοκληρωτική πρόσδεση της Κύπρου στο αμερικανικό άρμα και τη βαθύτερη εμπλοκή της στους πολεμικούς ανταγωνισμούς στην περιοχή.
Πρέπει να σημειωθεί ότι από την απαρίθμηση των συμμάχων των ΗΠΑ στην ΝΑ Μεσόγειο απουσιάζει εκκωφαντικά η Τουρκία. Γι’ αυτήν, το νομοσχέδιο προβλέπει κυρώσεις και τη μη-παράδοση των F-35 σε περίπτωση που αποκτήσει τους ρωσικούς πυραύλους S-400 (χαρακτηρίζονται «στρατηγική απειλή» για τα συμφέροντα των ΗΠΑ), ενώ υπάρχουν σαφείς υπαινιγμοί ότι η επιτυχία των οικονομικών κυρώσεων θα επιχειρηθεί να διασφαλιστεί και μέσω πίεσης στην ΕΕ ώστε να κλείσουν εναλλακτικές δίοδοι για την τουρκική οικονομία. Επιπλέον, το νομοσχέδιο παίρνει σαφή θέση υπέρ της Ελλάδας στην ελληνο-τουρκική αντιπαράθεση στον εναέριο και θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου, αφού προβλέπεται ότι μέσα σε ενενήντα μέρες από την ενεργοποίησή του, θα δοθεί στη δημοσιότητα αναλυτική παρουσίαση των προσπαθειών τρίτων χωρών (δηλαδή της Τουρκίας) για την παραβίαση του εναέριου χώρου και της κυρίαρχης επικράτειας της Ελλάδας, η οποία θα περιλαμβάνει μια λίστα περιστατικών από την 1/1/2017. Η συγκεκριμένη έκθεση θα χωρίζεται σε δύο τμήματα. Το πρώτο θα αφορά τις τουρκικές παραβιάσεις όσον αφορά την ελληνική ΑΟΖ και την παρεμπόδιση των ερευνών για υδρογονάνθρακες και το δεύτερο τις τουρκικές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου.
Γίνεται αντιληπτό, έτσι, ότι αν και κατά την πρόσφατη συνάντηση Ερντογάν-Τραμπ στο περιθώριο της συνόδου των G20, ο τελευταίος άφησε ένα παράθυρο συμβιβασμού, προβαίνοντας σε μερική αυτοκριτική για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ της περιόδου Ομπάμα, τα δεδομένα προς το παρόν δείχνουν το αντίθετο. Η Ελλάδα και η Κύπρος λειτουργούν ως μοχλοί πίεσης προς την Τουρκία και μαζί με το Ισραήλ και ενδεχομένως και την Αίγυπτο ως αντίβαρο σε πιθανή συνέχιση της υφιστάμενης τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Αν και το καλύτερο σενάριο για τις ΗΠΑ θα ήταν ένας συμβιβασμός των συμφερόντων Τουρκίας-Ελλάδας-Κύπρου υπό αμερικανική κηδεμονία, κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι είναι εφικτό, γεγονός που γεννάει νέους κινδύνους κλιμάκωσης της έντασης στην περιοχή μας.
Κλιμακώνεται η πολεμική απειλή
Στην περιοχή τέμνονται πολλά και ανταγωνιστικά συμφέροντα
Ανεξάρτητα με το ποια θα είναι η τελική έκβαση της διαπραγμάτευσης και των εκβιασμών των ΗΠΑ προς την Τουρκία, το μόνο βέβαιο είναι ότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο περιγράφει εύγλωττα την είσοδο της περιοχής μας σε μια νέα περίοδο η οποία ελλοχεύει κινδύνους για τους λαούς της περιοχής. Ο πρώτος κίνδυνος αφορά την κλιμάκωση της σύγκρουσης ΗΠΑ-Ρωσίας. Θέτοντας σε λειτουργία μία σειρά μέτρα, από την προώθηση των εξορύξεων και της δημιουργίας του αγωγού μέσω Αδριατικής, μέχρι την ουσιαστική απαγόρευση αγοράς ρωσικών οπλικών συστημάτων (αλλά και την απενεργοποίηση των υφιστάμενων και αντικατάστασή τους με ΝΑΤΟϊκά) και την αναλυτική έκθεση που προβλέπεται να συνταχθεί περί της επιρροής της Ρωσίας στα ΜΜΕ και τα κόμματα της περιοχής, οι ΗΠΑ προωθούν την ολοκληρωτική περιθωριοποίηση της Μόσχας στην περιοχή των Βαλκανίων και της ΝΑ Μεσογείου. Θα μείνει αυτή η προσπάθεια αναπάντητη;
Όμως και συνολικότερα, η επιλογή εξόρυξης υδρογονανθράκων σε μια περιοχή όπου τέμνονται τα συμφέροντα χωρών όπως Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ (και Παλαιστίνη), Τουρκία, Λίβανος, Συρία κι Αίγυπτος, λειτουργεί σαν υποθήκη για άμεσες ή μελλοντικές πολεμικές συγκρούσεις. Άλλωστε, οι ενδιαφερόμενοι είναι πολλοί παραπάνω και πολύ σημαντικότεροι από τα κράτη της περιοχής. ΗΠΑ, ΕΕ, Ρωσία, Ιράν και πιθανόν οι χώρες του Κόλπου ενδιαφέρονται με τον δικό τους τρόπο για την πορεία των εξορύξεων και φυσικά των στρατιωτικών συμμαχιών στην περιοχή.
Ας μην ξεχνάμε τέλος ότι η μοιρασιά των οικοπέδων σε μια πλειάδα πολυεθνικών εταιρειών (Mobil, Total, Eni, ΕΛΠΕ κ.α.) που φέρνουν μαζί τους το ενδιαφέρον συγκεκριμένων κρατών δεν αποτελεί παράγοντα σταθερότητας, όπως παρουσιάζεται. Η ιστορία της Λιβύης και άλλων ιστορικών περιπτώσεων δείχνει ότι η εμπλοκή πολλαπλών παραγόντων μάλλον οδηγεί μαθηματικά σε μια έκρηξη αντιθέσεων σε κάποια απροσδιόριστη στιγμή.
Ανάγκη και καθήκον η ανατροπή των σχεδίων
Η προσπάθεια που γίνεται ώστε να παρουσιαστεί η ψήφιση του συγκεκριμένου νομοσχεδίου ως μεγάλη εθνική επιτυχία και δικαίωση της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ή της διαχρονικής ελληνικής προσπάθειας αποτελεί ένα ακόμη ψέμα που πρέπει να απαντηθεί. Οι εξελίξεις αυτές δεν προοιωνίζονται ένα καλύτερο, αλλά ένα ζοφερότερο μέλλον για τον ελληνικό λαό. Η όξυνση των ενδο-ιμπεριαλιστικών-καπιταλιστικών αντιπαραθέσεων των υπερδυνάμεων στην περιοχή μας παρασέρνει και τα κράτη τα οποία στοιχίζονται πίσω από το μπλοκ που θεωρούν ότι εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντά τους. Συνεπώς, η υπόσχεση ότι από τις συγκεκριμένες εξελίξεις ο ελληνικός λαός θα τσιμπήσει κάτι απ’ το τραπέζι καθώς η ισχυροποίηση της θέσης της Ελλάδας μαζί με τα κέρδη από τις εξορύξεις αναμένεται να εκτινάξουν το ΑΕΠ και να φέρουν ανάπτυξη έρχεται μαζί με το κόστος είτε της συμμετοχής σε πιθανούς μελλοντικούς πολέμους (“αντι-τρομοκρατικούς” ή διακρατικούς), είτε μίας σιδερόφρακτης ειρήνης.
Ανεξάρτητα από το ποια θα είναι τα ποσοστά της μοιρασιάς για τους υδρογονάνθρακες το δικό μας κόστος είναι ότι θα ζήσουμε τα επόμενα χρόνια με 100% δικό μας ρίσκο (ανθρώπινο και οικολογικό) ενός πολέμου με επίκεντρο τη γειτονιά μας ή μια ειρήνη την οποία θα εγγυάται ένα κράτος-αστακός που θα ελαχιστοποιεί το περιθώριο κάποιου πολιτικού «σφάλματος» το οποίο ενδέχεται να ρίξει τόσες επενδύσεις και σχεδιασμούς έξω. Κανείς δεν πρέπει να έχει την αυταπάτη ότι η αλλαγή γεωπολιτικής ισορροπίας στην περιοχή θα επιτευχθεί και τα πετρέλαια στην ΝΑ Μεσόγειο θα αντληθούν εν μέσω άνθησης της δημοκρατίας και των ελευθεριών. Γι’ αυτό απαιτείται αποφασιστική και συνολική αντιπαράθεση με τους εν λόγω σχεδιασμούς και το νέο όραμα της ελληνικής αστικής τάξης.