Μαριάννα Τζιαντζή
Όπως είχε συμβεί με το λεγόμενο «βρόμικο ’89», έτσι και τώρα η «πρώτη φορά Αριστερά» συνέβαλε καθοριστικά στην απενοχοποίηση της Δεξιάς, στην αποτίναξη της ιστορικής αρνητικής κληρονομιάς της.
«Ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά!» Κάποτε το σύνθημα αυτό δονούσε δρόμους και πλατείες, πόλεις και χωριά, σε τέτοιο βαθμό που κάποιοι μιλούσαν για το «αντιδεξιό σύνδρομο», ένα κατάλοιπο του παρελθόντος από το οποίο έπρεπε επιτέλους να απαλλαγούμε και να αντιληφθούμε τις νέες πραγματικότητες.
Τώρα η Δεξιά δεν ξανάρχεται με το πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ήταν πάντα εδώ, σε ισχυρές ή πιο ήπιες δόσεις. Και δεν την ξεχνάμε αφού κάθε μέρα τη βλέπουμε στον καθρέφτη καθώς το πρόσωπό μας πήρε και παίρνει τα χαρακτηριστικά της. Το πρόσωπο του τέρατος, που έλεγε ο Χατζιδάκις, δεν μας φοβίζει πια. Ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται.
Ζήσαμε τις πιο άνοστες και υποτονικές εκλογές από την εποχή της μεταπολίτευσης. Το μεσογειακό πάθος, οι μεγάλες συγκεντρώσεις, η μάχη της αφίσας, τα θορυβώδη περίπτερα, όλα απουσιάζουν. Πόσο μακρινό μοιάζει εκείνο το ποίημα της Κατερίνας Γώγου (ένα από τα ωραιότερά της) που συμβουλεύει τη μάνα της τι να ψηφίσει:
«σ’ αρέσουν οι εκλογές κοσμάκης λόγος χαβαλές/ σου φαίνεται σπουδαίο που ψηφίζεις, ανταριάζεσαι και ρωτάς/ Τι θα κάνουμε φέτο». Ούτε κοσμάκης, ούτε μπαλκόνια, ούτε χαβαλές. Μόνο χειμωνιάτικο κρύο, παγωμάρα, κι ας μας περικυκλώνουν οι καύσωνες. Και τα εκλογικά ζάρια είναι πειραγμένα, αφού και οι πλειοψηφίες που θα προκύψουν έχουν υποσχεθεί ότι θα τιμήσουν την υπογραφή τους, θα τιμήσουν όλα εκείνα τα επονείδιστα «ναι» που εδώ και τόσα χρόνια ψηφίζουν στη Βουλή.
Τη Δεξιά αποδέχτηκε ο λαός αλλά με όχημα την απελπισία και όχι την ελπίδα.
Πάμε λοιπόν στις εκλογές με σκυφτό κεφάλι και σκυφτά μυαλά. Όχι πως μας έχουν περάσει βαρύ ζυγό στον τράχηλο. Το σκυφτό κεφάλι είναι στραμμένο προς την οθόνη του κινητού μας ή της ταμπλέτας μας. Αυτή μας ενημερώνει, μας ψυχαγωγεί, μας κάνει να χαμογελάμε, να οργιζόμαστε. Ο κόσμος των social media μάς αγνοεί, μας απορρίπτει ή μας επιβραβεύει. Εκεί οι φίλοι και οι εχθροί. Αυτό που κάποτε λέγαμε «ιδεολογική πλύση εγκεφάλου» δεν έρχεται μόνο από τα έξω: εμείς πάμε κοντά της. Αφού οι περισσότεροι από εμάς νιώθουμε ότι ο πραγματικός κόσμος μάς απογοητεύει, μας προσπερνά, μας φτύνει, ας καταφύγουμε σ’ έναν κόσμο που δεν μας ρωτάει «πόσα βγάζεις;» «πόσα έχεις;» «πού διασκέδαζες χθες βράδυ;» «πού θα πας διακοπές;» ή ακόμα και «έχεις δουλειά;»
Έρχεται, λοιπόν, η Δεξιά που ποτέ δεν έφυγε, αλλά μεταλλάχτηκε. Το «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια» γίνεται «Μακεδονία, Αστυνομία, Μανατζεροκρατία». Μάνατζερ δανεισμένοι από τον ιδιωτικό τομέα θα κρίνουν ποιοι θα βουλιάξουν και ποιοι θα σωθούν: στο σχολείο, τα πανεπιστήμια, τα δημόσια νοσοκομεία, τη δημόσια διοίκηση. Η ζούγκλα της αγοράς παντού.
Όπως είχε συμβεί με το λεγόμενο «βρόμικο ’89», έτσι και τώρα η «πρώτη φορά Αριστερά» συνέβαλε καθοριστικά στην απενοχοποίηση της Δεξιάς, στην αποτίναξη της ιστορικής αρνητικής κληρονομιάς της. Με τις αγκαλιές Τσίπρα και Καμμένου, με την πολιτική των ανοιχτών θυρών προς τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ, το Ισραήλ και την Αίγυπτο του αιμοσταγούς δικτάτορα Σίσι, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ απέδειξε ότι το μονοπώλιο της εθνικής υποτέλειας δεν το κατέχει μόνο η παραδοσιακή Δεξιά.
Το να λέμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ φέρνει τη Δεξιά είναι μια σωστή, αλλά ταυτόχρονα εύκολη και χαιρέκακη ερμηνεία. Είναι αυτονόητο ότι δεν υπάρχει διάθεση να επιρρίψουμε ευθύνες στον λαό που τάχα «δεν καταλαβαίνει», που δεν «μας» καταλαβαίνει. Τη Δεξιά τη φέρνει ο λαός αλλά με όχημα την απελπισία και όχι την ελπίδα. Τη φέρνουν και οι αδυναμίες της άλλης, της εκτός των τειχών Αριστεράς και του εργατικού κινήματος. Πάντως, δεν έχουμε κανένα λόγο να χαιρόμαστε για τον ερχομό της.
Πριν από πολλά πολλά χρόνια, πριν και από την Παρισινή Κομμούνα, ο Ιούλιος Βερν, στην Πλωτή πολιτεία μιλά για τη «μαγνητική έλξη» που ασκούν στον θεατή οι καταρράχτες του Νιαγάρα: «Νόμιζες πως ο γκρεμός αυτός αληθινά μας τραβούσε και μας γοήτευε. Όπως, ως λεν, γοητεύεται το πουλί από το μάτι του φιδιού και γκρεμίζεται τέλος στο ανοιχτό του στόμα». Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο λαός έλκεται από το γουρλωτό μάτι του Κυριάκου που τόσο διψασμένο μοιάζει για εξουσία. Όμως είναι έτοιμος να γκρεμιστεί στο ανοιχτό του στόμα.
«Τι θα κάνουμε φέτο», λοιπόν; Τι θα κάνουμε αύριο;