Γιώτα Ιωαννίδου
Η δημοκρατία της κάλπης έγινε στην εποχή μας ένα καταναλωτικό προϊόν «φιλικό για τοn χρήστη» γιατί πλαισιώνεται από ένα περιβάλλον όπου βαθαίνει η τυραννία της αγοράς. Το «Δεν υπάρχει άλλος δρόμος» μετατρέπεται με το στανιό σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Έγιναν εκλογές. Γίνονται εκλογές. Θα γίνουν εκλογές.
Όλοι ανακαλύπτουν ξανά την αξία της δημοκρατίας της κάλπης, που επισκιάζει όλες τις άλλες, τις μη υπάρχουσες ή χωλαίνουσες. Η δημοκρατία κυρίως με τη μορφή «άψυχης φόρμας εκλογής πολιτικού προσωπικού» δεδομένης πολιτικής, παρελαύνει από τις τηλεοπτικές οθόνες. Για να καλύψει την τυραννία της ανασφάλειας, της ανεργίας, της φτώχειας, της εργοδοτικής αυθαιρεσίας, της δικαστικής υπέρ κεφαλαίου τυφλότητας, της πολιτιστικής λοβοτομής και της ανάσας του πλανήτη που σώνεται.
Σε ένα κόσμο συνολικής εξαθλίωσης δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατία, παρά εκλογικό αλισβερίσι επιβίωσης. Συνειδητό ή ασυνείδητο. Η δημοκρατία της «ένδειας» και της «ανάγκης», αναιρεί τον εαυτό της.
Πρόκειται για μια κάλπηκη δημοκρατία που ελαχίστως σέβεται τον εαυτό της, ενώ αυτό-εξυμνείται με παγιωμένα δίπολα του τύπου «ή εγώ ή το χάος». Το «Δεν υπάρχει άλλος δρόμος», κληρονομιά της Θάτσερ, κάνει να φαίνεται αναπότρεπτη η αντεργατική πολιτική και η κερδοσκοπία πάνω στις ζωές των ανθρώπων. Μετατρέπεται ακατάσχετα και με το στανιό σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία, καταδικάζοντας τους ανθρώπους σε εξαθλίωση και ανελευθερία.
Καμιά δημοκρατία δεν εξυπηρετεί η ενότητα των ανθρώπων με τις αστικές επιλογές της εξουσίας και των εθνικών και υπερεθνικών οργανισμών τους. Αυτή την «ενότητα όλων των Ελλήνων» επικαλείται ο Μητσοτάκης για να πάρει το πρωθυπουργικό χρίσμα. Αυτή την «εθνική ενότητα» υπερασπίστηκε ο Τσίπρας όταν μετέτρεπε το λαϊκό «Όχι» του δημοψηφίσματος σε κυβερνητικό «Ναι», τον Ιούλιο του 2015. Η σταθερή επιδίωξη των κυρίαρχων για κοινωνική συνοχή, αφορά την κοινωνική συνενοχή και ενοχή. Την αποδιάρθρωση του πλαισίου μέσα στο οποίο θα μπορούσε δυνητικά η δημοκρατία να λειτουργήσει. Στις συνθήκες δηλαδή μιας κοινωνίας ως δρώσας συλλογικότητας, με ευθύνη των ανθρώπων για την αλλαγή των πραγμάτων και της τύχης τους. Όχι ως άθροισμα ξεχωριστών, ατομικών, «πολλών», που τώρα «ήρθε η ώρα τους». Πάντα αυτό το «τώρα», σα να μην υπάρχει χθες, που να μπορεί να κριθεί και αύριο για να σχηματιστεί. Μια «δημοκρατία» που πάντα έχει κάποιους πάνω από όλους, τους «αρίστους» ή τους «γενναίους», που τη χειρίζονται ως αντικείμενο κρατικής φιλανθρωπίας και ενός επιφανειακού δικαιωματισμού στην επιβίωση. Και πάντα αυτοί «αναλαμβάνουν τις ευθύνες» τους. Όχι για τις πληγές που χαράζουν στο κοινωνικό σώμα των εργαζόμενων και στα όνειρα των νέων με την πολιτική τους ή τις ανεπάρκειες τους. Αλλά για τα εκλογικά ποσοστά. Που όταν είναι ψηλά εξιδανικεύονται κι όταν είναι χαμηλά δείχνουν αχαριστία απέναντι στη γενναιότητα τους να ζητήσουν την εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος.
Σε ένα κόσμο εξαθλίωσης δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατία παρά μόνο εκλογικό αλισβερίσι επιβίωσης
Και τότε ανασύρονται θραύσματα ιστορικής μνήμης, προς επίρρωση της αίσθησης μιας απολεσθείσας λαϊκής κυριαρχίας μέσω του εκλογικού μηνύματος των επόμενων εκλογών. Όμως είναι κολοβή η δημοκρατία όταν όλο το υπόλοιπο διάστημα η νεολαία εκπαιδεύεται να ξεχνά το παρελθόν, να υπομένει το παρόν και να εκχωρεί το μέλλον. Η επανένωση της μνήμης, της πολιτικής, της ιστορίας και της εξέγερσης, είναι δημοκρατία όταν τείνει να ανατρέπει την εκμετάλλευση και τους οικονομικούς και άλλους καταναγκασμούς και να οπλίζει τους ανθρώπους να διεκδικούν ξανά και ξανά τους όρους της ζωής τους.
Η δημοκρατία της κάλπης έγινε στην εποχή μας ένα καταναλωτικό προϊόν «φιλικό για το χρήστη» γιατί πλαισιώνεται από ένα περιβάλλον όπου βαθαίνει η τυραννία της αγοράς. Η γενίκευση του εκλογικού δικαιώματος, για τη διεκδίκηση του οποίου χύθηκε αίμα, ακρωτηριάστηκε με τους κανόνες αποκλεισμού. Επειδή ασκείται στα πλαίσια μιας δημοκρατίας που από πολεμική ιαχή των «στερημένων και χειμαζόμενων μαζών» για ελευθερία, έγινε αντικείμενο μάρκετινγκ. Ο ολοκληρωτισμός του κεφαλαίου δεν θα μπορούσε να επιτρέψει κάτι διαφορετικό. Η Αριστερά που δεν τολμά να αμφισβητήσει το πλαίσιό του, δεν μπορεί να απαντήσει στην αντιδραστική επέλαση των νέων ταγμάτων εφόδου. Οφείλει να σηκωθεί στις μύτες των ποδιών της και να αντικρύσει τον ορίζοντα. Όχι πάνω από την εκλογική κάλπη ή μετά ή πριν από κάθε εκλογική αναμέτρηση μόνο. Γιατί τότε θα έχει χάσει ήδη ένα βασικό εργαλείο της ανατρεπτικότητάς της. Να μην κοιτά ότι της δείχνουν αλλά να ανακαλύπτει την πραγματικότητα πίσω από τα επιφαινόμενα. Στη διάρκεια όλου του χρόνου. Στις πραγματικές σχέσεις και αντιπαραθέσεις. Χωρίς να φοβάται τις βέβηλες φράσεις, αλλά και όντας αιρετική η ίδια…