Αντώνης Δραγανίγος
Τα αδιέξοδα των προτάσεων εκλογικής συνεργασίας με την ΛΑΕ
Με την απόφαση του Πανελλαδικού Συντονιστικού Οργάνου (ΠΣΟ) της 15ης Ιουνίου η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπήκε στην τελική ευθεία της μάχης των εκλογών της 7ης Ιουλίου. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ παρεμβαίνει στην μάχη εκτιμώντας ότι σήμερα απαιτείται «περισσότερο από ποτέ συνολική εναντίωση στην πολιτική του κεφαλαίου και της ΕΕ, τον ρατσισμό και τον φασισμό, τον ιμπεριαλισμό, τον εθνικισμό και τον πόλεμο. Παρεμβαίνει με στόχο να εκφράσει την αντίθεση στην προσπάθεια ‘’σταθεροποίησης’’ του συστήματος, στη συνέχιση και κλιμάκωση της ευρωμνημονιακής επίθεσης. Προβάλλει την ανάγκη για μια μαχητική κοινωνική πολιτική αντιπολίτευση, για μια ανατρεπτική αριστερά, για την ευρύτερη δυνατή συσπείρωση δυνάμεων και αγωνιστών και την ενίσχυση της αντικαπιταλιστικής αντιιμπεριαλιστικής αντιΕΕ αριστεράς.»
Με βάση τα παραπάνω, εν όψει των εκλογών, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ απηύθυνε πρόταση συνεργασίας «προς τις δυνάμεις και αγωνιστές που δώσαμε μαζί τη μάχη των ευρωεκλογών, των δημοτικών περιφερειακών εκλογών, προς κάθε δύναμη και αγωνιστή της αντικαπιταλιστικής αντιδιαχειριστικής και αντιΕΕ αριστεράς που βρεθήκαμε μαζί στους λαϊκούς και εργατικούς αγώνες και θέλει να συμβάλει στην ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής», λογική που αποτυπώθηκε στην πλατιά εκδήλωση-συζήτηση της 10ης Ιουνίου στην Αθήνα.
Έτσι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ επιζητούσε σε αυτή την εκλογική μάχη ένα επόμενο αναγκαίο και ώριμο βήμα στην συσπείρωση δυνάμεων και αγωνιστών που επιτεύχθηκε στην προηγούμενη τριπλή εκλογική αναμέτρηση, ώστε να ενισχύονται σταθερά οι δυνάμεις που προσβλέπουν στο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και μέτωπο. Στην ίδια κατεύθυνση είχε κινηθεί και η απόφαση της Κεντρικής Συντονιστικής Επιτροπής στις 31/5.
Σε διαφορετικό μήκος από τις αποφάσεις αυτές κινήθηκαν ορισμένες δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Με πρότασή του προς τα όργανα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ το ΣΕΚ υποστήριξε την ανάγκη απεύθυνσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις «δυνάμεις της μαχόμενης αριστεράς για συνεργασία και μπροστά στις εκλογές της 7 Ιούλη», πάνω στην βάση ενός γενικόλογου προγράμματος πολύ πίσω από το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ενώ η Μετάβαση διατύπωσε μια «πρόταση εκλογικής συνεργασίας προς το ΚΚΕ, την ΛΑΕ, τον Συντονισμό Διαλόγου και Δράσης Κομμουνιστικών Δυνάμεων, την ΔΕΑ, την ΑΡΑΣ, τη Συνάντηση για μια Αντικαπιταλιστική και Διεθνιστική Αριστερά, το Κόκκινο Νήμα, το ΕΕΚ, το ΚΚΕ (μ-λ), το Ξεκίνημα, ανένταχτους αγωνιστές κ.α». Τις ίδιες μέρες η ΛΑΕ απεύθυνε πρόσκληση για συνάντηση με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, «με στόχο να διερευνηθούν οι δυνατότητες και οι προϋποθέσεις για μια κοινή πολιτική και εκλογική παρέμβαση μέσα στο δύσκολο τοπίο που διαμορφώνεται».
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι μεθοδεύσεις ορισμένων δυνάμεων ώστε να εμφανιστούν «αποφάσεις» οργάνων με μειωμένη σύνθεση και αντιπροσωπευτικότητα (με στήριξη μόνο από ΣΕΚ, ΑΡΙΣ, Μετάβαση) με βάση τις οποίες η ΑΝΤΑΡΣΥΑ «παίρνει πρωτοβουλίες για συναντήσεις με όλες τις δυνάμεις της μαχόμενης Αριστεράς», δηλαδή την ηγεσία της ΛΑΕ, «χωρίς αποκλεισμούς για να διερευνηθούν οι δυνατότητες συνεργασίας στις κρίσιμες κινηματικές, πολιτικές και εκλογικές μάχες που ανοίγονται μπροστά μας και.. ανταποκρίνεται σε αντίστοιχες προσκλήσεις» και ακόμα περισσότερο η πραγματοποίηση μιας τέτοιας συνάντησης με την ηγεσία της ΛΑΕ, εν κρυπτώ και χωρίς καμιά ενημέρωση των οργάνων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τραυματίζουν σοβαρά το μέτωπο.
Μια πρόταση εκλογικής συνεργασίας προς την ΛΑΕ, ιδιαίτερα, μέσα στα σημερινά ασφυκτικά χρονικά περιθώρια οδηγεί στην εσπευσμένη και χωρίς αρχές αναζήτηση κοινής πολιτικής με μια δύναμη με την οποία είχαμε σοβαρές διαφωνίες τα προηγούμενα χρόνια, πάνω σε ζητήματα που σήμερα βρίσκονται στο κέντρο της συζήτησης στον χώρο αυτό. Αποπνέει προσπάθεια «εκλογικής συγκόλλησης» για επιβίωση. Θα απέκοπτε βίαια την ΑΝΤΑΡΣΥΑ από ρεύματα που το προηγούμενο διάστημα δώσαμε μαζί την μάχη κατά του εθνικισμού ή αυτά που αναζητούν μια ισχυρή αντικαπιταλιστική κομμουνιστική αριστερά. Δίνει άλλοθι σε μια πολιτική που αρνείται ακόμα και σήμερα μια ουσιαστική επανατοποθέτηση πάνω στα κρίσιμα πολιτικά ζητήματα των διαφωνιών του προηγούμενου διαστήματος. Παραβιάζει όλες τις αποφάσεις των τελευταίων χρόνων από την Συνδιάσκεψη έως τα Πανελλαδικά Συντονιστικά της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Η ώριμη απόφαση του Πανελλαδικού Συντονιστικού της 15 του Ιουνίου το οποίο σημείωνε ότι τέτοιες «προτάσεις εκλογικής συνεργασίας λίγες ημέρες πριν τις εκλογές, αποπνέουν καιροσκοπισμό και κοινοβουλευτισμό, και είναι μακριά από τις ανάγκες ανασυγκρότησης της μαχόμενης αριστεράς» και η μαζική της υποστήριξη από την βάση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (με ποσοστό 60-65%) στον ελπιδοφόρο γύρο συνελεύσεων των τοπικών επιτροπών που πραγματοποιήθηκε δείχνουν ποια είναι η πραγματική θέληση των αγωνιστών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Στην ανοιχτή σύσκεψη της Δευτέρας 10/6 το ΣΕΚ δήλωσε ότι «δεν υπάρχουν προϋποθέσεις εκλογικής συνεργασίας με την ΛΑΕ», ενώ σε πρόσφατο γράμμα της η Μετάβαση χαρακτηρίζει την πρόταση της ΛΑΕ στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ «καιροσκοπική», καθώς παράλληλα η ΛΑΕ συζητούσε με την Πλεύση Ελευθερίας και άλλες «θολές δυνάμεις». Παρόλα αυτά και οι δυο αυτές δυνάμεις, μαζί με την ΑΡΙΣ, συνεχίζουν να υπερασπίζονται τις επιλογές αυτές αν και αποδείχθηκε πεντακάθαρα πως «χρησίμευσαν» μόνο για να δημιουργηθεί σύγχυση στη βάση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Οι καιροσκοπικές προτάσεις εκλογικής συνεργασίας δεν αποτελούν δρόμο παρέμβασης σε αγωνιστές ή και ρεύματα. Πρόκειται για μια λαθεμένη, εκλογικίστικη και μικροαστική τελικά αντίληψη για την πολιτική. Μια εργατική πολιτική επιδιώκει σταθερά την κοινή δράση πάνω στα μεγάλα ζητήματα που χωρίζουν την εργατική από την αστική πολιτική, υπερβαίνοντας τα στενά ρεφορμιστικά όρια, δοκιμάζει την αγωνιστική ενότητα στην ζωή και οι όποιες πολιτικές προτάσεις «πάνω» πρέπει να ανταποκρίνονται σε αυτή την κίνηση «κάτω». Έτσι έρχονται και οι διαφοροποιήσεις και «επανατοποθετήσεις» που είναι καλοδεχούμενες και όχι με αναζήτηση «διατυπώσεων» σε κείμενα ή πολύ περισσότερο με υποχωρήσεις και «δημιουργικές ασάφειες» πάνω σε σημαντικές προγραμματικές θέσεις.
Η εξαιρετικά ελπιδοφόρα στάση της βάσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί την θετική παρακαταθήκη αυτής της ιστορίας. Αυτή η οργανωμένη βάση και οι χιλιάδες αγωνιστές που στηρίζουν είναι η βάση για να διαφυλαχθεί η ενότητα και η ανασυγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε αντικαπιταλιστική και επαναστατική κατεύθυνση. Είναι το εφαλτήριο για πολύ θαρρετά βήματα συμπόρευσης με το πιο πλατύ ριζοσπαστικό και αντικαπιταλιστικό δυναμικό από την επόμενη μέρα. Είναι ο λόγος για να δοθεί πετυχημένα και η μάχη αυτών των εκλογών.
Με το μαχόμενο δυναμικό του εργατικού και λαϊκού κινήματος, με τους χιλιάδες αγωνιστές που αποδεσμεύονται από τις ρεφορμιστικές αυταπάτες, που απορρίπτουν την υποταγή της αριστεράς στον εθνικισμό, τις αντιλήψεις φιλολαϊκής διαχείρισης του καπιταλισμού, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα ανοίξει μετά τις εκλογές πιο συστηματικά την κοινή δράση και τον διάλογο για την ανατρεπτική αντικαπιταλιστική αριστερά της εποχής μας.