Κώστας Τριχιάς
▸ Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να γίνει η καλοκαιρινή μπόρα
που θα διώξει τον αντιδραστικό καύσωνα
Στο λαϊκό θυμικό, το καλοκαίρι είθισται να θεωρείται ως η περίοδος των πιο έντονων παθών, των απρόσμενων και συναρπαστικών εξελίξεων, της κατάστρωσης φιλόδοξων σχεδίων και της ονειροπόλησης. Βέβαια, η τωρινή καλοκαιρινή προεκλογική περίοδος πασχίζει να μας πείσει για το αντίθετο, καθώς περισσότερο θυμίζει βαρετή τελετή παράδοσης-παραλαβής της κυβερνητικής εξουσίας υπό το κακόηχο τραγούδι του τζίτζικα της Μιράντας Ξαφά. Χωρίς νεύρο και πάθος, με απουσία των μεγάλων σχεδίων και των πολιτικών αντιπαραθέσεων, όλα μοιάζουν να υποτάσσονται στην μίζερη λογιστική των πλεονασμάτων και της δημοσιονομικής πειθαρχίας της ΕΕ, με το μόνο αλατοπίπερο να αποτελούν οι «κουλ» συνεντεύξεις των πολιτικών αρχηγών σε διάφορα τηλεοπτικά σόου.
Η αιτία για αυτή την νερόβραστη εικόνα είναι συγκεκριμένη. Η γενικευμένη αίσθηση ότι οι βασικοί πολιτικοί μονομάχοι έχουν περισσότερα σημεία σύγκλισης παρά απόκλισης, η πλατιά πεποίθηση ότι οι βασικοί κανόνες του παιχνιδιού είναι καθορισμένοι από τα διευθυντήρια των Βρυξελλών και χωρίς δυνατότητα αλλαγής, αλλά και η δυσφήμηση κάθε έννοιας Αριστεράς από τον ΣΥΡΙΖΑ που υποθήκευσε το σύντομο καλοκαίρι του ’15 σε έναν μακρύ μνημονιακό χειμώνα, διαμορφώνουν ένα ευρύτερο κλίμα στο οποίο κυριαρχεί η αίσθηση ότι όλα έχουν κριθεί.
Είναι έτσι όμως τα πράγματα; Θα είμασταν αφελείς αν δεν διαπιστώναμε πως το επιχείρημα ότι δεν κρίνεται κάτι σε αυτές τις εκλογές, μόνο το νέο αναδυόμενο διπολισμό μπορεί να ευνοήσει και, σε κάθε περίπτωση, διατηρεί και ενισχύει την υφιστάμενη κατάσταση. Το τι θα καταγραφεί στις 7 Ιούλη έχει σημασία και θα έχει επίδραση, αρνητική η θετική. Πρώτα και κύρια στο κατά πόσο στις 8 Ιούλη, θα υπάρχει μαχητική εργατική αντιπολίτευση και αριστερά με θράσος και τσαμπουκά απέναντι στα ψευτο-δίπολα των κυρίαρχων αφηγήσεων, που θα μπορεί να εμπνεύσει τη νεολαία να μπει πρωταγωνιστής σε μια προσπάθεια κοινωνικής και πολιτικής αντεπίθεσης συνολικά του στρατοπέδου «των από κάτω».
Η συνέχιση αυτής της πολιτικής (που στις βασικές της συνταταγμένες συμφωνούν και η Ν.Δ. Και ο ΣΥΡΙΖΑ) πρέπει να αποτελέσει «αιτία πολέμου» ειδικά για τη νέα γενιά, καθώς σφραγίζει ένα ασφυκτικό πλαίσιο όπου τα τέσσερα μεγάλα ζωτικά ζητήματα της εποχής μας – το δικαίωμα στη δουλειά, τη μόρφωση, τη δημοκρατία και την ειρήνη – όχι απλά δεν εξασφαλίζονται, αλλά απειλούνται από την ουσία της αστικής στρατηγικής. Ο στραγγαλισμός της παιδείας δια της υποχρηματοδότησης (μείωση κατά 10% του ποσοστού του ΑΕΠ για την παιδεία προβλέπουν τα υπερπλεονάσματα του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ο Μητσοτάκης κυνικά δηλώνει ότι «δεν μπορούν όλοι να σπουδάζουν») οι κακοπληρωμένες περιστασιακές δουλειές και η ανεργία που δεν μειώνεται ουσιαστικά παρά τις αλχημείες της απερχόμενης κυβέρνησης, το μέλλον στα χακί που επιφυλάσσουν για τη νεολαία οι πολεμικοί τυχοδιωκτισμοί της ελληνικής αστικής τάξης, είναι μερικά μόνο από τα σοβαρά ζητήματα που αναδεικνύουν την βαρβαρότητα της επίθεσης που εκτυλίσσεται.
Παράλληλα, αυτή η πολιτική κυριολεκτικά εξοντώνει τη νέα γενιά, η οποία στην μεταμνημονιακή Ελλάδα τείνει να αποτελέσει είδος προς εξαφάνιση. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στην εποχή των μνημονίων μειώθηκαν κατακόρυφα οι γεννήσεις (ζήτημα που δεν μπορεί καν να ακουμπήσει η πρόταση της ΝΔ για εφάπαξ επίδομα 2.000 ευρώ για κάθε νεογέννητο, πόσο μάλλον όταν απευθύνεται μόνο στους Έλληνες…) και γιγαντώθηκε η μετανάστευση της νέας γενιάς. Ο ορίζοντας της συνέχισης αυτής της πολιτικής κοινωνικής καταστροφής είναι μια «κοινωνία γερόντων», με υποτιμημένο βιοτικό επίπεδο, τσακισμένη την εργασιακή δύναμη και ξεπουλημένο τον δημόσιο πλούτο.
Αυτή την αντίφαση δεν μπορεί να την εκφράσει πολιτικά ο ξαναζεσταμένος δικομματισμός ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ και η νεολαία καλείται να ανακαλύψει μέσα από την πείρα της πως το δίλημμα της εποχής μας δεν είναι να διαλέξουμε ποιος θα διαχειριστεί καλύτερα μια ήδη προαποφασισμένη πολιτική, αλλά η υιοθέτηση ενός ανατρεπτικού πολιτικού σχεδίου για την επόμενη μέρα.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν έχει μόνο το προνόμιο να μετρά πολλούς νέους αγωνιστές στις γραμμές της (όπως δείχνουν και τα ποσοστά της στις ηλικίες 17-24 ετών). Είναι νεανική και ριζοσπαστική στην ουσία της πολιτικής της πρότασης, που έχει την εξής απλή ορίζουσα: Για να βγουν τα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα μπροστά απαιτείται σύγκρουση και ρήξη με την ΕΕ και την φυλακή του χρέους. Για να βελτιωθεί ουσιαστικά η ζωή των εργαζομένων και της νεολαίας πρέπει να χάσει πλούτο, δύναμη και εξουσία το κεφάλαιο. Ή, για να το πούμε και αλλιώς: Όταν βρίσκεσαι μέσα στον λάκκο των λεόντων (όπως αποκαλούσε την ΕΕ η αριστερά όταν τιμούσε το όνομα της) δεν έχει νόημα να πείσεις τα λιοντάρια να γίνουν χορτοφάγα ή να… «διαπραγματευτείς» με διάλογο. Η μοναδική ελπίδα επιβίωσης είναι να συγκρουστείς και να παλέψεις μαζί τους. Σίγουρα δεν είναι ένας εύκολος δρόμος. Απαιτεί θυσίες, αγώνα και ενεργή συμμετοχή των εργαζόμενων και της νεολαίας. Είναι όμως απείρως ρεαλιστικότερο σχέδιο από τον φαύλο κύκλο: «Κούλης για να φύγει ο Τσίπρας» – «Τσίπρας για να φύγει η δεξιά» ή από το να… ξαναστείλουμε τον Βαρουφάκη για ηρωική διαπραγμάτευση με την Ε.Ε.
Αυτό το σχέδιο προσπαθεί με συνέπεια (αλλά και ελλείψεις και αδυναμίες) να περιγράψει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η ψήφος σε αυτή δεν θα κάνει κάποιο φοβερό θαύμα όπως (για δες) δεν έκανε ούτε αυτή στο ΣΥΡΙΖΑ. Αποτυπώνει όμως πως υπάρχει μια υπολογίσιμη μερίδα του κινήματος που αντιστέκεται και συγκρούεται με τον εκβιασμό “δεν παίζει άλλη λύση βούλωστο”. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να γίνει εκείνη η καλοκαιρινή μπόρα, που θα διώξει τον αντιδραστικό καύσωνα και να φέρει μια ηλιόλουστη περίοδο για τα εργατικά και νεολαιίστικα συμφέροντα. Να το το τολμήσουμε!