Άννα Μπαχτή
Ξεκίνησαν οι Πανελλαδικές Εξετάσεις με τους μαθητές της Γ΄ τάξης των Γενικών Λυκείων και των Επαγγελματικών Λυκείων (ΕΠΑΛ) να εξετάζονται στο μάθημα της Έκθεσης. Ο κορυφαίος ταξικός φραγμός του σχολείου στήθηκε για άλλη μια χρονιά. Οι εξετάσεις απαιτούν σκληρή και ανταγωνιστική προετοιμασία στην οποία θυσιάζονται η εφηβεία, η σφαιρική επιστημονική γνώση και το πενιχρό εισόδημα των λαϊκών οικογενειών.
Οι φετινές εξετάσεις είναι η τελευταία χρονιά των Πανελλαδικών με το υπάρχον σύστημα, αφού από την επόμενη σχολική χρονιά ξεκινά η εφαρμογή του «Νέου Λυκείου» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Οι φετινοί υποψήφιοι θα κληθούν να συμπληρώσουν το μηχανογραφικό τους με βάση το νέο χάρτη της Ανώτατης Εκπαίδευσης, όπως διαμορφώθηκε μετά την κατάργηση και συγχώνευση των ΤΕΙ και ΑΕΙ με τους νόμους Γαβρόγλου. Η αύξηση των εισακτέων από 74.692 πέρυσι σε 78.335 φέτος, δόθηκε στα τμήματα που έχει ανάγκη η «αγορά εργασίας», όπως τα Τουριστικά, Ναυτιλιακά και Οικονομικά, ενώ στα υψηλόβαθμα τμήματα όπως Ιατρικές, Νομικές, Πολυτεχνείο δε δίνεται ούτε μία θέση παραπάνω. Υπολογίζεται πως το νέο τοπίο της Ανώτατης Εκπαίδευσης φέρνει μείωση των εισακτέων των ΕΠΑΛ, παρά την προσπάθεια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ να παρουσιάσει αύξηση, με τις νομοθετικές ρυθμίσεις για το ειδικό ποσοστό εισαγωγής στην Ανώτατη Εκπαίδευση των αποφοίτων των Επαγγελματικών Λυκείων. Ταυτόχρονα, με διαφημιστική καμπάνια στα ΕΠΑΛ προπαγανδίζεται η λειτουργία 60 διετών ευέλικτων Κέντρων Εκπαιδευτικής Έρευνας (ΚΕΕ) σε 11 πανεπιστήμια της χώρας από το 2019-2020, για περίπου 1.500 απόφοιτους Επαγγελματικών Λυκείων, με πρώτο κριτήριο το βαθμό του απολυτήριου.
Οι φετινοί χιλιάδες απόφοιτοι της Γ΄ τάξης των Γενικών Λυκείων και ΕΠΑΛ θα έρθουν αντιμέτωποι με την τεράστια αντιδραστική τομή στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να επιβάλει τις κατευθύνσεις της Μπολόνια και την ολοκλήρωση των συγχωνεύσεων Πανεπιστημίων και ΤΕΙ στα πλαίσια της διαμόρφωσης του «Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας», με βάση τις κατευθύνσεις της ΕΕ και με στόχο την κατηγοριοποίηση σχολών, πτυχίων και επαγγελματικών δικαιωμάτων. Με την ψήφιση του νόμου για το «Νέο Λύκειο», την έκδοση της υπουργικής απόφασης για το νέο ωρολόγιο πρόγραμμα του Λυκείου και την ύλη των μαθημάτων, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προετοιμάζει το έδαφος για ένα Λύκειο μικρό, με ένταση των ταξικών ανισοτήτων, των εξεταστικών φραγμών και εξαφάνιση κάθε ψήγματος γενικής μόρφωσης. Οι μαθητές της Γ΄ Λυκείου από τον Οκτώβριο, με την πρώτη δήλωση μηχανογραφικού και οριστικά το Φεβρουάριο, θα επιλέγουν ανάμεσα στα τμήματα «χαμηλής» και «υψηλής» ζήτησης με την επιβίωση των πρώτων να εξαρτάται από το βαθμό προσαρμογής τους στις επιδιώξεις του κεφαλαίου για τις νέες αναπτυξιακές προτεραιότητες και στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας.
Οι μαθητές μπήκαν την Παρασκευή στην αρένα του ανταγωνιστικού τελικού για μια θέση στη Τριτοβάθμια Εκπαίδευση
Είναι φανερό πως ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση, με όλα τα μέτρα που πήρε στη δημόσια εκπαίδευση και όσα δεν πρόλαβε να πάρει, υπηρέτησε και θα συνεχίσει να υπηρετεί, από όποια θέση βρεθεί μετά τις βουλευτικές εκλογές της 7ης Ιούλη, τις επιδιώξεις του κεφαλαίου και των υπερεθνικών οργανισμών. Σ’ αυτή την κατεύθυνση έχει στρατευθεί το σύνολο των αστικών μνημονιακών κομμάτων. Η αναμονή που καλλιεργείται πως θα έρθει η ΝΔ και θα αλλάξει το έκτρωμα Γαβρόγλου στερείται κάθε σοβαρής κριτικής. Αμέσως μετά τις ευρωεκλογές η ΝΔ έσπευσε να ξεκαθαρίσει πως θα εφαρμοστεί κανονικά την επόμενη σχολική χρονιά ο νόμος Γαβρόγλου για το Λύκειο, ενώ ο Μητσοτάκης στην ομιλία του στην Πρέβεζα έσπευσε να ευχηθεί για το νέο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων «…η δημιουργία του νέου Πανεπιστημίου να στεφθεί με επιτυχία. Και να αρθούν οι επιφυλάξεις και οι προβληματισμοί όσων άσκησαν κριτική και είπαν ότι ήταν μια κίνηση βιαστική και όχι καλά σχεδιασμένη».
Το πολιτικό τοπίο που θα διαμορφωθεί μετά τις βουλευτικές εκλογές στις 7 Ιουλίου δεν αφήνει κανένα περιθώριο εφησυχασμού. Απαιτείται η προετοιμασία και η εκ βάθρων ταξική ανασυγκρότηση του εκπαιδευτικού κινήματος για την αντιπαράθεση και σύγκρουση με όποιο κυβερνητικό διαχειριστή για την ανατροπή της αντιδραστικής πολιτικής ΕΕ, ΟΟΣΑ, κεφαλαίου. Σημαντική στιγμή σε αυτή τη μάχη αποτελούν τα συνέδρια ΟΛΜΕ, ΔΟΕ και η ανάγκη ενίσχυσης του αγωνιστικού αντικαπιταλιστικού ρεύματος των Παρεμβάσεων.