Ευρωεκλογές
Ήταν η πρώτη φορά από το 1979, όταν ξεκίνησε η άμεση εκλογή των μελών του Ευρωκοινοβουλίου, που καταγράφηκε αύξηση της συμμετοχής και μάλιστα ιδιαιτέρως μεγάλη. Το ποσοστό της έφτασε στο 51%, έναντι μόλις 42,5% το 2014, επιστρέφοντας έτσι στα επίπεδα του 1999 – αλλά απέχοντας ακόμη αρκετά από το αρχικό 62,5%.
Σε κάθε περίπτωση, αν και η συμμετοχή στις ευρωεκλογές κινείται σε… αμερικανικά επίπεδα, ενώ παραμένει σαφώς χαμηλότερη σε σύγκριση με εκείνη στις αντίστοιχες εθνικές εκλογές στα 28 κράτη-μέλη της ΕΕ, δεν μπορούμε παρά να διαπιστώσουμε το αυξημένο ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στην Ευρώπη και το πολιτικό σκηνικό που διαμορφώνεται και στις Βρυξέλλες. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι αυτή καθαυτή η αντιπαράθεση για την ΕΕ και το μέλλον της υποτιμήθηκε συνειδητά σε πολλές χώρες, όπου προτιμήθηκε η εκλογική διαδικασία να λάβει κυρίως χαρακτήρα αναμέτρησης για την επίλυση εσωτερικών πολιτικών διαφορών.
Υπό μία έννοια, λοιπόν, σε αυτές τις ευρωεκλογές καταγράφηκε μια σαφής τάση ενίσχυσης της πολιτικοποίησης και διάθεσης πιο ενεργητικής παρέμβασης και στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Για την ακρίβεια, συνεχίστηκε και ενισχύθηκε η τάση η οποία έχε γίνει εμφανής με διάφορους τρόπους το περασμένο διάστημα: Στην Ισπανία, ενδεικτικά, η συμμετοχή εκτοξεύτηκε κατά 21 μονάδες, από το 43% στο 62%, με κεκτημένη ταχύτητα από τις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές, αλλά και στον απόηχο της συνεχιζόμενης σύγκρουσης για την Καταλονία. Στη Γαλλία των «Κίτρινων Γιλέκων», επίσης, η συμμετοχή αυξήθηκε από το 42% στο 51%, ενώ και στη Βρετανία του Brexit, το 37% μπορεί να φαντάζει πολύ χαμηλό συγκριτικά, όμως είναι το δεύτερο υψηλότερο ιστορικά.
Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικοποίηση, ωστόσο, τουλάχιστον σε κεντρικό επίπεδο, συνολικά η Αριστερά εμφανίζεται εξαιρετικά αδύναμη, ενώ η αντικαπιταλιστική, αντι-ΕΕ Αριστερά είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη, με εξαίρεση την Ελλάδα.
Πρωτιά Λεπέν στην Γαλλία, Σαλβίνι στην Ιταλία, Φάρατζ στη Βρετανία. Ποιος ευθύνεται, αν όχι τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας, ΕΛΚ και Σοσιαλιστές, που νομιμοποίησαν πολιτικά και ιδεολογικά την Ακροδεξιά;
Πράσινοι και Φιλελεύθεροι συμπληρώνουν το παζλ του νέου πολιτικού σκηνικού
Το πολιτικό σκηνικό στην Ευρώπη, όπως αποτυπώθηκε και στο αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, είναι πιο μαύρο και αντιδραστικό παρά ποτέ. Κι αυτό, είναι ένα συμπέρασμα που δεν προκύπτει μόνο ή κυρίως από την επιρροή των πάσης φύσης ακροδεξιών, εθνικιστικών και ξενοφοβικών κομμάτων. Έχει να κάνει, επίσης, με τις θέσεις που σφραγίζουν το λεγόμενο «δημοκρατικό τόξο», των Μακρόν, Μέρκελ, Σάντσεθ και σία, το οποίο με κάτι παραπάνω από 500 έδρες στη νέα Ευρωβουλή (σε σύνολο 751) θεωρητικά συνεχίζει να ελέγχει τις εξελίξεις και να αποτελεί ανάχωμα στην Ακροδεξιά και τους «ευρωσκεπτικιστές», ενώ θα μοιραστεί τις πιο καίριες θέσεις στα κέντρα λήψης των αποφάσεων.
Βεβαίως, για να είμαστε εξαρχής καθαροί, ουδείς δικαιούται να υποτιμήσει τις εκλογικές επιδόσεις των ακροδεξιών και να πει «τελικά δεν έγινε και τίποτα». Εξάλλου, κανείς και ποτέ δεν είχε ισχυριστεί ότι θα διαθέτουν πλειοψηφία στη νέα Ευρωβουλή ή ότι θα αναδειχτούν ισχυρότερη πολιτική ομάδα. Όμως, πώς να το κάνουμε, δεν είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι διαθέτουν περί τους 200 ευρωβουλευτές – εάν συνυπολογίσουμε τη δύναμη των τριών τριών πολιτικών ομάδων στις οποίες ανήκουν τα κόμματα αυτού του χώρου, αλλά και τους ανεξάρτητους, όπως αυτοί που προέρχονται από τη Χρυσή Αυγή, το ουγγρικό Jobbik, το ισπανικό Vox και άλλα. Ούτε είναι δυνατόν να μην προκαλεί δέος το μαύρο χρώμα στο οποίο είναι βαμμένες οι δύο από τις έξι χώρες οι οποίες ήταν ιδρυτικά μέλη της ΕΟΚ το 1957 – η Γαλλία και η Ιταλία – καθώς και η πρωτιά του Φάρατζ στη Βρετανία.
Κι αν στη Γαλλία αυτό που συμβαίνει είναι ότι επαναλαμβάνεται το φαινόμενο του 2014, όταν και πάλι το κόμμα της Λεπέν είχε αναδειχτεί πρώτο με ανάλογο ποσοστό (και ψήφους), αποδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό ότι έχει αποκτήσει μια εξαιρετικά μαζική και συμπαγή κοινωνική και εκλογική βάση, στην Ιταλία τα πράγματα μοιάζουν να είναι ακόμη πιο σοβαρά. Για δύο λόγους: Πρώτον, επειδή απέναντι στον εκφασισμό της ιταλικής κοινωνίας που προωθεί και εκφράζει ο Σαλβίνι (ο οποίος διευρύνεται και βαθαίνει καθημερινά, όσο κι αν δεν το παίρνουμε χαμπάρι…), δεν υπάρχει σήμερα κάποιο αντίπαλο δέος – έστω κάτι ανάλογο με τα «Κίτρινα Γιλέκα», το κόμμα του Μελανσόν, το NPA και την Εργατική Πάλη της Γαλλίας. Και δεύτερον, διότι ο ηγέτης της Λίγκας του Βορρά έχει πλέον τα φόντα και τη δυναμική να γίνει και τυπικά πρωθυπουργός της Ιταλίας, εάν και όταν το επιλέξει – κάτι που, αναμφίβολα, θα αποτελέσει μια ποιοτική τομή στην επιρροή και την πολιτική παρουσία της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη και την ΕΕ.
Τίποτε από όλα αυτά, όμως, δεν μπορεί να αφήσει στο απυρόβλητο τον πραγματικό ένοχο: Τα παραδοσιακά μεγάλα κόμματα εξουσίας στην ΕΕ, τα οποία ήταν αυτά που για όλες τις προηγούμενες δεκαετίες εξέφραζαν τα συμφέροντα και υλοποιούσαν τις επιδιώξεις του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Δηλαδή, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και τους Σοσιαλιστές, που τώρα έχασαν την απόλυτη πλειοψηφία – και σε αρκετές χώρες και στην Ευρωβουλή, όπου αθροιστικά διαθέτουν πλέον 332 έδρες, έναντι 412 στην απερχόμενη – και αναζητούν δεκανίκια στους (ενισχυμένους) Φιλελεύθερους και Πράσινους. Δύο παρατάξεις που, με τη σειρά τους, αποτελούν εκδοχές της ίδιας πολιτικής και επιδιώκουν να την υλοποιήσουν με διαφορετικό τρόπο.
Είναι, εξάλλου, τα κόμματα και οι ηγέτες που ανήκουν στο ΕΛΚ και τους Σοσιαλιστές αυτοί που τα χρόνια της κρίσης, κυρίως μετά το 2008, επέβαλαν τη βίαιη αναδιανομή πλούτου υπέρ των «πάνω», των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, αφήνοντας πίσω τους καμμένη γη στις κοινωνίες. Είναι οι ίδιοι που νομιμοποίησαν και πολιτικά και ιδεολογικά την Ακροδεξιά: Με την απάνθρωπη αντιμετώπιση των προσφύγων, με την ατζέντα του νόμου της τάξης και της ασφάλειας δήθεν για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, με την άγρια καταστολή των κινημάτων, με αποκορύφωμα τους Καταλανούς και τα Κίτρινα Γιλέκα.
Είναι αυτοί που απηύθυναν επισήμως πρόσκληση σε ακροδεξιά κόμματα να συγκυβερνήσουν, όπως συνέβη στη Δανία και τη Φινλανδία, στην Ιταλία και, βεβαίως, στην Αυστρία – εκεί όπου τώρα, μετά το σκάνδαλο που ξέσπασε λίγες μέρες πριν τις ευρωεκλογές, ο χριστιανοδημοκράτης Κουρτς προσπαθεί να μας πείσει ότι δεν ήξερε και καλεί τους συμπατριώτες του να τον ψηφίσουν για να μην αναγκαστεί να ζητήσει ξανά τη βοήθεια της Ακροδεξιάς. Όπως συνέβη, πρακτικά, και στη Γερμανία, όπου τόσο το CDU όσο και το SPD βρέθηκαν ξανά στην ίδια κυβέρνηση με τους Βαυαρούς Χριστιανοκοινωνιστές της CSU, που σε ελάχιστα πρακτικά διαφέρουν από την καθαρά ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία…
Ναι, αλλά μήπως οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι κατορθώσουν να αλλάξουν λίγο την ατζέντα και να αποκαταστήσουν τις ισορροπίες υπέρ της δημοκρατίας; Για τους δεύτερους, που έχουν ήδη συγκροτήσει συμμαχία με τον Μακρόν, δεν χρειάζονται καν επιχειρήματα για να αποδειχθεί η βαθιά αντιδραστική τους φύση. Για τους πρώτους, όμως, ορισμένοι εξακολουθούν να τρέφουν αυταπάτες – μήπως με τον «εναλλακτικό» τους τρόπο καταστήσουν πιο ανθρώπινο το σύστημα διακυβέρνησης. Μήπως συγκρατήσουν κάπως τα άλλα κόμματα εξουσίας στον ευρωπαϊκό Βορρά και τις πλούσιες χώρες – εκεί, δηλαδή, όπου συγκέντρωσαν τα πιο μεγάλα ποσοστά τους, με αποκορύφωμα το 20,5% στη Γερμανία.
Εδώ απαιτείται σαφήνεια – και σίγουρα, δεν αρκεί (όσο κι αν είναι ιδιαιτέρως διδακτική…) η παραπομπή στα επιτεύγματα του Γιόσκα Φίσερ ως αντικαγκελάριου την περίοδο των νατοϊκών βομβαρδισμών στη Γιουγκοσλαβία. Πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι οι Πράσινοι της Ευρώπης, με τις ιδιαιτερότητές τους ανά χώρα, έρχονται να καβαλήσουν το κύμα της «πράσινης οικονομίας», υπηρετώντας πολιτικά μια από τις στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου για τις επόμενες δεκαετίες, με σκοπό την ανάκαμψη της κερδοφορίας του. Λειτουργώντας, λοιπόν, σε ένα ιδιαιτέρως προνομιακό γι’ αυτούς πεδίο και έχοντας επί χρόνια δοκιμαστεί από το αστικό σύστημα εξουσίας σε κορυφαίες (και κυβερνητικές) θέσεις, αναδεικνύονται ως μια αξιόπιστη πρόταση, που μπορεί να δώσει και μια αίσθηση ανανέωσης του πολιτικού σκηνικού. Εργαζόμενοι και νέοι, όμως, δεν πρέπει να τσιμπήσουν στο πράσινο δόλωμα.
Η συστημική Αριστερά συνετρίβη, η άλλη Αριστερά αναζητείται
Η συστημική Αριστερά κυριολεκτικά «πάτωσε» στις ευρωεκλογές. Συνολικά, οι έδρες της πολιτικής ομάδας στην οποία ανήκουν τα περισσότερα κόμματα του χώρου υποχώρησαν στις μόλις 38, έναντι 52 στην απερχόμενη Ευρωβουλή. Στη Γερμανία, τη μεγαλύτερη χώρα, η Αριστερά (Die Linke) κατέγραψε νέα συρρίκνωση, λαμβάνοντας 5,5%, έναντι 9,2% στις βουλευτικές του 2017 και 7,4% στις προηγούμενες ευρωεκλογές του 2014. Στη Γαλλία, οι «Ανυπότακτοι» του Ζαν-Λικ Μελενσόν συγκέντρωσαν 6,3%, δηλαδή περίπου όσο και το 2014 (6,6%), πολύ χαμηλότερα όμως από το 19,5% που είχε πάρει ο ίδιος ο Μελενσόν στις προεδρικές του 2017 και από το 11% του κόμματός του στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών που διεξήχθησαν ακριβώς την ίδια περίοδο.
Στην Ισπανία, επίσης, οι (προαλειφόμενοι για κυβέρνηση με τους Σοσιαλιστές) Podemos μόλις που κατάφεραν να ξεπεράσουν το 10%, έναντι 14,3% στις βουλευτικές που είχαν γίνει πριν ένα μόλις μήνα, 21,2% στις βουλευτικές του 2016 – επιστρέφοντας έτσι κοντά στα επίπεδα του 2014 (8%), που ήταν η πρώτη τους εκλογική εμφάνιση. Όσο για την Πορτογαλία, το Μπλόκο απέσπασε 9,8% και η συμμαχία ΚΚ και Πρασίνων 6,9%, παραμένοντας αθροιστικά στο ίδιο ποσοστό με τις ευρωεκλογές του 2014 (με κερδισμένο το Μπλόκο στον εσωτερικό καταμερισμό) και υποχωρώντας αμφότερα από το 10,2% και το 8,3% αντιστοίχως των βουλευτικών του 2015.
Ανάλογη είναι η εικόνα που έρχεται και από τις περισσότερες άλλες χώρες όπου κόμματα της Αριστεράς συμμετείχαν σε αυτές τις εκλογές. Αναδεικνύοντας,, έτσι, την αδυναμία τους να επικοινωνήσουν με τις βαθύτερες διεργασίες που υπάρχουν στις κοινωνίες, να εκφράσουν πολιτικά τη δυσφορία ή και την οργή απέναντι στο σύστημα διακυβέρνησης των χωρών τους και το οικοδόμημα ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης – το οποίο, για το σύνολό τους, παραμένει ένα… ιερό δισκοπότηρο, την ύπαρξη του οποίου κανείς δεν δικαιούται να αμφισβητήσει.
Κι αυτό, σε μια στιγμή που η πολλαπλή κρίση στην ΕΕ όχι απλώς δεν δείχνει να ξεπερνιέται, αλλά εισέρχεται σε νέο γύρο. Αποδείχθηκε, άλλωστε και από τις πρώτες διερευνητικές επαφές που έγιναν αυτή την εβδομάδα σε επίπεδο κορυφών για τη μοιρασιά των βασικών θώκων – δηλαδή, της προεδρίας Κομισιόν, Συμβουλίου, ΕΚΤ και Ευρωβουλής, καθώς κάθε χώρα και πολιτική ομάδα ζητά τα δικά της. Και σαν να μην έφτανε αυτό, τούτη τη φορά δεν είναι βέβαιο ότι τελικά θα κερδίσουν πάλι οι Γερμανοί, μιας και οι αναταράξεις στο Βερολίνο – τα δύο μεγάλα κόμματα και ειδικά το SPD, σημείωσαν τις χειρότερες εκλογικές τους επιδόσεις – εκμπέμπουν σήμα αδυναμίας προς τους εταίρους, οι οποίοι σπεύδουν να το εκμεταλλευτούν.
Το έλλειμμα μιας άλλης Αριστεράς είναι κραυγαλέο στην Ευρώπη.