ΜΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
Από το Σικάγο ως την Καισαριανή, άφθονο το αίμα των εργατών που έχει ποτίσει τη γη κι έχει βάψει κόκκινες τις σημαίες μας. Εστιάζοντας στην ελληνική εργατική τάξη και τα κινήματά της, διαπιστώνουμε πως οι εργατικοί αγώνες συμπλέκονται, τροφοδοτούν και τροφοδοτούνται από όλα τα σοβαρά και επαναστατικά κινήματα, τα οποία διαχρονικά γέννησε ετούτος ο τόπος. Γεγονός διόλου παράξενο καθώς για ένα μεγάλο διάστημα και μέχρι τελικά το αστικό κράτος να αναπτύξει στο έπακρο τους μηχανισμούς ενσωμάτωσης, χειραγώγησης ακόμη και απόλυτης εξαγοράς συνδικαλιστικών γραφειοκρατικών ηγεσιών, το εργατικό κίνημα αντιμετωπίστηκε κυρίως με την καταστολή, καθώς αμφισβήτησε εμπράκτως και όχι στα λόγια την αστική κυριαρχία και διεκδίκησε ολάκερη την εξουσία.
Στο διάβα του 20ού αιώνα οι εργατικοί αγώνες οδήγησαν σε επαναστατικές καταστάσεις που συζητιούνται ακόμη και σήμερα και έχουν ασφαλώς μεγάλη χρησιμότητα για το σημερινό επαναστατικό πρόταγμα. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι οι δύο πλέον ματωμένοι Μάηδες και συνακόλουθα οι αιματοβαμμένες Πρωτομαγιές απαντώνται σε τέτοιες περιόδους. Το Μάη του 1936 και το Μάη του 1944. Από το Μάη του 1936 και την ωμή καταστολή από στρατό και χωροφυλακή των εργατικών κινητοποιήσεων οδηγηθήκαμε στη δικτατορία της 4ης Αυγούστου και το τσάκισμα του κινήματος. Το 1944 η αντιστασιακή δράση και ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας καλλιεργούσαν το έδαφος για την κατάκτηση της εξουσίας στην πράξη. Οι Γερμανοί κατακτητές και οι ντόπιοι συνεργάτες τους δεν εκτελούν τυχαία τους 200 στην Καισαριανή ανήμερα Πρωτομαγιάς. Ο υψηλός συμβολισμός της ημέρας δεν τους είναι άγνωστος και στοχεύει ευθέως τόσο στο ηθικό όσο και στη φυσική εξόντωση της πρωτοπορίας των εργαζομένων και του λαού. Ενόψει Πρωτομαγιάς ας επιχειρήσουμε ένα μακρύ ταξίδι στα πλέον αιματοβαμμένα σοκάκια της ιστορίας. Το χρωστάμε στο παρελθόν, αλλά και στο φωτεινό κόκκινο μέλλον…
Ο Μάης του ‘36 είναι από τους κορυφαίους σταθμούς της ταξικής πάλης στην Ελλάδα
Το ελληνικό εργατικό κίνημα στη σύγχρονη εποχή κάνει την ηχηρή του εμφάνιση ως συγκροτημένη πανελλαδικά δύναμη με τη σχεδόν ταυτόχρονη ίδρυση της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ το 1918. Το έτος αυτό είναι ένα σημείο καμπής καθώς σε εθνικό επίπεδο είναι εμφανές ότι έρχεται δυναμικά στο προσκήνιο μια νέα ποιότητα που αποπειράται να συνενώσει αφενός τις διάσπαρτες εργατικές αντιστάσεις και αγώνες και αφετέρου να συνενώσει την επαναστατική πρωτοπορία, ενώ σε διεθνές επίπεδο ο αντίκτυπος της μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης είναι τόσο ισχυρός ώστε τα αστικά καθεστώτα κλονίζονται συθέμελα. Στην Ελλάδα η περίοδος μέχρι τη λήξη του εμφύλιου πολέμου το 1949 σφραγίζεται από πολεμικές αναμετρήσεις – από τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 και τον Α΄ Παγκόσμιο ως τον Β΄ Παγκόσμιο και τον εμφύλιο. Ο Μεσοπόλεμος στιγματίζεται από τις συνεχόμενες οικονομικές κρίσεις, τη χρεοκοπία του 1932 και την παγκόσμια κρίση του 1929-1932. Το εργατικό κίνημα δεν έχει να αντιπαλέψει μόνο την οικονομική εξαθλίωση, τις «Μεγάλες Ιδέες» και τους κάθε λογής πολέμους. Έχει να αντιπαλέψει και την προσπάθεια που καταβάλει η αστική τάξη και η κυρίαρχη εξουσία να το κηδεμονεύσει και να το ποδηγετήσει. Είναι εργώδεις οι προσπάθειες σε αυτήν την κατεύθυνση των κυβερνήσεων Βενιζέλου ο οποίος εμφανώς δανείζεται ιδέες από την πολιτική καρότου και μαστίγιου του Βίσμαρκ.
Από το Σικάγο στην Καισαριανή… των εργατών το αίμα πότισε τη γη
Επομένως, οι οργανωμένες εργατικές δυνάμεις θα βρεθούν εξαρχής υπό πολιορκία. Κάθε απεργία, κάθε κινητοποίηση, ακόμη και ο παραμικρός αγώνας για καλύτερα μεροκάματα, για μια αξιοπρεπή ζωή είναι πράξεις στην κυριολεξία επαναστατικές. Οι πρωτοπόροι εργάτες παίζουν ακόμη και τη ζωή τους κορόνα γράμματα ή συνήθως χάνουν τις δουλειές τους και γεμίζουν τις φυλακές και τα ξερονήσια.
Έτσι η ματωμένη Πρωτομαγιά του 1924 είναι ορόσημο για το ελληνικό εργατικό κίνημα. Αν και δεν είναι τόσο γνωστή, είναι μια από τις πλέον αιματοβαμμένες με απολογισμό ένα νεκρό και 12 τραυματίες ενώ είχαν γίνει και πάνω από 100 συλλήψεις. Η απεργία είχε απαγορευτεί από την κυβέρνηση Παπαναστασίου ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, θεωρείται ο θεμελιωτής της Α΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Με πνεύμα χειρότερο κι από των μοναρχοφασιστών, η αστυνομία και ο στρατός είχαν εντολή να διαλύσουν με κάθε τρόπο και κόστος τη συγκέντρωση που θα γινόταν στην πλατεία Κοτζιά. Η ΓΣΕΕ, το ΕΚΑ και το ΣΕΚΕ δεν υποχωρούν στην απαγόρευση. Προπαγανδίζουν και οργανώνουν την απεργιακή συγκέντρωση και στήνουν ομάδες περιφρούρησης γνωρίζοντας ότι θα δεχτούν προκλήσεις. Οι εργάτες της Αθήνας αψηφούν τη απαγόρευση και κατέρχονται μαζικά στη συγκέντρωση ήδη από τις εννιά το πρωί πλημμυρίζοντας την πλατεία Κοτζιά και τους παρακείμενους δρόμους. Η συνέχεια είναι γνωστή. Οι εργάτες δεν θα αργήσουν να απαντήσουν στις προκλήσεις και θα ξεσπάσουν συμπλοκές. Όμως οι απλοί στρατιώτες, που είχαν εντολή να πυροβολούν στο ψαχνό, στην ουσία στασιάζουν. Αρνούνται να πυροβολήσουν και έτσι αναλαμβάνουν δράση οι αξιωματικοί και η έφιππη αστυνομία. Τότε πέφτει νεκρός από χτύπημα ξιφολόγχης στο κεφάλι ο εργάτης ζαχαροπλαστικής Σωτήρης Παρασκευαΐδης, μέλος της ΟΚΝΕ. Τις επόμενες ημέρες η κατάσταση είναι έκρυθμη. Η ΓΣΕΕ απειλεί με γενική απεργία ενώ τα σωματεία και το ΣΕΚΕ καλούν στην κηδεία του νεαρού εργάτη ώστε αυτή να μετατραπεί σε συλλαλητήριο διαμαρτυρίας. Η κυβέρνηση, μέσα στη νύχτα, αρπάζει το πτώμα του Παρασκευαΐδη και η ταφή πραγματοποιείται εν κρυπτώ. Τελικά, μετά τις κινητοποιήσεις των επόμενων ημερών, απελευθερώνονται όλοι οι συλληφθέντες.
Ο Μάης του ΄36 είναι από τους κορυφαίους σταθμούς της ταξικής πάλης στην Ελλάδα. Ο νεαρός αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης, τον οποίο θρηνεί η μάνα του στη θρυλική φωτογραφία, πηγή έμπνευσης του «Επιτάφιου» του Γιάννη Ρίτσου, είναι ο ένας από τους 11 νεκρούς εκείνου του αιματοβαμμένου μα συνάμα επαναστατικού Μάη. Η αστική τάξη και το Παλάτι θωρακίζονταν καθώς ήδη και με τη σιωπηρή συναίνεση των αστικών κομμάτων ο Ι. Μεταξάς είχε αναλάβει την κυβέρνηση. Ήδη από τον Απρίλη ο απεργιακός αναβρασμός βάδιζε στα μονοπάτια της ριζοσπαστικοποίησης και της ρήξης καθώς η εργατική τάξη βίωνε την απόλυτη εξαθλίωση. Τα μεροκάματα είχαν κατρακυλήσει από τις 135-150 δραχμές προ του 1932 στις 75 δραχμές. Τα βασικά καταναλωτικά αγαθά αντιθέτως είχαν αυξηθεί σε βαθμό που το μεροκάματο έφτανε μόνο για ένα κομμάτι ψωμί. Και αυτό για όσους ακόμη πληρώνονταν μεροκάματο, καθώς πολλοί δούλευαν χωρίς αμοιβή, μόνο για τα ένσημα! Το καπνεργατικό κίνημα, που τότε βρισκόταν στην πρωτοπορία μαζί με τα σωματεία των τσαγκάρηδων, των αυτοκινητιστών κ.ά., είχε κηρύξει απεργία ήδη από τις 29 Απριλίου. Η κατάσταση θυμίζει προεπαναστατική περίοδο. Η Θεσσαλονίκη είναι μια επαναστατημένη πόλη. Στο δρόμο δεν βγαίνουν μόνο οι 40.000 καπνεργάτες της πόλης αλλά ολοένα και πλατύτερα τμήματα εργατών. Οι απεργίες και οι διαδηλώσεις κορυφώνονται. Από τη άλλη πλευρά οργανώνεται και η αντίδραση. Στρατός, αστυνομία, χωροφυλακή και φασιστικές ομάδες όπως η περιβόητη 3-Ε (Εθνική Ένωσις Ελλάς) σπεύδουν να αναλάβουν δράση. Ήδη τα πρώτα επεισόδια καταγράφονται στις 6 του Μάη ενώ μονάδες του στρατού συγκρούονται με απεργούς τσαγκάρηδες. Είναι η μέρα που θα πέσει νεκρός ο Τάσος Τούσης και τις επόμενες 4 ημέρες θα ακολουθήσουν ακόμη 10 εργάτες, θύματα της ωμής στρατιωτικής καταστολής ενώ δεκάδες θα είναι οι τραυματίες. Μέχρι τις 9 του μήνα, 150.000-200.000 λαού διεκδικούν τη ζωή τους όλη στους δρόμους και τις πλατείες της πόλης, συνοδεύουν τους νεκρούς τους στην τελευταία τους κατοικία. Οι απεργοί και οι νεκροί εκείνου του Μάη πυροδοτούν την πυρκαγιά σε όλη την Ελλάδα αλλά τελικά θα τους προλάβει η μεταξική δικτατορία.
Οι 200 της Καισαριανής και ο πρώτος νεκρός της μεταπολίτευσης
Η θυσία των 200 ηρώων κρατουμένων του στρατοπέδου του Χαϊδαρίου στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής την 1η Μάη του 1944 εμπνέει ακόμη και σήμερα. Το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, που το πρωτοάνοιξαν οι ναζί το 1943, ήταν ένα κολαστήριο με 30.000 κρατούμενους. Η εκτέλεση των 200 έγινε ως αντίποινα για το θάνατο ενός Γερμανού στρατηγού και δύο υψηλόβαθμων αξιωματικών στο δρόμο Μολάων–Σπάρτης τον Απρίλη του 1944 έπειτα από ενέδρα του ΕΛΑΣ. Είναι αδύνατο να περιγραφούν σε ένα περιορισμένο κομμάτι ενός αφιερώματος οι εικόνες από τις εκτελέσεις εκείνο το πρωινό στο Σκοπευτήριο. Έπειτα ο βουβός θρήνος και το αίμα που πότισε τους δρόμους της μαρτυρικής προσφυγικής Καισαριανής και όλης της Αθήνας καθώς τις διέσχιζαν τα 20 φορτωμένα με εκτελεσμένα παλικάρια καμιόνια. Πως μπορείς να περιγράψεις με λόγια το λίπασμα της λευτεριάς και μια βροχή από λουλούδια που σκέπασε τον τοίχο;
Ο θάνατος του 16χρονου μαθητή Σιδέρη Ισιδωρόπουλου αποτελεί ίσως τον συνδετικό κρίκο της σύγχρονής μεταπολιτευτικής ιστορίας, των αγώνων και των νεκρών του εργατικού κινήματος και τους συνδέει σαν κόκκινο νήμα με τις προγενέστερες ματωμένες Πρωτομαγιές. Ο Σιδέρης ήταν μέλος της κομμουνιστικής οργάνωσης Μαχητής (Κ.Ο. Μαχητής) και της Μαθητικής Πρωτοπορίας και αποτέλεσε το πρώτο θύμα της καταστολής σε καιρό αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μετά τη χούντα. Ήταν 30 Απριλίου 1976 το βράδυ όταν μέλη της οργάνωσης κολλούσαν αφίσες προπαγανδίζοντας την απεργιακή συγκέντρωση της Πρωτομαγιάς, στην οποία η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά καλούσε στην πλατεία Κοτζιά. Κοντά στην οδό Πειραιώς οι αγωνιστές της ΚΟ Μαχητής έγιναν αντιληπτοί από περιπολία αστυνομικών που άρχισαν να τους καταδιώκουν. Ο Σιδέρης στην προσπάθειά του να ξεφύγει παρασύρθηκε από διερχόμενο την Πειραιώς αυτοκίνητο, τραυματίστηκε βαρύτατα και υπέκυψε το επόμενο πρωί. Η κηδεία του μετατράπηκε σε μεγαλειώδη αντικυβερνητική διαδήλωση. Όμως και η διαδήλωση εναντίον της κυβέρνησης με αφορμή τη δολοφονία του Σ. Ισιδωρόπουλου στην οποία κάλεσε για τις 4 Μαΐου η εξωκοινοβουλευτική και επαναστατική Αριστερά ήταν μεγαλειώδης. Δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές έσπασαν στην πράξη την απαγόρευση την οποία είχε επιβάλει η κυβέρνηση Καραμανλή και υποχρέωσαν τις αστυνομικές αύρες τις οποίες είχε παρατάξει με εντολή της κυβέρνησης η αστυνομία καθώς και τις ειδικές δυνάμεις να υποχωρήσουν. Η μόνη προοπτική για να δικαιωθούν οι αγώνες του χτες, το αίμα, ο ιδρώτας και το δάκρυ είναι οι νικηφόροι αγώνες και ρήξεις στο σήμερα και το αύριο. Το κόκκινο, δικό μας αύριο….