Δημήτρης Τζιαντζής
To Τσερνόμπιλ ήταν η μεγαλύτερη πυρηνική καταστροφή μετά τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Η Φουκουσίμα ήταν ένα ατύχημα εξίσου μεγάλου μεγέθους, ωστόσο μη συγκρίσιμο σε επίπεδο παρενεργειών και επιπτώσεων. Ο οικολογικός ακτιβισμός που εκδηλώθηκε στη συνέχεια έδωσε τη θέση του στον οικο-εθνικισμό που αποτέλεσε την αφορμή για τη διάλυση της ΕΣΣΔ.
Στις 26 Απριλίου συμπληρώνονται 33 χρόνια από τον πυρηνικό εφιάλτη του Τσερνόμπιλ, του χειρότερου πυρηνικού ατυχήματος στην ιστορία της ανθρωπότητας. Στο παρόν αφιέρωμα, λόγω περιορισμένου χώρου, θα επικεντρωθούμε στο πολιτικό υπόβαθρο των τραγικών γεγονότων που οδήγησαν στον εφιάλτη, με στοιχεία και από αποχαρακτηρισμένα αρχεία της πρώην ΕΣΣΔ.
Στις 25 Φεβρουαρίου 1986, δύο μήνες πριν την έκρηξη, ξεκίνησε το 27ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, το πρώτο με τον 54χρονο τότε Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στο τιμόνι του κόμματος, με κύριο στόχο την αντιστροφή της πορείας οικονομικής επιβράδυνσης της ΕΣΣΔ.
Στο συνέδριο αυτό ο Γκορμπατσόφ μίλησε για πρώτη φορά για την ανάγκη διαφάνειας (γκλάσνοστ) και αναδιάρθρωσης (περεστρόικα) της οικονομίας, ωστόσο η λέξη-κλειδί του συνεδρίου ήταν «επιτάχυνση». Σύμφωνα με την επίσημη γραμμή, η κρίση δεν ήταν δομική και οι ελλείψεις και οι καθυστερήσεις που παρατηρούνταν σε αγαθά και υπηρεσίες ήταν πρόσκαιρο φαινόμενο.
Γενική εκτίμηση ανάμεσα στους συνέδρους ήταν πως αυτό που είχε ανάγκη η οικονομία ήταν μια ώθηση μέσα από την «επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο». Αυτό που καμία πτέρυγα του κόμματος δεν αμφισβητούσε ήταν το «θαύμα της πυρηνικής ενέργειας» που θα αποτελούσε και την αιχμή της «επιτάχυνσης της οικονομίας». Αυτό επιβεβαίωσε στην μαραθώνια ομιλία του και ο Γκορμπατσόφ, που αναφέρθηκε στους «υποκειμενικούς και αντικειμενικούς» λόγους που η κομματική –και κρατική-–δραστηριότητα ήταν πίσω από τις απαιτήσεις. Τέτοιοι λόγοι ήταν η έλλειψη κινήτρων, η γραφειοκρατία κλπ. Εντούτοις, σύμφωνα με τις προβλέψεις των σοβιετικών οικονομολόγων, με ατμομηχανή τη στροφή στην πυρηνική ενέργεια η οικονομική παραγωγή σε λίγα χρόνια θα μπορούσε να διπλασιαστεί.
Οι τέσσερις πυρηνικοί αντιδραστήρες του Τσερνόμπιλ είχαν ξεπεράσει τους προβλεπόμενους στόχους σε παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, άλλοι δύο βρίσκονταν υπό κατασκευή, ενώ στο μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό ήταν η δημιουργία τεσσάρων επιπλέον αντιδραστήρων στην άλλη πλευρά του ποταμού Πρίπιατ (θα έφταναν συνολικά τους 10). Κανείς ωστόσο δεν περίμενε τι θα ακολουθούσε. Η «διαφάνεια» και η πορεία «εκδημοκρατισμού» της περιόδου σήμαινε ότι τα στελέχη μπορούσαν να εκφράσουν τις διαφωνίες τους χωρίς το φόβο να φυλακιστούν. Ωστόσο η λογοκρισία ήταν ακόμα έντονη. Π.χ ο διευθυντής του πυρηνικού προγράμματος, σε συνέντευξη του σε κρατική εφημερίδα, είχε επιστήσει την προσοχή στο ζήτημα της ασφάλειας και οι σχετικές αναφορές κόπηκαν. Το πρόβλημα (που οι υπεύθυνοι γνώριζαν) ήταν ότι η Σοβιετική Ένωση είχε επιλέξει να χρησιμοποιήσει την τεχνολογία RBMK στους αντιδραστήρες. Με αυτό τον τρόπο οι αντιδραστήρες παρήγαν περισσότερη ενέργεια με μικρότερο κόστος, ωστόσο ήταν λιγότερο ασφαλείς από τους δυτικούς και δεν είχαν πρόσθετη θωράκιση για περίπτωση ατυχήματος. Ο σχεδιαστής τους επέμενε ότι ήταν τόσο ασφαλείς ώστε «μπορούσες να τους εγκαταστήσεις στην Κόκκινη Πλατεία» ή «κάτω από την κλίνη νεόνυμφων».
Εξαιτίας της καταστροφής, η πυρηνική ενέργεια δεν επιτάχυνε την οικονομική ανάπτυξη αλλά το τέλος της ΕΣΣΔ.
Όμως στις δοκιμές είχε παρατηρηθεί μια τεράστια σχεδιαστική αδυναμία. Σε συνθήκες λειτουργίας χαμηλής ενέργειας ο αντιδραστήρας γινόταν απρόβλεπτος. Όπως είχε ειπωθεί χαρακτηριστικά: «Είναι σαν να οδηγείς ένα αυτοκίνητο που να τρέχει με 60 χιλιόμετρα την ώρα. Όταν αφήνεις το γκάζι το αυτοκίνητο αντί να μειώσει ταχύτητα, ανεβαίνει στα 120 χιλιόμετρα και στη συνέχεια φτάνει τα 300!». Αυτό δεν το έλαβαν υπόψη οι υπεύθυνοι βάρδιας του αντιδραστήρα του Τσερνόμπιλ τη μοιραία βραδιά της 26ης Απριλίου του 1986, όταν πραγματοποίησαν μια σειρά προγραμματισμένων ελέγχων και δοκιμών. Στο πλαίσιο της δοκιμής αυτής, οι τεχνικοί έκαναν εγκληματικά λάθη, έκλεισαν τα αυτόματα συστήματα ρύθμισης της ισχύος της τέταρτης μονάδας του σταθμού, καθώς και τα συστήματα ασφαλείας, αφήνοντας τον αντιδραστήρα να λειτουργεί με το 7% της ισχύος του. Στη 1:23 το πρωί, η αλυσιδωτή αντίδραση στον τέταρτο αντιδραστήρα προκάλεσε διαδοχικές εκρήξεις, που τίναξαν στον αέρα το ατσάλινο περίβλημα του αντιδραστήρα, βάρους χιλίων τόνων. Τεράστιες ποσότητες ραδιενεργού υλικού σκορπίστηκε στον αέρα, μέσω του οποίου μεταφέρθηκε στις γύρω περιοχές με ταχείς ρυθμούς. Η οροφή του αντιδραστήρα είχε πιάσει φωτιά, ένας τεχνικός εξαϋλώθηκε από την έκρηξη και οι υπόλοιποι τα είχαν χαμένα βλέποντας τη θερμοκρασία να ανεβαίνει επικίνδυνα. Μέσα σε σύντομο διάστημα, από τη ραδιενέργεια και από εγκαύματα λόγω της υψηλής θερμοκρασίας, πέθαναν 28 πυροσβέστες που έσπευσαν στο χώρο του ατυχήματος και άλλοι 19 τα επόμενα χρόνια.
Οι πρώτες αναφορές έκαναν λόγο για «έκρηξη του συστήματος ύδρευσης». Κανείς δεν ήθελε να πιστέψει πως εξερράγη ο ίδιος ο αντιδραστήρας. Με το ραδιενεργό ιώδιο να μεταφέρεται στη διπλανή πόλη του Πρίπιατ (50.000 κατοίκων, τεχνικών του σταθμού, εργατών και συγγενών τους), η αντίδραση των υπευθύνων ήταν εξαιρετικά αργή. Η πρώτη κίνηση της Μόσχας ήταν να επιβάλει επικοινωνιακό αποκλεισμό του Πρίπιατ ώστε να μη μεταδοθούν πληροφορίες προς και από το Πρίπιατ σχετικά με το ατύχημα. Η προσπάθεια συγκάλυψης της καταστροφής αποδείχτηκε αποτελεσματική στο πρώτο μεγάλο πυρηνικό ατύχημα στο Κιστίμ της ΕΣΣΔ το 1957, ωστόσο αυτή τη φορά ο όλεθρος δεν μπορούσε να κουκουλωθεί. Η ραδιενέργεια γρήγορα έφτασε στη Σουηδία και στη συνέχεια σε ολόκληρη την Ευρώπη. Χρειάστηκε η παρέμβαση της σουηδικής κυβέρνησης για να παραδεχτεί η ΕΣΣΔ ότι συνέβη ένα «περιορισμένης έκτασης ατύχημα». Η αντίδραση του κρατικού μηχανισμού εξαιτίας και της γραφειοκρατίας δεν ήταν άμεση. Δεν δόθηκαν οδηγίες στους κατοίκους τι να προσέξουν ενώ η εκκένωση των γειτονικών περιοχών έγινε με δραματικά αργά ρυθμούς. Αποκορύφωμα αυτής της στάσης ήταν η απόφαση της ΕΣΣΔ να πραγματοποιηθεί πέντε μέρες μετά το ατύχημα παρέλαση στους δρόμους του Κιέβου για την 1η Μάη με τα επίπεδα ραδιενέργειας να χτυπάνε κόκκινο. Ο κρατικός μηχανισμός άργησε να πάρει μπροστά, ωστόσο στη συνέχεια η προσπάθεια περιορισμού των επιπτώσεων αποτέλεσε τη μεγαλύτερη μάχη της ΕΣΣΔ μετά το Β’ Παγκόσμιο. Πάνω από 600.000 άνθρωποι κινητοποιήθηκαν και εργάστηκαν τους επόμενους μήνες, άλλοι με άγνοια κινδύνου, άλλοι με ανταλλάγματα (με παροχή ιδιωτικών κινήτρων) και άλλοι από αγνό κομματικό πατριωτισμό για την αποφυγή δεύτερης μεγάλης έκρηξης και τη μείωση των επιπέδων ραδιενέργειας. Η κινητοποίηση μπορεί να συγκριθεί μόνο με επιστράτευση πολεμικής περιόδου με τη διαφορά ότι στην περίπτωση του Τσερνόμπιλ ο αντίπαλος ήταν αόρατος. Ωστόσο σε πολιτικό επίπεδο η ΕΣΣΔ και ο Γκορμπατσόφ είχαν ήδη χάσει τη μάχη. Οι κάτοικοι των περιοχών που επλήγησαν περισσότερο από τη ραδιενέργεια ζητούν κλείσιμο των πυρηνικών εργοστασίων και στη συνέχεια ανεξαρτησία κατηγορώντας τη Μόσχα ότι δεν είπε την αλήθεια για το μέγεθος του κινδύνου.