Γεράσιμος Λιβιτσάνος
Μόνο κάποιος αφελής δεν κατανοεί ότι η κυβέρνηση έχει επιλέξει να αναδείξει σε νούμερο ένα θέμα της προεκλογικής περιόδου το σκάνδαλο της Novartis. Θέλει να το κάνει, προσαρμόζοντας μία υπαρκτή υπόθεση διασπάθισης δημόσιου χρήματος σε όλα τα επίπεδα, στην προεκλογική της εκστρατεία. Απογυμνώνοντάς την δηλαδή από την ουσία της, που δεν είναι άλλη από τη διαιώνιση της εξάρτησης του δημόσιου συστήματος υγείας από τις πολυεθνικές του φαρμάκου.
Ήδη με το αίτημα για άρση της βουλευτικής ασυλίας του πρώην υπουργού Ανδρέα Λοβέρδου, το οποίο συζητείται την ερχόμενη Παρασκευή στην ολομέλεια της Βουλής –μάλλον σε επίπεδο αρχηγών– ξεκίνησε το πρώτο επεισόδιο. Η εισαγγελική παραγγελία για τον Ανδρέα Λοβέρδο περιλαμβάνει μαρτυρίες που τον θέλουν να έχει ευνοήσει τη Novartis σε τέσσερα φαρμακευτικά σκευάσματα και να έχει λάβει από τον επικεφαλής της Κωνσταντίνο Φρουζή 200.000 ευρώ ως αντάλλαγμα. Θρυλείται, μάλιστα, ότι ανάλογες διαδικασίες θα κινηθούν για ένα ή δύο ακόμη πολιτικά πρόσωπα από τα πέντε συνολικά που ερευνώνται. Νέα Δημοκρατία και Κίνημα Αλλαγής, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την προεκλογική αυτή τακτική του ΣΥΡΙΖΑ, είτε επιχειρούν να αναδείξουν άλλα σκάνδαλα –όπως την υπόθεση Πετσίτη– είτε να «κρύψουν» τις δεδομένεςπ ολιτικές και τις τυχόν ποινικές ευθύνες τους πίσω από τον νόμο περί ευθύνης υπουργών.
Όλα αυτά την ίδια στιγμή που οι απώλειες του δημοσίου από την υπερτιμολόγηση των φαρμάκων, είτε μέσω του ιατρικού κατεστημένου είτε στην εργοστασιακή τους τιμή, φτάνουν τα 70 δισεκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΟΕΝΓΕ. Μάλιστα, από την πλευρά των νοσοκομειακών γιατρών καταγγέλλεται ότι το ίδιο σύστημα προμήθειας των νοσοκομείων, αυτό δηλαδή που δημιούργησε το σκάνδαλο της Novartis, συνεχίζει να ισχύει έως και σήμερα.
Το γιατί συμβαίνει αυτό έχει ήδη απαντήσει βέβαια ο ίδιος ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός που σε συνάντηση με τους φορείς του φαρμάκου περιέγραψε τη φαρμακευτική πολιτική της κυβέρνησης, λέγοντας ότι μέχρι τώρα «χωρίς αξιολόγηση υπήρχε έγκριση αποζημίωσης και χωρίς ορθολογική συνταγογράφηση δίνονταν τα φάρμακα». Μάλιστα, αποκάλεσε τη «νέα κατάσταση» ως «παρέμβαση που θα στηριχθεί από όλους τους εμπλεκόμενους στο πεδίο της πολιτικής υγείας και ιδιαίτερα της αγοράς φαρμάκου. Δηλαδή, και από την πλευρά της βιομηχανίας και από την πλευρά του εμπορίου και από την πλευρά των γιατρών που συνταγογραφούν».
Η κυβέρνηση επιχειρεί να πείσει ότι σε όλους αυτούς που θησαυρίζουν θα έρθει κάποιου είδους επιφοίτηση και θα αποφασίσουν να βάλουν φρένο στην κερδοφορία τους. Ή ότι είναι τόσο στιβαρή η κυβερνητική παρουσία που θα τους εξαναγκάσει. Ισχυρισμός που ακούγεται μάλλον αστείος, αν αναλογιστεί κανείς ότι –ενώ λέγονται τόσα πολλά για το σκάνδαλο Novartis– στο ελληνικό τμήμα της εταιρίας δεν έχει επιβληθεί πρόστιμο ούτε ένα ευρώ. Κατά τα πρότυπα της Siemens, η Novartis παραμένει ένας από τους βασικούς προμηθευτές του δημοσίου. Με απλά λόγια, η κυβέρνηση θέλει να συνεχίσει την ίδια πολιτική και να εκμεταλλευτεί τις ρεμούλες των προηγούμενων για ευκαιριακό εκλογικό όφελος. Και αυτό, όμως, ειναι αμφίβολο αν θα το καταφέρει σε ικανοποιητικό βαθμό, αφου πρώτα πρέπει να εντοπίσει λογαριασμούς και χρήματα. Πράγμα εξαιρετικά δύσκολο στο καθεστώς που και η ίδια συντηρεί, και επιτρέπει την «ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων», χωρίς ίχνη και σκοτούρες.