Ανάλυση
Γιώργος Παυλόπουλος
Η ημερίδα που διοργάνωσε το περασμένο Σάββατο η Πρωτοβουλία Διαλόγου για ένα σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα ανέδειξε με έμφαση τρία βασικά στοιχεία: Τον πραγματικό χαρακτήρα της ΕΕ του κεφαλαίου, το βάθος και τη διάρκεια της κρίσης στην οποία βρίσκεται εδώ και μια δεκαετία και, τέλος, την επιτακτικότητα και τον ρεαλισμό της γραμμής για ρήξη μέχρι το τέλος και αποδέσμευση.
Δεν διορθώνεται, δεν πωλείται, δεν χαρίζεται – ανατρέπεται!
Από τη σύλληψή του μετά τον πόλεμο και τα πρώτα του βήματα μέχρι σήμερα, το εγχείρημα της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης της Ευρώπης έχει συγκεκριμένο DNA: Ανταποκρίνεται στις ανάγκες του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και, γι’ αυτό, αποτελεί εξ’ ολοκλήρου (αν και όχι πάντα εξ’ αδιαιρέτου…) δική του ιδιοκτησία, η οποία δεν πωλείται, δεν εκχωρείται και δεν μεταβιβάζεται. Ο χαρακτήρας και ο σκοπός του είναι αδιαπραγμάτευτος και, παρά τις κατά περιόδους αναγκαίες αναπροσαρμογές, δεν μπορεί να αλλάξει από τα μέσα. Με άλλα λόγια, η ΕΕ του κεφαλαίου και των κυβερνήσεών του δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να οδηγήσει στην «Ευρώπη των λαών», της ειρήνης, της δημοκρατίας και των εργατικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων.
Προφανώς, από την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα το 1951 και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το 1957, μέχρι τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση και την ΟΝΕ (το 1993 με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ), η πορεία της ολοκλήρωσης δεν υπήρξε ποτέ ευθύγραμμη και αδιατάρακτη, ούτε ενιαία για όλα τα κράτη-μέλη. Σε κάθε περίοδο, οι προτεραιότητες ήταν διαφορετικές: Στην πρώτη φάση, η εσωτερική σταθεροποίηση των αδύναμων ακόμη αστικών καθεστώτων και η ανοικοδόμηση, που ναι μεν είχαν ως πρωταγωνιστές τους μέχρι πριν λίγα χρόνια εχθρούς, αλλά ταυτόχρονα απαιτούσαν ένα μίνιμουμ σύγκλισης ανάμεσα στους «εταίρους», καθώς και κοινωνικής συναίνεσης και ειρήνης. Αργότερα, στη δεύτερη φάση, προβάδισμα πήρε η διαμόρφωση και ενίσχυση των υπερεθνικών θεσμών, όπως υπαγόρευε η αντικειμενική τάση της καπιταλιστικής διεθνοποίησης, με συνέπεια την απορρόφηση μεγάλου μέρους των οικονομικών και πολιτικών αρμοδιοτήτων και λειτουργιών του «εθνικού κράτους» από τα κέντρα των Βρυξελλών και της Φρανκφούρτης.
Όταν σήμανε η ώρα της μεγάλης κρίσης και των ανταγωνισμών, όμως, ο βασιλιάς έμεινε γυμνός.
Η στάση απέναντι στην ΕΕ είναι οργανικά δεμένη με το ζήτημα της σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής, είναι η λυδία λίθος για το κίνημα και την αντικαπιταλιστική πάλη
Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σήμερα σε βαθιά κρίση. Για την ακρίβεια, βρίσκεται σε κρίση εδώ και μια δεκαετία περίπου, την οποία όχι απλώς δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει, παρά τα εκατοντάδες δισ. ευρώ που έχουν δοθεί στις τράπεζες και τα τρισ. που έχει τυπώσει η ΕΚΤ για να σταματήσει την πορεία προς τον γκρεμό, αλλά βλέπει έντρομη τα σημάδια ενός νέου γύρου που πλησιάζει και ενδεχομένως να είναι ακόμη πιο καταστροφικός.
Πρόκειται για μία κρίση η οποία εκδηλώθηκε και συνεχίζει να εκδηλώνεται ταυτόχρονα και με σφοδρότητα σε όλα τα επίπεδα: οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό, θεσμικό, ιδεολογικό. Η αδυναμία επίτευξης σχετικά υψηλών και βιώσιμων ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ, η ασυμφωνία Βερολίνου και Παρισιού για την τραπεζική ένωση, τη φορολογία και την μετεξέλιξη της ευρωζώνης, ο πολλαπλασιασμός των εστιών σύγκρουσης ανάμεσα στα κράτη-μέλη, όπως αναδεικνύεται τόσο στην περίπτωση του Brexit όσο και στο μπρα-ντε-φερ του «διευθυντηρίου» των Βρυξελλών με την Ιταλία και τις χώρες της «Ομάδας του Βίζεγκραντ», η ενίσχυση της ρατσιστικής-φασιστικής Ακροδεξιάς σε όλα τα μήκη και πλάτη της Ευρώπης, η αποδυνάμωση των παραδοσιακών πολιτικών στρατοπέδων, οι κοινωνικές εκρήξεις σε μια σειρά χώρες (Γαλλία με τα «Κίτρινα Γιλέκα», Ουγγαρία κ.λπ), δεν είναι τίποτε άλλο παρά πλευρές αυτής ακριβώς της κρίσης.
Πρόκειται για μια κρίση, επίσης, η οποία έχει προκαλέσει κοινωνικό Αρμαγεδδώνα, διευρύνοντας το χάσμα πλούσιων και φτωχών και εξωθώντας δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους στον αστερισμό της εξαθλίωσης, όχι μόνο στον Νότο, αλλά και εντός του ανεπτυγμένου Βορρά. Σήμερα, περίπου ο ένας στους τέσσερις Ευρωπαίους κινείται στο όριο της φτώχειας ή κάτω από αυτό. Οι άνεργοι ξεπερνούν τα 17 εκατομμύρια επισήμως, ενώ στην πραγματικότητα είναι πολύ περισσότεροι. Η μερική και επισφαλής εργασία κερδίζει διαρκώς έδαφος έναντι της μόνιμης και κανονικής, διευρύνοντας έτσι τη ζώνη των «εργαζόμενων φτωχών», ειδικά στις γραμμές της νεολαίας, που σηκώνει αναλογικά πολύ μεγαλύτερο βάρος, μαζί φυσικά με τις γυναίκες και τις μειονότητες.
Πρόκειται για μια κρίση, τέλος, η οποία εντείνεται από την όξυνση του διεθνούς ανταγωνισμού, καθώς αυτός τεντώνει ακόμη περισσότερο το σκοινί των αντιθέσεων και εντός της ΕΕ, απειλώντας τις υπάρχουσες και ούτως ή άλλως λεπτές ισορροπίες. Η διαφορετική στάση απεναντι σε μια σειρά καίρια ζητήματα, όπως είναι ο επαπειλούμενος εμπορικός πόλεμος με τις ΗΠΑ, οι σχέσεις με το ΝΑΤΟ, το δέλεαρ και την ταυτόχρονη απειλή των κινέζικων επενδύσεων, οι ενεργειακοί (και όχι μόνο δεσμοί) με τη Ρωσία, αποτυπώνουν ακόμη πιο έντονα τις ρωγμές που υπάρχουν και συνεχίζουν να δημιουργούνται στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Αυτήν ακριβώς την κρίση, το ευρωπαϊκό κεφάλαιο και κυρίως ο ηγεμονικός γαλλογερμανικός άξονας επιχειρούν να την ξεπεράσουν με μια φυγή προς τα εμπρός, με μια νέα βουτιά στα ακόμη πιο βαθιά και μαύρα νερά της αντίδρασης. Εξαπολύοντας μια νέα πανευρωπαϊκή αντιλαϊκή επίθεση, η οποία θα συνοδεύεται από περαιτέρω «κούρεμα» των εργατικών κατακτήσεων και των δημοκρατικών-λαϊκών ελευθεριών και δικαιωμάτων, με ένα νέο γύρο αναδιανομής προς όφελος του κεφαλαίου, με τη δημιουργία της Ευρώπης-φρουρίου απέναντι στους λαούς. Βασικός μοχλός αυτής της επίθεσης, η οποία αποτελεί αντικειμενική ανάγκη του κεφαλαίου και των αστικών τάξεων της Ευρώπης, είναι η λεγόμενη «οικονομική και νομισματική ενοποίηση» και το ευρώ, που θα αποδείξει για μια ακόμη φορά ότι είναι ένα βαθύτατα ταξικό νόμισμα, το οποίο δεν μπορεί να αποσπαστεί από την πολιτική που ενσαρκώνει – του Δημοσιονομικού Συμφώνου, του διαρκούς ελέγχου των εθνικών προϋπολογισμών από την Κομισιόν, του υπό ίδρυση ευρωπαϊκού ΔΝΤ. Γι’ αυτό, άλλωστε, δεν αρκεί η αντικατάστασή του με τη δραχμή ή με ένα οποιοδήποτε άλλο νόμισμα, αλλά είναι αναγκαία η συνολική ανατροπή αυτής της πολιτικής, στο πλαίσιο του αγώνα για ρήξη και αποδέσμευση από την ΕΕ, από τα κάτω και από τα αριστερά.
Η κρίση επιχειρείται να ξεπεραστεί και με εξωστρέφεια. Με ένταση, δηλαδή, των πολεμικών σχεδιασμών και επεμβάσεων, πρώτα και κύρια στην γειτονιά της Ευρώπης – νοτιοανατολική Μεσόγειο, Μέση Ανατολή και βόρεια Αφρική. Κι αυτό προϋποθέτει, όπως είναι σαφές, τη συγκρότηση ισχυρού ευρωστρατού, ο οποίος θα μπορεί να δρα και αυτόνομα από τους Αμερικανούς και το ΝΑΤΟ, ενώ θα εφοδιάζεται από μια ρωμαλέα πολεμική βιομηχανία η οποία, παράλληλα, θα κατακτά και σημαντικό μερίδιο στις διεθνείς αγορές.
Πρακτικά λοιπόν και με βάση όλα τα παραπάνω, το ερώτημα που τίθεται επιτακτικά σήμερα είναι το εξής: Θα παραμείνουν οι λαοί της Ευρώπης ες αεί σκλάβοι της ΕΕ και του ευρώ του κεφαλαίου, αλυσοδεμένοι στη γαλέρα της κερδοφορίας του, τραβώντας ασταμάτητα και πιο γρήγορα κουπί, στερούμενοι ακόμη και του αναγκαίου διαλείμματος και της σύντομης ανάσας, που πλέον χαρακτηρίζονται πολυτέλεια; Θα υποταχτούν στον φόβο που προκαλεί η παντοδυναμία του αντιπάλου, ο αντίλαλος της ήττας, η δική τους αδυναμία και ατολμία να χαράξουν αυτόνομα μια διαφορετική πορεία, αλλά και η απειλή ότι θα χάσουν ακόμη και τα λίγα που έχουν εάν σηκώσουν κεφάλι; Και θα παραμείνουν εγκλωβισμένοι στις αυταπάτες ότι αργά ή γρήγορα κάτι θα αλλάξει προς το καλύτερο, χωρίς να χρειαστεί να «λερώσουν» τα χέρια τους;
Ή, αντιθέτως, θα επιλέξουν για μια ακόμη φορά να γυρίσουν οι ίδιοι τον τροχό της ιστορίας και να μετατραπούν από αντικείμενα σε υποκείμενά της; Θα επιχειρήσουν το αναγκαίο άλμα προς το μέλλον, διεκδικώντας τη ζωή τους και την ικανοποίηση των πραγματικών τους αναγκών σήμερα και όχι στη… δευτέρα παρουσία; Θα αναδείξουν την ανάγκη, τον ρεαλισμό και τη γοητεία της επαναστατικής ανατροπής μέσα από τους καθημερινούς αγώνες, που διεκδικούν και πετυχαίνουν νίκες εδώ και τώρα;
Όπως και να έχει, στις σημερινές συνθήκες, η θέση απέναντι στην ΕΕ αποτελεί τη λυδία λίθο για τη συνολική πολιτική στάση του καθενός, μεμονωμένα ή ως συλλογικότητας, καθώς και για το κίνημα και την αντικαπιταλιστική πάλη, ενώ είναι οργανικά δεμένη με το ζήτημα της σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής. Σε αντίθεση δε με ό,τι πιστεύουν ορισμένοι και θέλουν να μας κάνουν να αποδεχτούμε, η εμπειρία της Ελλάδας έχει αποδείξει ότι ενώ η επιλογή παραμονής στην ΕΕ φέρνει διαρκή μνημόνια, περισσότερη φτώχεια και μας πάει πιο βαθιά στον σύγχρονο Μεσαίωνα, η ρήξη και αποδέσμευση από την ΕΕ είναι ο μοναδικός δρόμος που μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερες μέρες τον λαό.
Αρκεί αυτός να κατανοήσει ότι είναι ο μόνος που μπορεί να πάει την υπόθεση ως το τέλος, αποφασιστικά και ανυποχώρητα, παίρνοντας την υπόθεση στα χέρια του.
Ακροδεξιά: Ούτε αντι-ΕΕ ούτε αντισυστημική
Η αταβιστική αντίδραση των λαών και ο αστικός εθνικισμός
Η σύγκρουση διαρκείας που διεξάγεται γύρω από το Brexit έχει και κάποιες θετικές πλευρές. Όπως, για παράδειγμα, το γεγονός ότι τόσο οι Βρετανοί όσο και ολοένα περισσότεροι Ευρωπαίοι συνειδητοποιούν πόσο οργανικά δεδεμένη είναι η ΕΕ με κάθε πλευρά της καθημερινής τους ζωής. Κάτι, δηλαδή, που αρχικά είχαν βιώσει με τον πιο βίαιο τρόπο οι Έλληνες και οι άλλοι λαοί που βρέθηκαν κάτω από τον ζυγό των μνημονίων και της ασφυκτικής επιτήρησης ή απειλήθηκαν με την επιβολή ενός αντίστοιχου καθεστώτος.
Αυτό ακριβώς το στοιχείο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην – αταβιστική, σε μεγάλο βαθμό – στροφή προς το «εθνικό». Με άλλα λόγια, το ταξικό ένστικτο των λαϊκών στρωμάτων στις περισσότερες χώρες της ΕΕ τα οδήγησε στο συμπέρασμα πως είναι ζωτικής σημασίας η υπεράσπιση της λαϊκής κυριαρχίας σε κάθε χώρα και ο απεγκλωβισμός από τα δεσμά των Βρυξελλών. Κι αυτό είναι κάτι που με τη σειρά του, βοηθούσας και της εκκωφαντικής απουσίας της αντι-ΕΕ Αριστεράς στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, έπαιξε καθοριστικό ρόλο για τη στροφή προς την Ακροδεξιά. Πολύ περισσότερο, καθώς αυτή εξέφρασε ανάγκες και επιδιώξεις τμημάτων του «εθνικού» κεφαλαίου (Ιταλία, Βρετανία κ.λπ), ενώ αποτέλεσε την ιδανική δικαιολογία στις αστικές τάξεις και τις κυβερνήσεις τους για μια ταχεία στροφή προς την αντίδραση.
Πρέπει να είναι καθαρό, άλλωστε ότι η Ακροδεξιά δεν αναπτύσσεται κυρίως ως αντίπαλος της αστικής δημοκρατίας και της ΕΕ, με στόχο την κατάργησή τους, ούτε είναι αντισυστημική. Αποτελεί, αντιθέτως, βασική μορφή εκφυλισμού και έκφρασης της παρακμής τους και, ταυτόχρονα, είναι το επιθετικό όχημα και η αιχμή του δόρατος της συνολικής αντιδραστικής στροφής του συστήματος εξουσίας και του ολοκληρωτικού καπιταλισμού της εποχής μας, όπως αποδεικνύεται ειδικά στην περίπτωση της Γαλλίας και του Μακρόν.
Πολλαπλά χαμένη η Ελλάδα από την ΕΕ
Σχεδόν 40 χρόνια μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και 20 στην ΟΝΕ, οι μύθοι περί σύγκλισης, δημοκρατίας και γης της επαγγελίας έχουν καταρρεύσει παταγωδώς. Η πρωτογενής παραγωγή και η βιομηχανία έχουν κυρολεκτικά καταστραφεί, όπως αποδεικνύει και η αμαρτωλή ιστορία της ΕΒΖ. Είναι χαρακτηριστικό ότι η χώρα έχει μετατραπεί από εξαγωγέα σε εισαγωγέα αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, με το αγροτικό έλλειμμα να φτάνει τα 3,5-4 δισ. ευρώ τον χρόνο, όταν οι επιδοτήσεις από την ΚΑΠ δεν υπερβαίνουν τα 2,5 δισ.
Η ανάπτυξη αυτά τα χρόνια είχε ως αποτέλεσμα την τρελή κερδοφορία του κεφαλαίου, με αποτέλεσμα το ληστρικό δημόσιο χρέος να εκτιναχθεί από το 20% του ΑΕΠ το 1981 σε πάνω από 180% σήμερα. Αντί όμως για εξίσωση προς τα πάνω μισθών, συντάξεων και κοινωνικών παροχών, η συμπίεση είναι ταχύτατη και παροιμιώδης, με διάλυση του κοινωνικού κράτους, της δημόσιας υγείας και παιδείας, ισοπέδωση του ασφαλιστικού συστήματος και μετατροπή των συντάξεων σε ελεημοσύνη και των μισθών σε φιλοδωρήματα, ειδικά για τη νεολαία. Παράλληλα, η δημόσια περιουσία και ο φυσικός πλούτος της χώρας ξεπουλιούνται στον βωμό της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και των τοκογλύφων-δανειστών, με το Υπερταμείο να έχει βάλει χέρι ακόμη και στα ιστορικά-πολιτιστικά μνημεία.
Η δε δημοκρατία όχι απλώς δεν εμβαθύνθηκε, αλλά αντικαταστάθηκε από τα διαρκή μνημόνια, τους ευρωτρομονόμους, το φακέλωμα, τη σχολή πρακτόρων της ΕΕ, τη συμφωνία-καρμανιόλα με την Τουρκία που έχει μετατρέψει τα νησιά σε αποθήκες σωμάτων και ψυχών, την ένταση του ρατσισμού. Όσο για την πιο αποτελεσματική προστασία από τις «εξωτερικές απειλές», τη θέση της έχει πάρει η επικίνδυνη όξυνση του ανταγωνισμού με την Τουρκία και οι επιθετικές βλέψεις σε ΝΑ Μεσόγειο και Βαλκάνια.