Επιθετική πολιτική από κυβέρνηση και κεφάλαιο, με τις πλάτες ΗΠΑ, ΕΕ και Ισραήλ
Γιώργος Παυλόπουλος
Τουλάχιστον στην εξωτερική πολιτική, οφείλει κανείς να αναγνωρίσει στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ότι έχει επιδείξει συνέχεια και συνέπεια. Όπως φαίνεται δε, οι στόχοι της εκφράζουν τα συμφέροντα του μεγαλύτερου μέρους της αστικής τάξης της χώρας – που ενστερνίζεται την κοσμοπολίτικη και οικονομική πλευρά του εθνικισμού και όχι την πολεμική του εκδοχή. Κι αυτό είναι κάτι που αποδεικνύεται και από το ύφος και από το περιεχόμενο της κριτικής που ασκείται πλέον κατά της κυβέρνησης στο συγκεκριμένο μέτωπο, η οποία δεν συγκρίνεται με τον «πόλεμο» που είχε πυροδοτήσει η Συμφωνία των Πρεσπών.
Η νέα τριμερής σύνοδος Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, καθώς ούτε η ΝΔ ούτε οι γνωστοί εθνικόφρονες και Μακεδονομάχοι τόλμησαν να επικρίνουν ανοιχτά τον Τσίπρα για τις συμφωνίες του με τους Νετανιάχου και Αναστασιάδη, παρουσία του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών. Αντιθέτως, έστω και χωρίς τυμπανοκρουσίες, επικρότησαν την ενίσχυση της θέσης της χώρας, αποδεικνύοντας πόσο γλυκό είναι το «μέλι» των ενεργειακών κοιτασμάτων (έστω κι αν οι ημέτεροι δεν πρόκειται να γευτούν παρά την… άκρη ενός κουταλιού από αυτά και ο αγωγός East Med παραμένει για την ώρα μακρινό όνειρο), αλλά και πόσο δελεαστική είναι η προοπτική της αναβάθμισης σε στρατηγικό εταίρο των Αμερικανών στην περιοχή.
Ακόμη και τα όσα ειπώθηκαν στη συνάντηση Κατρούγκαλου και Τσαβούσογλου αυτή την εβδομάδα δεν προκάλεσαν τις αντιδράσεις που ενδεχομένως θα ανέμενε κανείς, όπως αποδεικνύουν τα σχόλια της ΝΔ και τα πρωτοσέλιδα των περισσότερων φιλικών της ΜΜΕ. Σημειώνεται ότι ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά κατά λέξη τις θέσεις του προκατόχου του Κοτζιά, δήλωσε ότι «βλέπουμε θετικά τη συμμετοχή της Τουρκίας στην ενεργειακή εξίσωση της ανατολικής Μεσογείου» και πρόσθεσε ότι «ουδείς μπορεί να την αποκλείσει από αυτή την περιοχή, όταν έχει τόσα χιλιόμετρα ακτή στη Μεσόγειο». Βρήκε, μάλιστα, ανταπόκριση από τον Τούρκο ομόλογό του, ο οποίος τόνισε ότι η χώρα του «είναι έτοιμη για κάθε συνεργασία στη Μεσόγειο, στα θέματα ενέργειας και οικονομίας», θέτοντας την (μάλλον αυτονόητη για τα διπλωματικά δεδομένα) προϋπόθεση «της προστασίας των δικαιωμάτων όλων, όπως οι Τουρκοκύπριοι».
Είναι, επίσης, γεγονός ότι και στο επίμαχο θέμα της Βόρειας Μακεδονίας, οι τόνοι της αντιπαράθεσης έχουν πέσει αισθητά. Εξάλλου, η επικείμενη επίσκεψη του Τσίπρα στα Σκόπια, στις 2 Απριλίου, δίνει σαφώς την αίσθηση ότι γίνεται από θέση ισχύος και με τον αέρα του νικητή, κάνοντας τις θεωρίες περί του (υπαρκτού αλλά αδύναμου) αλυτρωτισμού της γειτονικής χώρας που απειλεί την ακεραιότητα της Ελλάδας να μοιάζουν με φληναφήματα. «Η Ελλάδα είναι αποφασισμένη να συνεχίσει να χτίζει πάνω στα όσα πετύχαμε με τη Συμφωνία των Πρεσπών (…) Θα εξετάσουμε τρόπους εμβάθυνσης της συνεργασίας μας σε μια σειρά από τομείς κοινού ενδιαφέροντος. Από το εμπόριο, τις οικονομικές ανταλλαγές, τον τουρισμό, την ενέργεια, τον πολιτισμό, μέχρι τη στρατιωτική και αστυνομική συνεργασία», είχε πει ο πρωθυπουργός από το βήμα του φόρουμ των Δελφών – και σπεύδει να το κάνει πράξη.
Κλιμακώνεται επικίνδυνα η κόντρα των αστικών τάξεων Ελλάδας-Τουρκίας
Γι’ αυτό ακριβώς, στο ταξίδι του θα συνοδεύεται από πλειάδα επιχειρηματιών, οι οποίοι μύρισαν νέες δυνατότητες επενδύσεων και κερδοφορίας τώρα που δεν υπάρχουν περιττά πολιτικά εμπόδια. Για τον ίδιο λόγο αναμένεται, λίγες μέρες αργότερα, να ακολουθήσει ο υπουργός Άμυνας και πρώην αρχηγός ΓΕΕΘΑ, Ευ. Αποστολάκης, μεταφέροντας πρόταση η οποία περιλαμβάνει και την από αέρος προστασία της Βόρειας Μακεδονίας από ελληνικά μαχητικά (η ίδια δεν διαθέτει πολεμική αεροπορία), για λογαριασμό φυσικά του ΝΑΤΟ!
Με βάση όλα τα παραπάνω, είναι φανερό ότι οι εξελίξεις δίνουν το δικαίωμα στην ελληνική αστική τάξη να νιώθει πιο ισχυρή και, κατά συνέπεια, ικανή να κοιτάξει στα μάτια τον βασικό ανταγωνιστή της – την τουρκική, η οποία διαπιστώνει ότι απειλείται η σχετική υπεροχή που έχει κατοχυρώσει σε διάφορους τομείς και αντιδρά. Η στήριξη Αμερικανών, Ευρωπαίων, αλλά και Ισραηλινών κάνουν την Αθήνα να αισθάνεται ψηλότερη από το μπόι της και της προσδίδουν μια αυτοπεποίθηση που της επιτρέπει μέχρι και να καταθέτει μεγαλεπήβολες προτάσεις προς την Άγκυρα, για μοιρασιά στο Αιγαίο και τη ΝΑ Μεσόγειο, χωρίς να φοβάται μήπως της γυρίσουν μπούμερανγκ.
Αντικειμενικά, λοιπόν, η εξωτερική πολιτική μοιάζει να αναδεικνύεται σε ένα από τα πιο καλά χαρτιά του πρωθυπουργού και του ΣΥΡΙΖΑ στην πορεία προς τις εκλογές. Είναι ένας άσος στο μανίκι που, κυρίως, τους διασφαλίζει γέφυρες και συμμαχίες με το πιο ισχυρό τμήμα του κεφαλαίου – κάτι που, με τη σειρά του, αποτελεί την εξήγηση για τους χαμηλούς τόνους του Μητσοτάκη, ο οποίος δεν θέλει να έρθει σε ρήξη μαζί του για δεύτερη φορά μέσα σε λίγους μήνες και σε αυτή την ευαίσθητη περίοδο.
Φαίνεται δε ότι το κέρδος είναι εξαιρετικά πολύτιμο για τον Τσίπρα και τους υπουργούς του για να το διακινδυνεύσουν ανησυχώντας για την κλιμάκωση της πολεμικής απειλής στην περιοχή και την άμεση εμπλοκή της Ελλάδας ή δίνοντας σημασία σε… λεπτομέρειες που ίσως ενοχλήσουν τους συμμάχους τους. Όπως είναι, για παράδειγμα, ο συνεχιζόμενος εποικισμός των κατεχόμενων παλαιστινιακών εδαφών και τα εγκλήματα που διαπράττει στη Δυτική Όχθη και την αποκλεισμένη Γάζα το κράτος-δολοφόνος του Ισραήλ, το οποίο φέρεται έτοιμο να αποκτήσει και μια υπερσύγχρονη βάση ραντάρ στην Κρήτη. Ή ακόμη, η νομομιποίηση από τις ΗΠΑ της ισραηλινής κατοχής στα Υψώματα του Γκολάν, που αποσπάστηκαν βίαια από τη Συρία στον πόλεμο του 1967. Εξίσου πολυτέλεια είναι, άλλωστε, για την αστική τάξη και τον πρόεδρο της Κύπρου η οποιαδήποτε ενόχληση ή αναστολή απέναντι στην απαίτηση των «συμμάχων» (εσχάτως και της Γαλλίας) να διαθέτουν στρατιωτικές βάσεις στο νησί.