Γιώργος Παυλόπουλος
Αξιοθαύμαστη αντοχή και σκληρή μάχη για την ηγεμονία
Οι γειτονιές μας δεν είναι σκοπευτήρια», έγραφε ένα από τα πανό που δέσποζαν στην πορεία αλληλεγγύης προς τον Σεμπαστιάν Μεγιέ, ο οποίος έχασε το χέρι του από τον καρπό εξαιτίας μίας χειροβομβίδας που εκτοξεύτηκε από την πλευρά της αστυνομίας το περασμένο Σάββατο — το 13ο κατά σειρά που σφραγίστηκε από τις διαδηλώσεις των «Κίτρινων Γιλέκων». Το κεντρικό πανό, όμως, στην πρώτη γραμμή έστελνε ένα πιο βαθιά πολιτικό μήνυμα: «Από τις εξεγέρσεις του 2005 στα Κίτρινα Γιλέκα», έγραφε, παραπέμποντας στα γεγονότα που συγκλόνισαν τη Γαλλία εκείνη τη χρονιά, μετά τη σπίθα την οποία άναψε στο προάστιο Κλισί-σου-Μπουά του Παρισιού η δολοφονική βία της αστυνομίας.
Κι αν τότε πρωταγωνιστές ήταν οι κάτοικοι των περιθωριοποιημένων περιοχών-γκέτο της πρωτεύουσας, κυρίως μετανάστες από το Μαγκρέμπ, η σημερινή «συνέχεια» βρίσκει στις πλατείες και τους δρόμους ένα σαφώς πιο πολύχρωμο «μείγμα», που ταυτόχρονα είναι και πιο αντιπροσωπευτικό της γαλλικής κοινωνίας και των σύγχρονων απόκληρών της. Αυτός, εξάλλου, είναι και ένας από τους λόγους που κάνουν ένα κίνημα το οποίο επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί ως ακομμάτιστο (από ορισμένους και ως απολίτικο) έχει γίνει το πεδίο μιας σκληρής ιδεολογικής και ταξικής αντιπαράθεσης, η οποία γίνεται πιο αισθητή όσο περνάει ο καιρός και τα «στρατόπεδα» συγκροτούνται καλύτερα.
Δεν πρόκειται, μάλιστα, για μια σύγκρουση στο κενό και χωρίς ουσιαστικό διακύβευμα για τον λαό, ούτε περιορίζεται σε βίαιες αντιπαραθέσεις ανάμεσα στα «κόκκινα» και τα «μαύρα» μπλοκ που υπάρχουν εντός του, όπως συνέβη την προηγούμενη εβδομάδα στη Λιόν. Παρά την άγρια και πρωτοφανή καταστολή (τι θα συνέβαινε, αλήθεια, αν ανάλογες εικόνες έρχονταν από τη Βενεζουέλα;), παρά την προσπάθεια αποπροσανατολισμού, παρά τις υποχωρήσεις στις οποίες εξαναγκάστηκε η κυβέρνηση, παρά την προσπάθεια η οργή να μετατραπεί σε… δημιουργικό διάλογο (πληθαίνουν οι «έρευνες» που δείχνουν ότι η πλειοψηφία των Γάλλων ναι μεν στηρίζει τα αιτήματα των διαδηλωτών, αλλά κουράστηκε από τις διαρκείς κινητοποιήσεις και τα επεισόδια…), το κίνημα αντέχει. Η συμμετοχή παραμένει αξιοσημείωτη ως και μαζική –έφτασε τις 55.000 το περασμένο Σάββατο– ειδικά εκτός Παρισιού (όχι τυχαία, εκεί έχει επικεντρωθεί η επιχείρηση καταστολής), ενώ οι πολιτικές διεργασίες εντείνονται και ο προβληματισμός βαθαίνει.
Η Ακροδεξιά και η Λεπέν, που επιχειρήθηκε αρχικά να παρουσιαστούν ως «νταβατζήδες» αυτής της γνήσια λαϊκής έκρηξης, αναμφίβολα έχουν χάσει έδαφος, ειδικά μετά την επιλογή τους να στηρίξουν τον νέο νόμο-καρμανιόλα που έφερε στη βουλή ο Μακρόν με σκοπό να πνίξει τις διαδηλώσεις. Η μεγάλη απεργία η οποία πραγματοποιήθηκε πρόσφατα έδωσε, με τη σειρά της, πιο εργατικά χαρακτηριστικά στο κίνημα, αναγκάζοντας και την ηγεσία της CGT να συρθεί σε πιο αγωνιστική γραμμή.
Το γεγονός ότι ο Μακρόν έχει περιορίσει τις πομπώδεις εκτός συνόρων εμφανίσεις του και τις μεγαλεπήβολες διακηρύξεις για το μέλλον της Ευρώπης δείχνει, εκτός των άλλων, ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει είναι σοβαρό. Το δίλημμα «εγώ ή οι (δεξιοί και αριστεροί) λαϊκιστές» που επιχείρησε να επιβάλει εντός και εκτός συνόρων μοιάζει να έχει ξεθωριάσει, αν δεν έχει ήδη καταρρεύσει, κάτω από την πίεση και την επιμονή της εξέγερσης.
Είναι πιθανό –αν και κάθε άλλο παρά δεδομένο– τα «Κίτρινα Γιλέκα» να μην μείνουν για πολλές ακόμη εβδομάδες στους δρόμους. Θα έχουν καταφέρει, όμως, κάτι πολύτιμο: Να ανοίξουν μία ρωγμή από την οποία το κοινωνικό ζήτημα ξαναβγήκε στην επιφάνεια, όπως και η εργατική τάξη της Γαλλίας την οποία πολλοί επιχείρησαν να εξαφανίσουν –όπως ανέλυσαν ο Σερζ Χαλιμί και ο Πιερ Ριμπέρ σε μια εξαιρετική ανάλυση που δημοσιεύτηκε στη Μοντ Ντιπλοματίκ– και ταυτόχρονα να θρυμματίσουν την εικόνα που ήθελε τη Λεπέν να είναι ο μοναδικός πολιτικός εκφραστής των συμφερόντων της. Πλέον, το ζήτημα της πολιτικής παρέμβασης μέσω της συγκρότησης ενός νέου και σύγχρονου υποκειμένου και πρωταγωνιστή τον ίδιο τον λαό τίθεται επί τάπητος στη Γαλλία.
Και όχι μόνο εκεί, βεβαίως.