Γιώργος Παυλόπουλος
Χάος επικρατεί στα δύο μεγάλα κόμματα και στο πολιτικό σκηνικό. Οι Τόρις «έθαψαν» τη συμφωνία της Μέι, όπως στη συνέχεια της έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης, μιας και κανείς δεν θέλει να πάρει την «καυτή πατάτα». Οι Εργατικοί, την ίδια στιγμή, είχαν διχασμένοι ανάμεσα στους υπέρμαχους και τους αντιπάλους ενός δεύτερου δημοψηφίσματος.
Η ετυμηγορία του λαού στις 23 Ιουνίου 2016 έχει προκαλέσει ένα ρήγμα που δεν θα κλείσει εύκολα
«Η μεγάλη ελπίδα είναι ότι, μέσα απο το χάος που επικρατεί στην υπόθεση του Brexit, ακόμη περισσότεροι άνθρωποι στην Ευρώπη θα καταλάβουν πόσο σημαντική είναι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση για τους ίδιους και το μέλλον των παιδιών τους. Αλλά και ότι, κατά τον ίδιο τρόπο, η πολιτική θα βρει επιτέλους το θάρρος που απαιτείται για μεταρρυθμίσεις και τομές». Το σχόλιο που έκανε ο πρόεδρος του γερμανικού οικονομικού ινστιτούτου DIW, Μάρσελ Κρέτσερ, μετά την (αναμενόμενη) συντριβή της Μέι στην ψηφοφορία για τη συμφωνία του Brexit και λίγο πριν την (επίσης αναμενόμενη) διασφάλιση της ψήφου εμπιστοσύνης στη Βουλή, είναι ίσως αυτό που αποτυπώνει καλύτερα τι επιδιώκουν μέσα από αυτή τη διαδικασία οι Βρυξέλλες και το (υπόλοιπο) ευρωπαϊκό κεφάλαιο: Να ξεπεράσουν τη βαθιά κρίση στην οποία περιδινίζεται εδώ και περίπου μία δεκαετία η Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια κρίση η οποία, εκτός από το οικονομικό διακύβευμα (ή μάλλον, σε συνδυασμό με αυτό), έχει προκαλέσει τόσο ισχυρές φυγόκεντρες τάσεις στους επάνω όσο και εντονότατους κλυδωνισμούς σε κοινωνικό επίπεδο.
Θέλουν δε να το πετύχουν με δύο τρόπους: Αφενός, πείθοντας ότι παρά την κακή της εικόνα, η ΕΕ είναι ό,τι καλύτερο υπάρχει σήμερα και μπορεί να γίνει ακόμη καλύτερη. Και αφετέρου, αποδεικνύοντας ότι όσοι τολμούν να ξεμυτίσουν από το… μαντρί, ακόμη και αν είναι τόσο ισχυροί όσο η Βρετανία, οδηγούνται σε αχαρτογράφητα και επικίνδυνα νερά, εγκλωβίζονται στη δική τους κρίση και καλούνται να πληρώσουν μεγάλο κόστος, σε όλα τα επίπεδα.
Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος για τον οποίο η υπόθεση του Brexit είναι μία από τις ελάχιστες στις οποίες οι «27» της ΕΕ εμφανίζονται ενωμένοι και ομονοούντες, μην επιτρέποντας στην απέναντι πλευρά να βρει ρήγματα και να τα εκμεταλλευτεί. Γι’ αυτό δηλώνουν αλληλέγγυοι «ως το τέλος» με την Ιρλανδία, στο καυτό ζήτημα του καθεστώτος που θα διέπει τα σύνορά της με την (ανήκουσα στη βρετανική επικράτεια) Βόρεια Ιρλανδία. Διότι, πολύ απλά, όσες διαφωνίες και αν έχουν με το «διευθυντήριο» των Βρυξελλών, όσο οξεία και αν είναι η αντιπαράθεση μαζί του σε μερικά θέματα, προτιμούν σαφώς να παραμείνουν στη σιγουριά που τους προσφέρει η «ομπρέλα» της ΕΕ από το να αναζητήσουν την τύχη τους γυμνοί σε ένα κόσμο άγριου ανταγωνισμού.
Είναι, λοιπόν, αποφασισμένοι οι «εταίροι» να φτάσουν μέχρι και σε ένα «άτακτο» Brexit – δηλαδή μια έξοδο χωρίς συμφωνία – προκειμένου να δείξουν στο Λονδίνο ότι δεν υποχωρούν και να συνετίσουν όσους ενδεχομένως σκεφτούν να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο; Πιθανότατα όχι. Σχεδόν σίγουρα όχι. Ποντάρουν, όμως, στην εκτίμηση ότι στο μπρα-ντε-φερ ο αδύνατος κρίκος βρίσκεται στην βόρεια πλευρά της Μάγχης και είναι αυτός που θα αναγκαστεί να υποχωρήσει πρώτος, αποφεύγοντας την κατά μέτωπο σύγκρουση.
Οι τελευταίες εξελίξεις μοιάζουν να τους δικαιώνουν. Οι δύο ψηφοφορίες που έγιναν αυτή την εβδομάδα στη βρετανική βουλή αποτύπωσαν μία πολιτική… Βαβέλ, ένα κατακερματισμένο πολιτικό σκηνικό που έχει δει όλες τις ρωγμές του να μετατρέπονται σε ρήγματα και τις αδυναμίες του να γίνονται κραυγαλέες με αφορμή την πορεία προς το Brexit. Είναι χαρακτηριστικό ότι πάνω από το ένα τρίτο των βουλευτών των Τόρις καταψήφισε το σχέδιο της Μέι – έστω κι αν αργότερα την στήριξαν στην πρόταση εμπιστοσύνης – ενώ στους Εργατικούς έχει επέλθει διάσπαση ανάμεσα σε όσους τάσσονται υπέρ και εκείνους που είναι κατά ενός δεύτερου δημοψηφίσματος (το οποίο κάθε μέρα που περνά μοιάζει να έρχεται πιο κοντά…). Σε αυτό το φόντο, τόσο η Μέι όσο και ο Κόρμπιν μοιάζουν αδύναμοι να πάρουν το «παιχνίδι» επάνω τους και να διασφαλίσουν τις αναγκαίες συμμαχίες. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι οι κλυδωνισμοί υπερβαίνουν κατά πολύ το κτίριο του Γουεστμίνστερ και φτάνουν μέχρι τη Σκοτία – που θέτει εκ νέου ζήτημα ανεξαρτησίας – αλλά και το Μπέλφαστ και το Ντέρι, όπου αρκετοί ετοιμάζονται να ανασύρουν τα τσεκούρια του πολέμου.
Ας μην υπάρχει αμφιβολία: Το χάος στο πολιτικό σύστημα της Βρετανίας, το παλιότερο του αστικού κοινοβουλευτισμού, προκλήθηκε από την τρομερή λαλιά που έβγαλαν εκατομμύρια άνθρωποι στις 23 Ιουνίου 2016, στο δημοψήφισμα που προκάλεσε σοκ στη Γηραιά Αλβιόνα και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ανεξαρτήτως του ποια πολιτική γραμμή κυριάρχησε τότε – και ναι, ήταν η πιο δεξιά και αντιδραστική γραμμή – το «όχι στην ΕΕ» εξέφρασε πρωτίστως κοινωνικές ανάγκες και οργή. Ήταν μια κατεξοχήν κοινωνική ψήφος, κόντρα σε θεούς και δαίμονες, κόντρα στην πλειοψηφία όλων των κομμάτων και τα μεγαθήρια του Σίτι, που είδαν τις απειλές και τους εκβιασμούς τους να πηγαίνουν στράφι.
Αυτό κυρίως το ρήγμα είναι που θέλουν να κλείσουν επειγόντως όσοι επιδιώκουν ένα δεύτερο δημοψήφισμα ή την ακύρωση με κάποιο άλλο τρόπο της απόφασης που ελήφθη τότε – ακόμη και η Μέι και οι σκληροί εθνικιστές του Brexit, που δήθεν ορκίζονται ότι θέλουν να τιμήσουν την ψήφο του λαού. Θέλουν να επαναλάβουν αυτό που έχει γίνει στην περίπτωση πολλών άλλων λαών της Ευρώπης – των Ιρλανδών και των Δανών, των Γάλλων και των Ολλανδών και φυσικά των Ελλήνων. Έτσι ώστε οι «κάτω» να πάρουν απόφαση πως δεν θα τους γίνει ποτέ το δικό τους, ό,τι και αν ψηφίσουν.
Το ίδιο ρήγμα είναι που θα έπρεπε να προσπαθεί συνειδητά, με την πολιτική της παρέμβαση και στους δρόμους, να διευρύνει μια συνεπής αριστερή πολιτική, δίνοντάς του συνολικά αντι-ΕΕ και αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά, μέσα από ανειρήνευτη και σκληρή σύγκρουση και με τους ακροδεξιούς εθνικιστές και με τους εκπροσώπους του «κοσμοπολίτικου» κεφαλαίου. Αυτή η γραμμή, όμως, λείπει οδυνηρά από τη σημερινή Βρετανία – ουσιαστικά και από όλη την ΕΕ.