Γιώργος Παυλόπουλος
Πληθαίνουν και οξύνονται τα κρισιακά φαινόμενα στην καπιταλιστική οικονομία και το οικοδόμημα της αστικής πολιτική
Η αντιδραστική στροφή των «πάνω» δεν βρίσκει απέναντί της το αντίπαλο δέος
Θα ήταν, αναμφίβολα, το καλύτερο δώρο εάν το βράδυ της Πρωτοχρονιάς οι ήχοι που προκαλουν οι τριγμοί στην πυραμίδα του παγκόσμιου καπιταλισμού και οι ιαχές των εξεγερμένων κάλυπταν το ευκαιριακό πανηγύρι, τις τυπικές ευχές, τους κρότους και τη φευγαλέα λάμψη των πυροτεχνημάτων – όπως, με μία έννοια, συνέβη πριν από 60 χρόνια, με την θριαμβευτική είσοδο των επαναστατών στην Αβάνα. Κάτι τέτοιο, βεβαίως, είναι απίθανο να συμβεί φέτος. Όμως, αυτό δεν σημαίνει πως οι τριγμοί δεν υπάρχουν και δεν δυναμώνουν, καθώς οι ρωγμές διευρύνονται και οι αντοχές του συστήματος δοκιμάζονται.
Ο «ναός» του κεφαλαίου, η Γουόλ Στριτ, είναι το πρώτο μέρος που αυτό γίνεται αισθητό εδώ και κάποιες εβδομάδες. Το κύμα πωλήσεων στις μετοχές είναι τόσο ισχυρό το τελευταίο διάστημα – η υποχώρηση ξεπερνά το 20% από τις αρχές του έτους, ενώ για ορισμένα «βαριά» χαρτιά είναι πολύ μεγαλύτερη – ώστε πολλοί είναι εκείνοι που κάνουν λόγο για «κραχ στον ορίζοντα» όταν αποτολμούν τις προβλέψεις τους για το τι θα συμβεί το 2019. Ακόμη και οι βαθιές ανάσες που πήραν οι αγορές σε καναδυό συνεδριάσεις στις οποίες καταγράφηκε σημαντική άνοδος, δεν αρκούν για να κατευνάσουν τους φόβους των «επενδυτών» και των κυβερνήσεών τους, καθώς μοιάζουν λιγότερο με την ανακούφιση της γιατρειάς και περισσότερο με τα σκιρτήματα (ή και την άρνηση) ενός βαριά άρρωστου προτού εισαχθεί στην εντατική.
Ο αναβρασμός που επικρατεί στις κεντρικές τράπεζες δεν είναι τυχαίος. Στις ΗΠΑ, για του λόγου το αληθές, η Fed είναι φανερό πως βιάζεται να αναπληρώσει μέρος των πυρομαχικών τα οποία κατανάλωσε από το οπλοστάσιό της προκειμένου να αντιμετωπίσει την κρίση που ξέσπασε το 2008. Έτσι, έχει προ πολλού τερματίσει την εκτύπωση χρήματος και αυξάνει γρηγορότερα του αναμενομένου τα επιτόκια, προκαλώντας και την αντίδραση του Τραμπ που βλέπει το χρήμα να ακριβαίνει. Στην Ευρώπη, από την άλλη, η ΕΚΤ ετοιμάζεται να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο, διστάζει όμως επειδή διαπιστώνει ότι ίσως και να μην προλάβει προτού ένα νέο κύμα επιβράδυνσης ή ακόμη και ύφεσης πλήξει τις μεγάλες οικονομίες, όπως η Γαλλία και η Ιταλία.
Οι αναταράξεις και οι ρωγμές είναι εμφανείς και στο πολιτικό οικοδόμημα και μάλιστα εδώ και περισσότερο καιρό, με πρωταγωνιστές τις δύο παραδοσιακές «μητροπόλεις» του παγκόσμιου καπιταλισμού: τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στις πρώτες, η αμφισβήτηση του Τραμπ και των αποφάσεών του φτάνει σε πρωτόγνωρα επίπεδα, όπως αποδεικνύει και η σταδιακή «απογύμνωσή» του από τους πιο στενούς του συνεργάτες. Η κρίση είναι τόσο οξεία ώστε δεν λείπουν πλέον τα σενάρια για υποβολή πρότασης μομφής ή ακόμη και απομπομπής του, με αιχμή τα ευρήματα της επιτροπής η οποία διερευνά τον «ρωσικό δάκτυλο» στις προεδρικές εκλογές του 2016.
Όσο για την ΕΕ και το όραμα της «ευρωπαϊκής ενοποίησης», όλα δείχνουν ότι ξεμένουν από καύσιμα, αλλά και από… σωτήρες. Η Μέρκελ είναι πλέον μια καγκελάριος υπό προθεσμία, ο Μακρόν έχει «κοντύνει» απότομα μετά και τις πρόσφατες εξελίξεις, στην Ιταλία η κυβέρνηση στέκεται ουσιαστικά σε πήλινα πόδια, η Βρετανία ετοιμάζεται να αποχωρήσει, χωρίς να είναι και απολύτως βέβαιη ότι θέλει και τελικά θα το κάνει, ενώ μια σειρά χώρες (Ισπανία, Βέλγιο, Ουγγαρία κ.λπ.) βιώνουν τις δικές τους ιδιαίτερες, αλλά έντονες κρίσεοις. Σε αυτό το φόντο, οι ευρωεκλογές του Μαΐου αποκτούν τον χαρακτήρα ενός κρας-τεστ για την αντοχή του συστήματος, που είναι πιθανό να αποτυπώσει ένα σαφώς διαφορετικό συσχετισμό δυνάμεων στο σκηνικό της αστικής πολιτικής, μετατοπίζοντάς το συνολικά και πιο έντονα προς δεξιά, αντεργατική κατεύθυνση.
Τα δήθεν φιλολαϊκά φληναφήματα και η επίκληση που συχνά κάνουν στα συμφέροντα των «μη εχόντων» οι εκπρόσωποι της ανερχόμενης τάσης σε αυτό το επίπεδο δεν μπορούν και δεν πρέπει να ξεγελάσουν κανέναν. Αντιπροσωπεύουν, άλλωστε, την πιο επιθετική πτέρυγα του κεφαλαίου, εκφράζουν το άγχος του απέναντι στις νέες κρίσεις και τις κοινωνικές εκρήξεις και επιταχύνουν την οχύρωσή του απέναντί τους. Εκφράζουν την αντιδραστική ριζοσπαστικοποίηση της αστικής πολιτικής, η οποία πλέον καθοριστικά ακόμη και στα πιο μετριοπαθή και διαλλακτικά τμήματά της, τα οποία ούτως ή άλλως αναγνωρίζουν πως δεν έχουν πολλά περιθώρια ελιγμών, διαπραγμάτευσης και παροχών όσο η κρίση εμμένει και οξύνεται.
Στην απέναντι πλευρά, την ίδια στιγμή, το ποτάμι μοιάζει επίσης να φουσκώνει. Το ξέσπασμα των «Κίτρινων Γιλέκων», που απέκτησε ταχύτατα παλλαϊκά χαρακτηριστικά, ξέφυγε απο τις παγίδες της εθνικιστικής Ακροδεξιάς και έκανε όχι μόνο τον Μακρόν, αλλά ολόκληρο το πολιτικό κατεστημένο της Γαλλίας να φοβηθεί και να ανασκουμπωθεί, είναι μια ακόμη απόδειξη για το γεγονός ότι πολύ σύντομα, η τεχνητή κοίτη του ποταμού στον οποίο οι «επάνω» έχουν αναγκάσει τους «κάτω» να κινούνται, προς συγκεκριμένο προορισμό, δεν θα είναι σε θέση να αντέξει τα ορμητικά νερά της απελπισίας και της οργής.
Στις σημερινές συνθήκες, δεν θα ήταν υπερβολή ο ισχυρισμός ότι το πιο ανθεκτικό φράγμα για το σύστημα της αστικής εξουσίας δεν είναι άλλο από το έλλειμμα του αντίπαλου δέους της εργατικής πολιτικής και του οργανωμένου λαού από την απέναντι πλευρά. Προφανώς, για την κατασκευή αυτού του φράγματος εργάστηκαν άοκνα το κεφάλαιο και οι εκπρόσωποί του όλες τις προηγούμενες δεκαετίες. Όμως τώρα, έχει έρθει η ώρα να γκρεμιστεί. Με ή χωρίς πυροτεχνήματα, αλλά πάντως απολύτως συνειδητά.