Ανάλυση: Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Ο εκσυγχρονισμός του πολιτικού συστήματος, η συνέπεια των πολιτικών ηγεσιών στις υποχρεώσεις τους και τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει, όπως επιβάλλει το Σύμφωνο Σταθερότητας, ο εθισμός στις κυβερνητικές συνεργασίες είναι αναγκαίοι όροι για την ομαλή λειτουργία του συστήματος και την προσαρμογή του στις απαιτήσεις και τους όρους της ΕΕ.
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ είναι αντιδραστική
Από πολλούς η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ στις βασικές πλευρές της ανάγεται στην εκλογική τακτική του, στην ατζέντα των εκλογών, στη δίψα της εξουσίας ή τουλάχιστον στην αξιοπρεπέστερη δυνατή ήττα, που θα αφήσει ανοιχτό τον δρόμο προς μια δυναμική επανάκαμψη στην εξουσία. Ασφαλώς,αυτή η τάση είναι υπαρκτή και ισχυρή σε ένα συστημικό κόμμα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ. Ακριβώς, όμως, επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον ένα συστημικό κόμμα, που δρέπει μάλιστα τους επαίνους του συστήματος για την πρόθυμη και αποτελεσματική εφαρμογή των μνημονιακών απαιτήσεων του ξένου και εγχώριου κεφαλαίου, πρέπει να γίνεται διακριτό στις επιλογές του και το συστημικό στρατηγικό στοιχείο, η εξυπηρέτηση δηλαδή βαθύτερων και απώτερων αναγκών του ελληνικού καπιταλισμού. Πρόκειται για πολιτικές που ο ΣΥΡΙΖΑ προβάλλει με έμφαση σε μια παρατεταμένη ήδη προεκλογική περίοδο, όπως είναι η αναθεώρηση του συντάγματος, η συμφωνία των Πρεσπών, η αγοραία σκανδαλολογία, η ακραία και συνήθης για τα αστικά πολιτικά ήθη προεκλογική πολιτική παροχολογία (του τύπου «Τσοβόλα δώστα όλα») και άλλες. Είναι πολιτικές με ευδιάκριτη την εκλογικίστικη τακτική, με την οποία συνυπάρχουν όμως στον ένα ή στον άλλο βαθμό και οι στρατηγικές ανάγκες του συστήματος.
Η πολιτική της αναθεώρησης του συντάγματος προβλήθηκε με ορμή, που προς το παρόν έχει αμβλυνθεί, ενόψει άλλων προτεραιοτήτων του ΣΥΡΙΖΑ, όπως η δημαγωγική επιδοματική πολιτική και η βορβορώδης σκανδαλολογία. Η πρόταση του κυβερνώντος κόμματος συνδυάζει χαρακτηριστικά και τους άμεσους στόχους του, δηλαδή την απεύθυνση προς ένα προοδευτικό ακροατήριο και την προσέλκυσή του, αλλά και τη στρατηγική ανάγκη εύρυθμης λειτουργίας του πολιτικού συστήματος στις σύγχρονες συνθήκες. Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για την αναθεώρηση του συντάγματος ενισχύει το σύστημα. Άρα είναι αντιδραστική.
Διατηρείται η αναχρονιστική και αντιδραστική σχέση Κράτους και Εκκλησίας, ισχυροποιείται ο θεσμός του προέδρου της δημοκρατίας, ενώ η θέσπιση των δημοψηφισμάτων είναι άκρως υποκριτική
Ο ΣΥΡΙΖΑ, διακηρύσσει ότι επιδιώκει ένα επίπεδο συναίνεσης με τη Νέα Δημοκρατία, για να λυθούν συναινετικά βασικά λειτουργικά προβλήματα του αστικού κράτους. Η ΝΔ, όμως, αντιδρά στην αναθεώρηση του συντάγματος, αν και δηλώνει ότι θα είναι παρούσα στη σχετική διαδικασία. Κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ για προεκλογικό επικοινωνιακό χειρισμό και μικροκομματική αντιδημοκρατική στάση. Πιο συγκεκριμένα,τον κατηγορεί ότι φέρνει την πρότασή του σε προεκλογικό χρόνο, όταν δεν υπάρχουν ουσιαστικά περιθώρια για αναλυτική συζήτηση και συγκλίσεις και ότι απορρίπτει τις προτάσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης προς αναθεώρηση βασικών άρθρων. Από την πλευρά του ο ΣΥΡΙΖΑ, με τη σημαία «της μάχης κατά της διαφθοράς», κατηγορεί τη ΝΔ ότι αρνείται να συμβάλει στη διαδικασία αναθεώρησης, γιατί δεν θέλει καμία αλλαγή στον νόμο περί ευθύνης υπουργών. Η κονταρομαχία του δικομματισμού επιβεβαιώνει το πολιτικό κλίμα και την ανικανότητά του να συμβάλει σε συνταγματικές αλλαγές που έχει ανάγκη ο ελληνικός καπιταλισμός και υποστηρίζει και ο ξένος παράγοντας.
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, πέρα από κάποιους δειλούς εκσυγχρονισμούς, κινείται σε αντιδραστική κατεύθυνση. Παρά την προβαλλόμενη από την οκταετία Σημίτη (1996-2004) πρόθεση διαχωρισμού Εκκλησίας-Κράτους, η πρόταση δεν προχωρεί σε πραγματικό διαχωρισμό, αλλά με λεκτικές ακροβασίες και νεολογισμούς, επιχειρεί να κερδίσει τις εντυπώσεις, απευθυνόμενη σε έναν προοδευτικό ακροατή. Για τον πραγματικό διαχωρισμό θα αρκούσε η κατάργηση του άρθρου 3 (επικρατούσα θρησκεία), η απαλοιφή του προοιμίου («εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου Αδιαιρέτου Τριάδος») που ακυρώνει τα προτεινόμενα περί «θρησκευτικής ουδετερότητας» του κράτους και τα «περί ισονομίας των θρησκευτικών πεποιθήσεων» και η κατάργηση του θρησκευτικού όρκου, η ορκωμοσία έστω κατά βούληση από τον Αρχιεπίσκοπο, ο κατηχητικός χαρακτήρας του μαθήματος των θρησκευτικών, παρά τις κάποιες αλλαγές. Ουσιαστικά, το ζήτημα του διαχωρισμού Εκκλησίας-Κράτους περιορίστηκε σε μια «επικοινωνιακή»διάσταση, στη δημιουργία δηλαδή ενός Ταμείου (ΤΑΕΠ) για την πληρωμή των ιερέων, την οποία όμως δεν αποδέχεται ο κλήρος.
Η διατήρηση της αναχρονιστικής σχέσης Εκκλησίας-Κράτους αποδεικνύει την αντιδραστικότητα του ελληνικού κράτους, που ούτε αστικούς εκσυγχρονισμούς προ πολλού κατακτημένους δεν μπορεί να θεσπίσει. Να ληφθεί υπόψη ότι ο διαχωρισμός Κράτους-Εκκλησίας στη Γαλλία ολοκληρώθηκε το 1905, ενώ είχε ήδη προηγηθεί το 1882 η πλήρης απεξάρτηση της εκπαίδευσης απ’τη θρησκεία. Κατάφωρα αποδεικνύει την αδυναμία του πολιτικού συστήματος ακόμη και για αστικούς καθιερωμένους εκσυγχρονισμούς και το γεγονός ότι δεν προτείνεται να σταματήσει ο διορισμός της ηγεσίας των δικαστηρίων από την εκάστοτε κυβέρνηση και η αναίρεση της θεσμικής έστω (για την ταξική δεν γίνεται λόγος βέβαια)σύμφυσης εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, που αποτελεί διαχρονική δυσλειτουργία και χαρακτηριστική αντιδημοκρατικότητα του πολιτικού συστήματος.
Μεγάλη τομή που εισάγει η πρόταση για αναθεώρηση του συντάγματος θεωρεί η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τις προτάσεις για διάφορα δημοψηφίσματα, με τα οποία δήθεν εξασφαλίζεται η «εμβάθυνση της δημοκρατίας». Τα δημοψηφίσματα, κατά τη διεθνή και πρόσφατα και την ελληνική πρακτική, όλο και σπανιότερα διενεργούνται, σε συνθήκες όξυνσης του νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού, ενώ διατυπώνονται με απατηλά ερωτήματα, όπως συνέβη πρόσφατα με το δημοψήφισμα στην πΓΔΜ. Ειδικά η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν εμπνέει καμία εμπιστοσύνη για δημοκρατικούς προσανατολισμούς με τα δημοψηφίσματα που θα προτείνει στην αναθεώρηση του συντάγματος. Δείγματα γραφής και «πίστης» στο συγκεκριμένο θεσμό κατέθεσε, άλλωστε, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ όταν στο δημοψήφισμα του 2015, πριν αλέκτορα φωνήσαι τρις, μετέτρεψε το πανηγυρικό ΟΧΙ σε ταπεινωτικό ΝΑΙ. Την υποκρισία των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ για «εμβάθυνση της δημοκρατίας» αποδεικνύει χαρακτηριστικά η «εμβάθυνση στον αυταρχισμό» που συντελείται στην πραγματικότητα, με τη συστηματική προσφυγή σε πράξεις νομοθετικού περιεχομένου (νομοθέτηση χωρίς συζήτηση και ψηφοφορία στη Βουλή), τα κατεπείγοντα νομοσχέδια με εκατοντάδες και χιλιάδες σελίδες που ψηφίζονταν εν μια νυκτί, οι υπουργικές αποφάσεις και εγκύκλιοι της διοίκησης που συχνά παραβίαζαν και ψηφισμένους νόμους.
Στις «δημοκρατικές» προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ περιλαμβάνεται και η πρόταση για αναλογικό εκλογικό σύστημα-χωρίς την κατάργηση όμως του αντιδημοκρατικού ορίου 3% για την είσοδο στη βουλή. Η διατήρηση αυτού του ορίου και η καταλήστευση των ψήφων κυρίως της ριζοσπαστικής Αριστεράς, αλλά και άλλες αντιδημοκρατικές πολιτικές όπως ο αποκλεισμός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλων ριζοσπαστικών δυνάμεων από τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, πιστοποιούν ότι στόχος του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η διεύρυνση της δημοκρατίας γενικά, αλλά η δημιουργία όρων για κυβερνητικές συμμαχίες, που αποτελούν ζωτική ανάγκη για το σύστημα, σε εποχή που οι αυτοδυναμίες, ακόμα και με καλπονοθευτικά εκλογικά συστήματα, φαντάζουν σχεδόν αδύνατες.
Αιχμή και κύρια στόχευση της πρότασης ΣΥΡΙΖΑ είναι η σταθεροποίηση της αστικής εξουσίας. Αυτό επιδιώκεται κυρίως με την πρόταση που αποτρέπει τη διάλυση του κοινοβουλίου με αφορμή την αδυναμία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας. Έτσι, σε περίπτωση που δεν εκλεγεί πρόεδρος, προβλέπεται να παρατείνεται η θητεία του επί εξάμηνο με έξι διαδοχικές ψηφοφορίες, ώστε να ασκείται πίεση στις πολιτικές δυνάμεις, για να συναινέσουν στην εκλογή του. Με αυτόν τον τρόπο, ισχυροποιείται η θέση του προέδρου στο πολιτικό σύστημα, οπότε ανοίγει και η συζήτηση για αύξηση των αρμοδοτήτων του και ανάδειξή του με γενικές εκλογές. Αν και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται ότι δεν ενισχύει το θεσμό του προέδρου αλλά τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, η αλήθεια είναι ότι θα υπάρξει παλινδρόμηση απ’το πρωθυπουργικοκεντρικό σύστημα στο ακόμη αντιδραστικότερο προεδρικοκεντρικό σύστημα.
Στην κυβερνητική και πολιτική σταθερότητα, απέναντι στους αυξημένους σήμερα κινδύνους κλονισμού της, αποβλέπει και η λεγόμενη «εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας». Σύμφωνα με αυτήν, πρόταση δυσπιστίας δεν μπορεί να γίνει δεκτή απ’το κοινοβούλιο, παρά μόνο υπό την προϋπόθεση ότι υπερψηφίζεται ταυτόχρονα και άλλος πρωθυπουργός. Όπως παραδέχθηκε ο ίδιος ο Τσίπρας: «Αυτό δημιουργεί συνθήκες πολιτικής σταθερότητας και τους όρους για τετραετείς πολιτικούς κύκλους,καθώς δυσκολεύει την πρόωρη λήξη της κοινοβουλευτικής περιόδου». Στον εξωραϊσμό και εκσυγχρονισμό του συστήματος, ιδίως των πιο φθαρμένων πλευρών του, αποβλέπουν και προτάσεις, όπως η αλλαγή της διάταξης περί ευθύνης υπουργών, ο περιορισμός στη θητεία των βουλευτών, η αλλαγή του θεσμού της βουλευτικής ασυλίας, η κατάργηση του εξωφρενικού μπόνους των 50 εδρών και άλλες ρυθμίσεις.
Εν κατακλείδι, ο εκσυγχρονισμός και η ισχυροποίηση του πολιτικού συστήματος είναι αναγκαίος όρος για οργανική ένταξη της χώρας στην «εμβάθυνση της ΕΕ». Αυτό ακριβώς επιδιώκεται με την πρόταση συνταγματικής αναθεώρησης που έχει καταθέσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Κατάργηση των υπεραντιδραστικών διατάξεων
Οι αστικές δημοκρατίες, παρά τους ύμνους στη δημοκρατία και την ισότητα των τάξεων σε όλων των ειδών τα δικαιώματα, στην πραγματικότητα εξασφαλίζουν τα συμφέροντα και την εξουσία του κεφαλαίου. Μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο, υπάρχουν υπεραντιδραστικές διατάξεις που χρήζουν άμεσης κατάργησης απ’το κίνημα. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις του άρθρου 48 και του εφαρμοστικού νόμου 566/1977 «περί κατάστασης πολιορκίας» που στο στόχαστρό τους θέτουν τον εσωτερικό εχθρό, δηλαδή το εργατικό-λαϊκό κίνημα. Επίσης, είναι γνωστό ότι τα τελευταία χρόνια ακόμη και ηγετικές καπιταλιστικές χώρες, με αφορμή τρομοκρατικές επιθέσεις και απειλές, ενεργοποιούν τον νόμο περί κατάστασης πολιορκίας (κατάσταση έκτακτης ανάγκης). Σε αυτό το πλαίσιο, ιδιοτυπία σε σχέση με την τυπική στρατιωτική δικτατορία αποτελεί η αναστολή ορισμένων βασικών δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα του συνερχέσθαι, του συνεταιρίζεσθαι, της απεργίας, της ελευθερίας του τύπου, της λειτουργίας πολιτικών κομμάτων. Η αναστολή ακριβώς αυτών των δικαιωμάτων, επειδή αποτελούν τα βασικότερα, ισοδυναμεί ουσιαστικά με δικτατορία.
Υπεραντιδραστικά είναι και το άρθρο 28 και το άρθρο 80, που αναφέρονται στην παραχώρηση εθνικών αρμοδιοτήτων σε διεθνείς συμμαχίες, τύπου ΝΑΤΟ, ΕΕ κοκ. Με βάση αυτά, στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να προσαρμόζεται το εθνικό δίκαιο, αφού στις κοινές διατάξεις το ευρωδίκαιο επικρατεί του εθνικού. Χαρακτηριστική του ταξικού προσανατολισμού της κυβέρνησης είναι όμως και η μη πρόταση προς αναθεώρηση του άρθρων 106 και 107, που ουσιαστικά απαλλάσσουν το εφοπλιστικό κεφάλαιο από τη φορολόγηση.
Τυπική και όχι πραγματική η ισότητα
Η πρόταση τυου ΣΥΡΙΖΑ για την αναθεώρηση του Συντάγματος έχει ως κύρια κατεύθυνση την ενίσχυση του αστικού κράτους στις σύγχρονες συνθήκες. Επομένως, από αυτόν τον ταξικό καθορισμό της έχει αντιδραστικό χαρακτήρα.Τα δικαιώματα που καθιερώνει το αστικό Σύνταγμα υποτίθεται ότι εξασφαλίζουν την ισονομία. Πρόκειται, όμως, για τυπική ισότητα που καλύπτει την πραγματική και οξύτατη ανισότητα. Πραγματική ισότητα μόνο στον κομμουνισμό εξασφαλίζεται με την κατανομή βάσει των πραγματικών αναγκών του ατόμου. Στον καπιταλισμό η ισονομία είναι κατά συνθήκη ψεύδος, αφού δεν απολαμβάνουν όλες οι κοινωνικές ομάδες τα ίδια δικαιώματα. Υπάρχουν διακρίσεις βάσει φύλου , φυλής, πολιτικού πιστεύω, θρησκείας, εθνικότητας. Αλλά και για όσους θεσμικά απολαμβάνουν την ισονομία, στην πραγματικότητα σε μεγάλο βαθμό τα δικαώματά τους εξαρτώνται από τη ταξική και πολιτική θέση τους.
Αυτή η αντινομία ισχύει και για βασικά δικαιώματα, όπως:
-To δικαίωμα της ψήφου:Λόγω καλπονοθευτικών συστημάτων, μεγάλα συστημικά κόμματα σφετερίζονται τις ψήφους μικρών κομμάτων.
-Το δικαίωμα στην εργασία:Ειδικά στη περίοδο της κρίσης η ανεργία εκτοξεύθηκε στα ύψη.
-Το δικαίωμα στην απεργία: Στη πλειοψηφία τους οι απεργίες κρίνονται παράνομες και καταχρηστικές.
-Οι Έλληνες εισφέρουν στην οικονομία ανάλογα με τις δυνατότητές τους: Στην πραγματικότητα όμως οι εργαζόμενοι ξεζουμίζονται, ιδιαίτερα στην κρίση, ενώ οι καπιταλιστές εξασφαλίζουν εξαιρετικά δυσανάλογη φορολόγηση.
-Το δικαίωμα στη δωρεάν παιδεία: Ούτε ως καθολικό δικαίωμα ισχύει (παράδειγμα, δίδακτρα στα μεταπτυχιακά), αλλά και όπου ισχύει απαιτεί, με διάφορους τρόπους, πολύ υψηλό οικονομικό κόστος για τους σπουδαστές (φροντιστήρια, συγγράμματα κά).