Ρεμί Χερέρα, Οικονομολόγος, ερευνητής στο CNRS – Κέντρο Οικονομίας της Σορβόννης
Το κατεστημένο επιχειρεί να εμφανίσει, στο πεδίο των οικονομικών θεωριών, ένα ενοποιημένο απολογητικό όραμα ενός καπιταλισμού που νοείται ως ο αδιαπέραστος/ανυπέρβλητος ορίζοντας της ιστορίας. Στηρίζοντας τις αξιώσεις του στην «επιστημονικότητα», υπογραμμίζει τον πλούτο των «καινούριων θεωριών». Από εκεί απορρέει μια πλασματικά «απολίτικη» οικονομική επιστήμη, καθημαγμένη από ένα δογματικό ηγεμονικό ρεύμα, το οποίο την κάνει να τείνει προς μια «οικονομική επιστημονική φαντασία».».
Ο μαρξισμός είναι ένα από τα πιο ισχυρά όπλα θεωρίας και πράξης – αν όχι το πιο ισχυρό- που διαθέτουν οι εργαζόμενες τάξεις για να δώσουν τις μάχες τους. Αυτό εξηγεί την περιθωριακή παρουσία του στο χώρο των ακαδημαϊκών και των διανοούμενων, όπου αυτές οι τάξεις δεν εκπροσωπούνται καθόλου (ή σχεδόν καθόλου) και όπου η ιδεολογική επιρροή της αστικής τάξης είναι ασφυκτική. Επίσης εξηγεί το γεγονός ότι ο μαρξισμός δεν θα εξαφανιστεί, παρά τα εμφανή σημάδια κάμψης και τις ελπίδες των εχθρών του- των σοσιαλδημοκρατών συμπεριλαμβανομένων. Ωστόσο, η σχέση του με την οικονομία ως επιστήμη δεν είναι αυταπόδεικτη. Κι αυτό, κατά πρώτον, γιατί η ονομαζόμενη «πολιτική» οικονομία, η οποία εμφανίστηκε στην δυτική Ευρώπη μεταξύ του 16ου και 18ου αιώνα αποτελεί και η ίδια υποπροϊόν της ιστορικής εξέλιξης του καπιταλιστικού συστήματος.
Από την πολιτική οικονομία στην καθαρή οικονομία
Ο ορισμός που επιλέχθηκε από τον Jean-Baptiste Say για να ορίσει την οικονομία ως την επιστήμη που μελετά τον τρόπο με τον οποίο «δημιουργείται, κατανέμεται και καταναλώνεται ο πλούτος»[1], προξενεί την εντύπωση ότι αυτός δημιουργείται «αν όχι από μόνος του, τουλάχιστον με έναν τρόπο ανεξάρτητο από την βούληση του ανθρώπου», όπως έγραφε ο Léon Walras, προσθέτοντας ότι «αυτό που έχει γοητεύσει τους οικονομιστές στον ορισμό του Say είναι ακριβώς αυτή η χροιά της φυσικής επιστήμης που δίνει σε ολόκληρη την πολιτική οικονομία. Αυτή η οπτική τούς βοήθησε σημαντικά στη διαμάχη τους με τους σοσιαλιστές. Κάθε σχέδιο οργάνωσης της ιδιοκτησίας χαρασσόταν από αυτούς εκ των προτέρων και επιπλέον χωρίς καμιά συζήτηση»[2]. Ο μαρξισμός πάει ένα βήμα παραπέρα καταδεικνύοντας, όπως υπογραμμίζει ο Ένγκελς, πως «η οικονομία δεν αφορά πράγματα, αλλά σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και, σε τελική ανάλυση, σχέσεις μεταξύ τάξεων. Αλλά αυτές οι σχέσεις συνδέονται πάντοτε με πράγματα και εμφανίζονται ως πράγματα»[3].
Οι κυρίαρχες ιδεολογίες του καπιταλισμού παγιώθηκαν με τις μεταβολές αυτού του επιστημονικού πεδίου, το οποίο σιγά-σιγά μετατράπηκε από «πολιτική οικονομία» σε «καθαρή οικονομία». «Πολιτική οικονομία» είναι η μορφή με την οποία εμφανίστηκε γύρω στον 17ο αιώνα, χάρη σε συγγραφείς όπως ο Antoine de Montchrestien και ο William Petty (η έκφραση «πολιτική οικονομία» εισήχθη με την Πραγματεία για την πολιτική οικονομία το 1615 του Montchestien)[4], εκφράζοντας την υπεροχή του οικονομικού έναντι του πολιτικού, ως αποτέλεσμα της εδραίωσης του καπιταλισμού. Αργότερα, υπό αυτή την μορφή τελειοποιήθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα από τους Adam Smith, David Ricardo και τις κλασικές συνεισφορές τους. «Καθαρή οικονομία», είναι αυτό που ισχυρίζεται ότι έχει γίνει από τα τέλη του 20ου αιώνα και ολοένα και περισσότερο από τις αρχές του 21ου.
Έχοντας παρουσιάσει το βασικό μέρος του χρονολογικού τρίπτυχου με τη διατύπωση μιας «καθαρής πολιτικής οικονομίας»(η θεωρία του Walras για το γενικό ισοζύγιο των αγορών) τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, σε μια περίοδο που η οικονομική επιστήμη αυτονομείται ( από την φιλοσοφία και το δίκαιο, και στη συνέχεια από την πολιτική επιστήμη και την κοινωνιολογία) και είναι ήδη σταθερά θεσμοθετημένη.
Ο μαρξισμός είναι ασφαλώς, κατ’ αρχάς, μια κριτική αυτής της πολιτικής οικονομίας. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς είχαν μια ιστορική αντίληψη του καπιταλισμού και έχουν ασκήσει κριτική σε αυτούς που έκαναν μια ερμηνεία «φετιχιστική», αποδίδοντας ισχύ/εξουσία σε απλά υλικά αντικείμενα. Εκείνοι επέμεναν στις κοινωνικές σχέσεις. Το κεφάλαιο είναι μια κοινωνική σχέση παραγωγής που συνδέεται με μια δεδομένη κοινωνική δομή ιστορικά καθορισμένη. Είναι τα μέσα παραγωγής που μονοπωλούνται από ένα κομμάτι της κοινωνίας, και εξουσιάζουν, μέσα από μια σχέση κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, τους εργαζόμενους που ζουν από τον μισθό τους. Άσκησαν κριτική στους κλασικούς που συνήγαγαν «νόμους της οικονομίας» χωρίς να αντιληφθούν πως αυτοί οι νόμοι είναι ιστορικά προσδιορισμένοι και εκφράζουν τις αντιφάσεις της κοινωνίας και τις τάσεις για βαθιές αλλαγές σε αυτήν.
Αλλά ο μαρξισμός, λόγω του γεγονότος ότι είναι μια κριτική, είναι επίσης το θεμέλιο βασικών εννοιών μιας αυθεντικής επιστημονικής γνώσης, ριζοσπαστικά εναλλακτικής, στην πολιτική οικονομία. Με τον Μαρξ και τον Έγκελς ήταν που, στο πλαίσιο μιας υλιστικής αντίληψης της ιστορίας, προσδιορίστηκαν τα χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, συνδέθηκαν οι παραγωγικές δυνάμεις με τις σχέσεις παραγωγής, χαράχθηκε το περίγραμμα των ταξικών ανταγωνισμών, αποκαλύφθηκαν τα μυστικά της εκμετάλλευσης, έγιναν αντιληπτές οι περίπλοκες κινήσεις του κεφαλαίου, μετρήθηκε η βαρύτητα των κρίσεων του και, στην πράξη, άνοιξαν οι ορίζοντες για τις επερχόμενες προλεταριακές επαναστάσεις.
Η οικονομική επιστήμη της μετάβασης στο σοσιαλισμό
Κατά την διαδικασία της μετάβασης στον σοσιαλισμό, η προσφυγή σε εργαλεία σχεδιασμού βασίζεται σε μια οικονομική επιστήμη που αντιστοιχεί σε αυτά τα συστήματα, προσαρμοσμένη στη χρήση αυτών των εργαλείων προς όφελος της κοινωνικής ιδιοκτησίας, στη θέση των μηχανισμών της αγοράς, στη θεσμική οργάνωση κλπ. Αυτός ο κύκλος ξεκινάει από τον στόχο της επίτευξης της μεγαλύτερης δυνατής ικανοποίησης των αναγκών του συνόλου του πληθυσμού. Δεν είναι πλέον η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων που καθορίζει, αλλά η επιλογή της ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών και της ανάπτυξης. Οι παραγωγικές δραστηριότητες πρέπει να πραγματοποιούνται με αυξανόμενη αποτελεσματικότητα, χάρη σε αυτά τα νέα «υπολογιστικά οικονομικά». Χρησιμοποιούνται όροι παρόμοιοι με αυτούς που χρησιμοποιούνται στον καπιταλισμό (υπεραξία, κόστος…), αλλά το περιεχόμενό τους είναι διακριτό εξαιτίας της ιδιαιτερότητας των σχέσεων στις οποίες εντάσσονται. Οι χώροι που καταλαμβάνονται από την αγορά θα υπόκεινται στην επικράτηση των κοινωνικών κριτηρίων και σε έναν στόχο ανάπτυξης συμβατό με την αλληλεγγύη. Η λογική που διέπει την μεγεθυνόμενη αναπαραγωγή της οικονομίας δεν είναι πια αυτή του κέρδους και της εκμετάλλευσης.
Οι ρήξεις που κρύβουν οι νεοκλασικοί
Ότι ο μαρξισμός είναι ταυτόχρονα κριτικός στην πολιτική οικονομία και στην εναλλακτική πολιτική οικονομία το επιβεβαιώνει η ίδια η πορεία της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης. Το νεοκλασικό ρεύμα που ηγεμονεύει αυτή την στιγμή, συνηθίζει να παρουσιάζεται ως ο διάδοχος των κλασικών στοχαστών. Αλλά οι ρήξεις που αυτό το ρεύμα αναγκάστηκε να κάνει σε σχέση με αυτούς του στοχαστές ήταν αποφασιστικές και αποτυπώθηκαν ως αναγκαίες από τις εξελισσόμενες μαρξιστικές θεωρίες, καταστροφικές και δημιουργικές ταυτόχρονα. Θεωρίες τόσο συγγενικά κοντινές της σκέψης των κλασικών, που οδηγούν όμως, μέσα από τα μονοπάτια που ανακάλυψε ο Μαρξ, στην θεωρία της απόσπασης της υπεραξίας.
Αυτές οι ρήξεις, που οι νεοκλασικοί αποκρύπτουν, εντοπίζονται σε μεθοδολογικό, θεωρητικό και εννοιολογικό επίπεδο. i) Όσον αφορά την μέθοδο: με τον μεθοδολογικό ατομικισμό εξαφανίστηκε από την αστική σκέψη κάθε κοινωνικο-ιστορικό όραμα του καπιταλισμού, περιορίζοντας τις αναλύσεις σε επίπεδο κοινωνικών τάξεων και μακρών τάσεων. ii) Όσον αφορά την θεωρία: δεδομένης της πρόσδεσης στην χρησιμότητα, που υποβαθμίζει την κοινωνική πραγματικότητα σε ένα άθροισμα ανθρώπων της οικονομίας, η σύνδεση μεταξύ της θεωρίας της αξίας και της θεωρίας της εκμετάλλευσης διακόπτεται, και με αυτόν τον τρόπο κόβεται και η συγκεκριμένη σχέση μεταξύ οικονομίας και πολιτικής. iii) Σε σχέση με τις έννοιες: εξαιτίας της υποκατάστασης ενός βραχυπρόθεσμου ισοζυγίου εξισορρόπησης των τιμών με ένα μακροπρόθεσμο ισοζύγιο εξισορρόπησης των ποσοτήτων, η κατανόηση των κύκλων και κυρίως των κρίσεων είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
Η «οικονομική επιστημονική φαντασία» του κατεστημένου
Αυτή την στιγμή, οι ρήξεις (μεταξύ κλασικών και νεοκλασικών) παρουσιάζονται από το κατεστημένο με έναν ανειλικρινή τρόπο, ως συνέχειες, που του επιτρέπουν να μετατρέπει την ιδεολογική αντιστοιχία ανάμεσα στην «γενική αρμονία» των θεωριών των κλασικών (ιστορικών, κοινωνικών) και τη «βέλτιστη ισορροπία» των (ανιστορικών, αντικοινωνικών) ψευδο-θεωρημάτων των νεοκλασικών σε ένα καθαρό θεωρητικό συνεχές. Εμφανίζουν να επικοινωνούν οι μεν και οι δε -με εξαίρεση τον Μαρξ!- σε ένα ενοποιημένο απολογητικό όραμα ενός καπιταλισμού που νοείται ως ο μόνος που μπορεί να συλλάβει κάποιος θεωρητικά και αδιαπέραστος/ανυπέρβλητος ορίζοντας της ιστορίας. Και αυτό το κατεστημένο, στηρίζοντας τις αξιώσεις του στην επιστημονικότητα, υπογραμμίζει τον πλούτο αυτών των «καινούριων θεωριών» όταν η ελεγχόμενη από αυτό έρευνα δεν φέρνει, σύμφωνα με την γνώμη ορισμένων από τους πιο καταξιωμένους εκπροσώπους του[5], το παραμικρό καινοτόμο αποτέλεσμα[6]. Από εκεί απορρέει μια πλασματικά «απολίτικη» οικονομική επιστήμη, καθημαγμένη από ένα δογματικό ηγεμονικό ρεύμα, το οποίο την κάνει να τείνει προς αυτό που ονομάζω «οικονομική επιστημονική φαντασία»[7].
Ο μαρξισμός πέρα από τον οικονομισμό και το ντετερμινισμό
Ο μαρξισμός στον οποίο αναφέρομαι εδώ είναι μια σκέψη απαλλαγμένη από τον οικονομισμό και το ντετερμινισμό, στους οποίους αρκετοί «ορθόδοξοι» έχουν περικλείσει αυτό το ρεύμα μετά τον Μαρξ[8]. Αυτός ιδιαίτερα προς το τέλος της ζωής του, στο πλαίσιο ερευνών επικεντρωμένων κυρίως στους προκαπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς και τις αγροτικές κολεκτίβες, επέμενε στην αναγκαιότητα μιας μη-γραμμικής θεώρησης της ιστορίας, σε πρωτοποριακές αναλύσεις όπου οι σχέσεις παραγωγής διαπλέκονται με άλλες σχέσεις προκειμένου να βαθύνουν την εξέταση των μορφών ιδιοκτησίας, κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, και, κατά συνέπεια, και στην πολλαπλότητα των δρόμων μετάβασης στο σοσιαλισμό.
Απόδοση από τα γαλλικά: Λήδα Δώδου, Λίτσα Φρυδά
Για εμβάθυνση : κάποιες βιβλιογραφικές αναφορές του συγγραφέα
Herrera (R.), « Critique de l’économie “apolitique” », L’Homme et la Société, n° 135, p. 87-104, Paris, 2000.
— « Y a-t-il une “Pensée unique” en économie politique ? », La Pensée, n° 325, p. 99-111, Paris, 2001.
— « The ‘New’ Development Economics: A Neoliberal Con? », Monthly Review, vol. 58, n° 1, p. 38-50, New York, 2006.
— « The Hidden Face of Endogenous Growth Theory », Review of Radical Political Economics, vol. 38, n° 2, p. 243-257, New York, 2006.
— « A Critique of Mainstream Growth Theory: Ways out of the Neoclassical Science(-Fiction) and Towards Marxism », Research in Political Economy, vol. 27, n° 1, p. 3-64, New York, 2011.
— « Neoclassical Economic Fiction and Neoliberal Political Reality », International Critical Thought, vol. 3, n° 1, p. 98-107, Londres, 2013.
— « A Marxist Interpretation of the Current Crisis », World Review of Political Economy, vol. 5, n° 2, p. 128-148, Londres, 2014.
— Penser les crises, (dir.) (avec A. Casanova), Le Temps des Cerises, Paris, 2014.
[1] Say J.-B., Traité d’économie politique, Chapelet, Paris, 1803.
[2] Walras L., Œuvres économiques complètes, tome 8, Economica, Paris, 1988.
[3] Marx K. et Engels F., Études philosophiques, Éditions sociales, Paris, 1977.
[4] Η έκφραση «πολιτική οικονομία» εισήχθη με την Πραγματεία για την πολιτική οικονομία (1615) του Montchestien.
[5] Malinvaud E., « Pourquoi les économistes ne font pas de découvertes », Revue d’économie politique, vol. 106, n° 6, p. 929-942, 1996.
[6] Herrera R., La Maladie dégénérative de l’économie: le “néoclassicisme”, Delga, Paris, 2015.
[7] Herrera R., Dépenses publiques et croissance économique – Pour sortir de la science(-fiction) néoclassique », L’Harmattan, Paris, 2010.
[8] Herrera R., Friedrich Engels Karl Marx – Sur le colonialisme, Éditions critiques, Paris, 2018.