Αντώνης Δραγανίγος
(φωτογραφία του Άρη Χατζηστεφάνου)
Η αντικαπιταλιστική αριστερά επιχείρησε να αναπτύξει τον πολιτικό προσανατολισμό του κινήματος σε ανατρεπτική κατεύθυνση
Αν θέλει η επαναστατική αριστερά να επικοινωνήσει με τον πληβειακό ριζοσπαστισμό και τα χαρακτηριστικά του πρέπει να είναι «εκεί», μπροστά στην μάχη
Ο Δεκέμβρης έθεσε με μαζικούς όρους το ερώτημα μιας σύγχρονης επαναστατικής πολιτικής. Δηλαδή μιας πολιτικής που να είναι «επαναστατική» με την έννοια ότι παρεμβαίνει μέσα σε συνθήκες εκρηκτικής ανόδου του κινήματος και εξεγερτικών γεγονότων, με στόχο την ριζική αλλαγή του κοινωνικού και πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων στην κατεύθυνση της αντικαπιταλιστικής ανατροπής και της επαναστατικής αλλαγής της κοινωνίας. Αλλά παραμένει «πολιτική» με την έννοια ότι έχει στόχο να επιδράσει στην συνείδηση πλατιών μαζών, δεν περιορίζεται σε μικρές ομάδες, ότι δρα μεν μέσα σε έναν συσχετισμό δυνάμεων τον οποίο παίρνει υπόψη, αλλά για την ανατροπή του.
Η δολοφονία του 15χρονου Γρηγορόπουλου άνοιξε μια ρωγμή σε ένα ηφαίστειο που έβραζε! Δεν είναι η πρώτη φορά που το «ένστιχτο» των μαζών δουλεύει καλύτερα και βαθύτερα από τις πολιτικές δυνάμεις. Έτσι εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές, ιδιαίτερα από τα φτωχά, πληβειακά στρώματα «ένοιωσαν» στο πρόσωπο του 15χρονου δολοφονημένου Γρηγορόπουλου ότι το σύστημα σημαδεύει και ετοιμάζεται να πυροβολήσει αδίσταχτα μια γενιά. Και εξεγέρθηκε «προληπτικά» και μαζικά, για πρώτη φορά μετά το 90-91.
Μ’ αυτή λοιπόν την έννοια το κίνημα ήταν και «συνειδητό» και «αυθόρμητο». «Συνειδητό» γιατί «πάτησε» πάνω στην αναταραχή και τις παραστάσεις της διετίας των φοιτητικών αγώνων αλλά και «αυθόρμητο» γιατί κινητοποιήθηκαν «από μόνες τους» χωρίς τον οργανωτικό μηχανισμό κάποιας οργάνωσης τεράστιες μάζες λαού και νεολαίας ήδη από το πρώτο βράδυ.
Δεν ήταν η αντικαπιταλιστική αριστερά που «κατέβασε» τις δεκάδες χιλιάδες* εντούτοις ήταν εκεί από το πρώτο βράδυ. Στη πορεία και τις πρώτες συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής. Στην διαδήλωση της Κυριακής, την απίστευτη διαδήλωση τη Δευτέρας και κάθε μέρα από κει και πέρα…
Και αυτό έχει μεγάλη, πολύ μεγάλη σημασία. Αν θέλει η επαναστατική αριστερά να επικοινωνήσει με τον πληβειακό ριζοσπαστισμό και τα χαρακτηριστικά του πρέπει να είναι «εκεί», μπροστά στην μάχη. Να οργανώνει την πάλη, να χρησιμοποιεί με θάρρος μορφές πάλης που ξεπερνούν τον «λεγκαλισμό» και την «νομιμότητα», που εκφράζουν και αναδεικνύουν τους πολιτικούς στόχους του κινήματος. Με άλλη κατεύθυνση από τις δυνάμεις της ρεφορμιστικής αριστεράς που ήδη από τότε η μεν μια (το ΚΚΕ δια της Α. Παπαρήγα) έδινε διαπιστευτήρια στην κυβέρνηση Καραμανλή (διακηρύσσοντας ότι στην «δική του» επανάσταση «δεν θα σπάσει τζάμι») η δε άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ, ορκιζόταν στον ειρηνικό χαρακτήρα του κινήματος. Αλλά και σε αντίθεση με τις αντιλήψεις «φετιχισμού» της καταστροφής και «βίας για την βία» που προβάλλονταν από τμήματα του αναρχικού χώρου.
Η πραγματοποίηση της απεργιακής πορείας στις 10 του Δεκέμβρη, παρά και ενάντια στην κυβερνητική απαγόρευση, με κάλεσμα δέκα οργανώσεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, ήταν ένα τέτοιο σοβαρό παράδειγμα.
Η συζήτηση –και η διαπάλη- για τον πολιτικό προσανατολισμό του κινήματος ήταν το ίδιο βαθιά. Η αντικαπιταλιστική αριστερά επιχείρησε από την πρώτη στιγμή να αναπτύξει τον πολιτικό του προσανατολισμό σε ανατρεπτική κατεύθυνση. Να συνδεθεί το μίσος απέναντι στους μηχανισμούς καταστολής, το δημοκρατικό ζήτημα, με τα συνθήματα της ρήξης με την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Συνθήματα όπως το «στις τράπεζες λεφτά, στη νεολαία σφαίρες..» ενέπνευσαν δεκάδες χιλιάδες νέους. Εντούτοις δεν μπορεί να πει κανείς ότι η επαναστατική αριστερά μπόρεσε να «σφραγίσει» πολιτικά τον Δεκέμβρη. Να πάρει πιο βαθιά κατεύθυνση η μάχη. Υπήρχαν δυνάμεις που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επεδίωκαν να καθηλώσουν το κίνημα στα όρια των «αυθόρμητων» χαρακτηριστικών του. Η ρεφορμιστική αριστερά έβλεπε γενικά με απόσταση ή και εχθρότητα το κίνημα, ενώ για τον αντεξουσιαστικό χώρο η «αντικατασταλτική» κατεύθυνση ήταν μάλλον υπεραρκετή.
Το κύμα του Δεκέμβρη ανέδειξε ένα φοβερό πλούτο μορφών παρέμβασης και οργάνωσης. Όπως κάθε πραγματική εξέγερση ήταν ένα «πανηγύρι των καταπιεσμένων» . Πρωτότυπες μορφές δράσης, πειραματισμοί, ευρηματικά συνθήματα, πλούσιο περιεχόμενο που «αναδείκνυε» την κριτική στον κομφορμισμό και τον καταναλωτισμό κλπ. Το κάψιμο του κιτς χριστουγεννιάτικου δέντρου, οι παρεμβάσεις σε θέατρα, ο πολιτισμός του «δρόμου» ήταν μερικά από αυτά. Ανέδειξε ορισμένες μορφές οργάνωσης (όπως τις καταλήψεις πανεπιστημιακών χώρων που μετατράπηκαν σε ενός είδους «κέντρα αγώνα» του κινήματος, με πιο χαρακτηριστική την «κατάληψη της Νομικής»). Άφησε μια παρακαταθήκη που την ξαναβρήκαμε στις «πλατείες».
Όπως όμως και στην περίοδο 10-12, η αντικαπιταλιστική αριστερά δεν μπόρεσε να σκύψει πάνω τους, όχι μόνο να συλλάβει τον «δημοκρατικό τους πυρήνα», αλλά να μπορέσει στοιχειωδώς να συμβάλλει στον μετασχηματισμό τους σε νέες, μόνιμες, δημοκρατικές μορφές λαϊκής οργάνωσης και δράσης. Πόσο μάλλον που -και σε αυτό το ζήτημα- ήμασταν αντιμέτωποι με αντιλήψεις που είτε απέρριπταν όλον αυτό τον πλούτο για να ξαναγυρίσουμε στις παραδοσιακές «γραφειοκρατικές μορφές» είτε αποθέωναν τις πιο αδύνατες πλευρές τους, καταδικάζοντάς τες σε μια προσωρινή έκλαμψη.
Το καμίνι του Δεκέμβρη έδωσε τη φωτιά για να συγκροτηθεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Γιατί πράγματι, όσο και αν οι περισσότερες από τις οργανώσεις της είχαν μεταξύ τους μακρόχρονες σχέσεις η ανεξάρτητη επαναστατική στάση και στόχευση τις μέρες της κρίσης, τις ημέρες που κρίνεται αν στην Ελλάδα θα κηρυχτεί ή όχι κατάσταση έκτακτης ανάγκης (και τέτοια ζητήματα μπήκαν έμπρακτα τον Δεκέμβρη!) δείχνει αν μπορεί να οικοδομηθεί ένα μέτωπο που δεν θα «γυρίσει» στην πρώτη πίεση του αντίπαλου.
Το θέμα δεν είναι μια δημοσιογραφική αποτύπωση των χαρακτηριστικών του Δεκέμβρη και πολύ περισσότερο μια «κριτική του». Το μεγάλο ζητούμενο είναι η αριστερά. Όχι ο «κόσμος». Αυτός έκανε το «καθήκον» του και τον Δεκέμβρη και το 10-12. Το ζητούμενο είναι μια αριστερά που μπορεί να «βουτάει» στην δράση των μαζών, να μαθαίνει από αυτήν και να δίνει όλες τις δυνάμεις στην αναζήτηση του περιεχομένου, των μορφών πάλης, των τρόπων οργάνωσης που προχωρούν το επίπεδο συνειδητότητας στην μάχη με το κεφάλαιο και την αστική εξουσία, ενάντια στην ρεφορμιστική ή αντεξουσιαστική καθήλωση. Εκεί, ναι αξίζει κανείς να βρει δρόμους να «συμμαχήσει» με τα πρωτογενή πολιτικά, μαχόμενα ριζοσπαστικά ρεύματα, και άρα να κάνει «μαζική επαναστατική πολιτική» ξεπερνώντας τις αντιλήψεις που κατανοούν την «μαζική πολιτική» σαν διαρκή αναζήτηση των παλιών ρεφορμιστικών σχημάτων που σε κάθε μεγάλη μάχη συνήθως εξανεμίζονται!