της Αλεξάνδρας Πολιτάκη
Οι μεγάλες κρίσεις άλλοτε μεταβάλλουν την κυρίαρχη αντίληψη για τον κόσμο ως ενός, ενιαίου και συμπαγούς και άλλοτε, όπως στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης, την εδραιώνουν. Κι αυτό επιτυγχάνεται διευρύνοντας από τη μία τον ορίζοντα του υποκειμενικού και των ερμηνειών του μέχρι να μετατραπεί σε μια αντικειμενική πραγματικότητα (χαρακτηριστικό παράδειγμα σήμερα η Ιταλία και οι θέσεις της κυβέρνησης για τον προϋπολογισμό της, για το χρέος της, για το προσφυγικό, κτλ) και περιορίζοντας από την άλλη το πολιτικό, ως μέρος μιας συνολικότερης ευταξίας από την οποία κανείς δεν μπορεί ή δεν πρέπει να αποδράσει (χαρακτηριστικό παράδειγμα η ΕΕ).
Η λίγο έως πολύ αδικαιολόγητη αλλά κραταιά αντίληψη ότι η πραγματικότητα της καθημερινότητας δεν χρειάζεται επιβεβαίωση, παίζει καθοριστικό ρόλο στην κατασκευή της και στην κατασκευή του πολιτικού ως επιμέρους στοιχείο της. Σήμερα, η αντίληψη αυτή κλονίζεται ξανά από τις εικόνες των διαδηλώσεων των κίτρινων γιλέκων στη Γαλλία, όπως και από κάθε μεγάλη μαζική κινητοποίηση των προηγούμενων χρόνων (Ισπανία, Ελλάδα). Μαζί συμπαρασύρει και την πολιτική ισχύουσα δομή εξουσίας που διατηρεί αυτήν την αντίληψη και μοιάζει να συμπυκνώνει τα τελευταία χρόνια της κρίσης όλα τα ερωτήματα που αφορούν την κοινωνία σε ένα εργαλειακό, ποσοτικο-οικονομικού ενδιαφέροντος ερώτημα εντός της ΕΕ: «πόση λιτότητα;»
Παρά την έκταση και την εργαλειοποίηση του όμως («πόση φτώχεια;», «πόση ανάπτυξη;» «τι καταδεικνύουν οι δείκτες;», κτλ), το ερώτημα παραμένει το ίδιο στη νοηματοδότησή του: μπορούν αυτές οι πολιτικές –και επί της ουσίας αυτή η δομή εξουσίας- να αλλάξει τα πράγματα; Και με αυτή τη σταθερότητα του νοήματος τα κινήματα των τελευταίων χρόνων στην Ευρώπη χρησιμοποιούν «εργαλειοποιημένα» ερωτήματα μεν, αλλά ως εφαλτήρια για να πάνε πολύ μακρύτερα και να απαιτήσουν μεγάλες αλλαγές και όχι «μεταρρυθμίσεις». Να επιτεθούν δηλαδή στα «ιερά δόγματα» της ευρωπαϊκής πολιτικής.
Οι ομοιότητες των μαζικών ευρωπαϊκών κινημάτων των χρόνων της κρίσης είναι πολλές (αυθόρμητη συμμετοχή, χωρίς αρχηγική καθοδήγηση, ανόμοια χαρακτηριστικά συμμετεχόντων, ο ρόλος των κοινωνικών μέσων δικτύωσης, κτλ). Στο πλαίσιο όμως της κατασκευής του πολιτικού είναι ανάγκη να αναγνωριστεί μία από τις πιο χρήσιμες και κρίσιμες συνεισφορές τους: η δυνατότητά τους να αμφισβητούν τη σύλληψη της καθημερινής ζωής ως ενιαία, συμπαγής και μη-αμφισβητήσιμη, να διαφεύγουν από την κυρίαρχη αντίληψη περί ευταξίας της ζωής που ζούμε και λογικής της σύγχρονης (ευρωπαϊκής) πολιτικής. Κι έτσι, με την πραγματικότητα ως «μη-εύτακτη και λογική» να αντιστέκονται, πραγματοποιώντας μια θεμελιώδη μετατόπιση από μία κατασκευή που δεν διστάζει στην πολιτική της διάσταση να συμπεριλάβει τον άκρατο νεοφιλελευθερισμό, τις αντιφάσεις του καπιταλισμού, την ακροδεξιά με όλο το φάσμα των απόψεών της. Και να τα ξεπλένει με μεγάλη ευκολία είτε στη βάση του προσφυγικού, είτε του μεταναστευτικού, είτε της ανάπτυξης και άλλων μεγάλων ζητημάτων, όπου μπορεί κάθε φορά. Και να χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να παρεμποδίσει αυτήν τη μετατόπιση, να καταστείλει με λίγα λόγια την όποια αντίδραση στην κυρίαρχη άποψη περί πραγματικότητας, τι χωράει σε αυτήν και τι όχι, τι είναι εφικτό να γίνει και τι αδύνατον. Διαφορετικοί κόσμοι; Κάτι παραπέρα: διαφορετικές συλλήψεις του κόσμου.
Ανάμεσα στις σημαντικές συνεισφορές αυτών των κινημάτων είναι επίσης ότι ξεκαθαρίζουν με έναν τρόπο το πολιτικό σκηνικό σε βάθος, από αρχηγούς, ηγέτες, σωτήρες, αυθεντίες και διακεκριμένους τεχνοκράτες που πιάνουν ή ετοιμάζονται να πιάσουν θέση με κάθε ευκαιρία. Όχι με παραιτήσεις ή αποπομπές, στην Ελλάδα δεν υπάρχει καν τέτοια κουλτούρα πολιτικής εντιμότητας και ευθιξίας, αλλά μετρώντας τα πράγματα με έναν τρόπο που δείχνει πιο ξεκάθαρα τον καθένα. Στη συνέχεια –έχουμε δει μέχρι τώρα- τα κινήματα αυτά αναδεικνύουν δικούς τους ανθρώπους. Ένας πολιτικός λόγος και μια κατασκευή υπέρ των μη-προνομιούχων. Με άδηλη όμως συνέχεια, καθώς εάν κοιτάξει κανείς πως διαμορφώθηκε το πολιτικό σκηνικό στην Ισπανία, στην Ελλάδα και στη Γαλλία μετά τα μαζικά κινήματα των προηγούμενων χρόνων της κρίσης, θα δει ότι για πολλούς μια ευθεία ένωνε τους δρόμους και τις πλατείες με τα βουλευτικά έδρανα. Και ότι οι χτεσινοί των πλατειών είναι σήμερα κάτοχοι ή της εξουσίας ή αυριανοί διεκδικητές της.
Κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για τη διάρκεια αυτών των κινημάτων. Και θα ήταν δύσκολο να ειπωθεί σήμερα ότι έτσι, με ένα κίνημα που μπορεί να πάρει πανευρωπαϊκή διάσταση θα φτάσουμε στις ευρωεκλογές του Μαΐου. Και μάλλον δυσχεραίνει τις ερμηνείες η απαίτηση για ένα «ακοίμητο» κίνημα των δρόμων. Όμως εάν κάτι δεν πρέπει να χαθεί, είναι αυτή η ευθεία αμφισβήτηση του υπάρχοντος status quο και των ερμηνειών του που τα κινήματα αποτυπώνουν. Κάτι που δεν είναι καθόλου εύκολο, αν αναλογιστεί κανείς ότι ένας πολιτικός λόγος υπέρ των μη-προνομιούχων έχει ήδη ξεκινήσει στην προεκλογική Ελλάδα από πολλές πλευρές. Και μάλιστα σε μία περίοδο που τα κόμματα που θα κατέβουν στις εκλογές θα είναι περισσότερα από ποτέ. Κι έτσι, το διακύβευμα των συγκλίσεων ή των αποκλίσεων στην ανάγνωση της πραγματικότητας, των συνεργασιών ή της αυτόνομης καθόδου στις εκλογές δηλαδή- παραμένει προς το παρόν το πιο ενδιαφέρον.