Παναγιώτης Σωτήρης
Η ανάγκη να ξαναγυρνάμε σε στιγμές που είναι «εικόνες από το μέλλον»
Πολιτικό και κοινωνικό συμβάν εξ ορισμού αταξινόμητο, καθώς υπερέβαινε τις όποιες προσλαμβάνουσες είχαμε για τις κοινωνικές εκρήξεις, η νεανική εξέγερση του Δεκέμβρη 2008 αποτέλεσε το άνοιγμα ενός ιστορικού κύκλου που σε κρίσιμες πτυχές του παραμένει ακόμη ενεργός.
Συμπύκνωση μιας κρίσης που αφορούσε ταυτόχρονα το καθεστώς συσσώρευσης αλλά και τους όρους άρθρωσης της ηγεμονίας, η νεανική έκρηξη έδειξε ότι εξακολουθεί να υπάρχει δυνατότητα όχι απλώς για κοινωνικά κινήματα αλλά για ακολουθίες οριακά εξεγερσιακές, κάτι που θα επιβεβαιωθεί με τον ελληνικό «εξεγερσιακό κύκλο» της διετίας 2010-2012, με τον παγκόσμιο κύκλο κινητοποιήσεων του 2011, αλλά και μια σειρά από επόμενα κινήματα.
Το ίδιο το γεγονός μιας τεράστιας κοινωνικής και πολιτικής δυναμικής, που δεν χωρούσε σε κάποια μεμονωμένα αιτήματα αλλά έστω και αδιαμόρφωτα διεκδικούσε μια συνολική ανατροπή, εκ των πραγμάτων έφερνε την επαναστατική αριστερά αντιμέτωπη με μια μείζονα πρόκληση: Πώς θα μπορούσε όχι απλώς να παρενέβαινε, να πολιτικοποιούσε, να «καθοδηγούσε», αλλά και να μάθαινε από αυτή σε μια προσπάθεια να αναστοχαστεί έμπρακτα μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική.
Προφανώς και ο Δεκέμβρης του 2008 είχε «όρια», όπως σε τελική ανάλυση οποιαδήποτε έκρηξη δεν μεταφράζεται στη «μακρά διάρκεια» μιας μετασχηματιστικής πολιτικής πρακτικής, όμως παρ’ όλα αυτά έθετε τα ερωτήματα που με άλλους όρους θα τεθούν και στις «Πλατείες» και αργότερα:
Πώς μετασχηματίζεται η δυναμική της «έκρηξης» στην αναγκαία συλλογική «πειθαρχία» της πάλης για την ανατροπή; Πώς συγκροτούνται πολιτικές μορφές που να καθιστούν όλο αυτό τον κόσμο πραγματικά συμμέτοχο και να ξεδιπλώνουν δυναμικές σύγκρουσης, πειραματισμού και συλλογικής επινοητικότητας;
Ποιες οι οργανωτικές συντεταγμένες μιας «συντακτικής διαδικασίας» για ένα σύγχρονο «Ενιαίο Μέτωπο», το εργαστήρι για νέες μορφές πολιτικής διανοητικότητας και πρακτικής και για επεξεργασία των όρων μιας ηγεμονίας των υποτελών; Ποιες οι αιχμές ενός μεταβατικού προγράμματος που θα ήταν η συμπύκνωση της άμεσης απαίτησης των δυνάμεων της εργασίας και ταυτόχρονα η επικέντρωση στα σημεία ρήξης με την κυρίαρχη πολιτική (συμπεριλαμβανομένης και της ευρωπαϊκής διάστασής της);
Πώς μπορεί να τεθεί το ζήτημα της εξουσίας, με όρους που δεν θα καταλήγουν ούτε στην αναβλητικότητα μιας πολιτικής «σε απόσταση από το κράτος», ούτε στην εύκολη ταύτιση της ανατροπής με την αλλαγή κυβέρνησης, αλλά θα στοχάζονται τους όρους μιας σύγχρονης «δυαδικής εξουσίας» όχι απλώς ως «στιγμής» αλλά και ως διαρκούς πρακτικής;
Ποια αριστερά μπορεί να είναι το πολιτικό νεύρο αυτής της διεργασίας, ικανή να τροφοδοτεί με στρατηγικά στοιχεία, αποτελεσματική στο να τροποποιεί τον «κοινό νου» των υποτελών τάξεων, αλλά και πάντα έτοιμη να αλλάζει, ενσωματώνοντας τις νέες ποιότητες της εξέγερσης αλλά και τις νέες πρακτικές δημοκρατίας, αλληλεγγύης και συντονισμού που αναδύονταν;
Όμως, τότε δεν υπήρξε ούτε η ετοιμότητα ούτε η τόλμη για αυτή την αριστερά. Ακόμη και η συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που είχε ως καταλύτη το Δεκέμβρη, ήταν περισσότερο μια «κάλλιο αργά παρά ποτέ» αναγκαία ενωτική διεργασία που εκκρεμούσε από τη δεκαετία του 1990, παρά η τομή που χρειαζόταν, χωρίς αυτό να υποτιμά τη σημασία της συγκρότησής της.
Και αυτό θα στοιχίσει κι αργότερα, όταν αντιμέτωπες κι αντιμέτωποι με μια ολόπλευρη ηγεμονική κρίση και μια χωρίς προηγούμενο διάρρηξη των σχέσεων εκπροσώπησης δεν θα μπορέσουμε να διαμορφώσουμε όρους ενός πραγματικού ρήγματος, δηλαδή να επεξεργαστούμε τους όρους μιας αναγκαστικά πρωτότυπης (και διακυβευόμενης) επαναστατικής ακολουθίας.
Ο γερο-Κάρολος έλεγε ότι οι κοινωνικές επαναστάσεις αντλούν την ποίηση τους από το μέλλον. Ωστόσο, αυτό δεν αναιρεί την ανάγκη να ξαναγυρνάμε σε στιγμές που ήταν και παραμένουν «εικόνες από το μέλλον».