Κώστας Παλούκης
Τον Νοέμβριο του 1918 ιδρύθηκε η ΓΣΕΕ, από το πρώτο πανελλαδικό εργατικό συνέδριο, που έγινε στον Πειραιά. Το συναίσθημα του συνανήκειν διευρύνεται: από μια κλειστή ιεραρχημένη
επαγγελματική κοινότητα σε μια διευρυμένη εργατική κοινότητα σε πανεθνικό επίπεδο. Ο εργάτης της Κέρκυρας και ο εργάτης της Καβάλας νιώθουν ότι μοιράζονται μια κοινή μοίρα
Ένα από τα κύρια ιστοριογραφικά θέματα του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα είναι η διαμόρφωση της εργατικής τάξης. Η συμβολή του Edward P. Thompson έγκειται ότι πρώτος αμφισβήτησε την παραδοσιακή οπτική του Ένγκελς για το «βρετανικό» παράδειγμα. Σύμφωνα με αυτό οι βιομηχανικοί εργάτες νέου τύπου παρέμεναν ακόμα μειοψηφία μέσα στον εργατικό πληθυσμό, ενώ ακόμα μέχρι το 1830 το πρότυπο του «μέσου άνδρα εργάτη» αντιστοιχούσε σε έναν ενήλικα άντρα βαμβακουργό χειροτεχνίτη. Γενικά, σε πολλές βρετανικές πόλεις ο πραγματικός πυρήνας δια μέσου του οποίου εισήλθαν στο εργατικό κίνημα ιδέες, οργάνωση και ηγεσία, δεν αποτελούνταν από βιομηχανικούς εργάτες, αλλά από χειροτεχνίτες όπως υφαντές, υποδηματοποιοί, κατασκευαστές σαμαριών και κατασκευαστές λουριών, βιβλιοπώλες, τυπογράφοι, εργάτες οικοδομών, μικροεπαγγελματίες κλπ. Επίσης, δεν ήταν αιτία των εξεγέρσεων κυρίως η υποβάθμιση της ζωής, εξαιτίας της βιομηχανικής επανάστασης. Η διαμόρφωση της εργατικής τάξης, μια διαδικασία όχι μόνο οικονομική, αλλά εξίσου πολιτική και πολιτισμική, προέκυψε από τη συμμετοχή κυρίως αυτών των στρωμάτων. Ο William E. Sewell προεκτείνει αυτήν την ιδέα και προτείνει ως καθολική αναγνώριση στην σύγχρονη ιστοριογραφία, ότι δηλαδή οι ειδικευμένοι τεχνίτες και όχι οι εργάτες στα νέα βιομηχανικά εργοστάσια κυριάρχησαν στο εργατικό κίνημα κατά τις πρώτες δεκαετίες της εκβιομηχάνισης.
Στην Ελλάδα, η συζήτηση αυτή έφτασε κάπως καθυστερημένα. Σε κάθε περίπτωση, δεν ισχύει η άποψη του Γιάνη Κορδάτου ότι «το προλεταριάτο αρχίζει να συγκεντρώνεται και να παίρνει ταξική συνείδηση … σ’ όσες πόλεις κάπνιζαν καμινάδες». Σε αντίθεση με την παραδοσιακή οπτική, όπως αυτή κληροδοτήθηκε από τον Γιάνη Κορδάτο, η συνδικαλιστική δράση δεν αναπτύχθηκε από τις «καπνισμένες καμινάδες» του Πειραιά και το βιομηχανικό προλεταριάτο, αλλά από τα ευρύτερα συντεχνιάζοντα εργατικά στρώματα των μισθωτών ειδικευμένων χειροτεκτόνων που ζούσαν γύρω από αυτά. Με βάση λοιπόν αυτά τα στρώματα ιδρύθηκε στα 1918, η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας, η ΓΣΕΕ.
Υψηλή σχετικά η συνδικαλιστική συσπείρωση
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γιάνη Κορδάτου, στην Αθήνα καταγράφονται 33.456 εργάτες εκ των οποίων 4.868 γυναίκες και 1.620 παιδιά. Ταυτόχρονα, οι οργανωμένοι σε κάποιο σωματείο (κυρίως άνδρες, καθώς οι γυναίκες και παιδιά δεν συνδικαλίζονταν) ήταν 8.384, περίπου το 31% του ανδρικού συνόλου. Στον Πειραιά σε σύνολο 30.746 εργατών, εκ των οποίων 3.888 εργάτριες και 854 παιδιά, οι οργανωμένοι άνδρες εργάτες ήταν 12.349. Με άλλα λόγια, συνδικαλισμένοι ήταν το 47,5% των ανδρών εργατών, δηλαδή περίπου το 1/2. Συνολικά, στο λεκανοπέδιο καταγράφονται 64.202 εργάτες, εκ των οποίων οι 8.756 γυναίκες και 2.474 παιδιά. Με άλλα λόγια, συνδικαλισμένοι ήταν το 39,1% του συνολικού ανδρικού πληθυσμού (της εργατικής τάξης). Με άλλα λόγια, η συνδικαλιστική συσπείρωση ήταν πάρα πολύ υψηλή λαμβάνοντας υπόψη το επιχείρημα ότι το ελληνικό προλεταριάτο είχε μικρή σοσιαλιστική παράδοση.
Στην πραγματικότητα, η συσπείρωση ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Συγκεκριμένα, για το λεκανοπέδιο η επίσημη στατιστική του κράτους κατέγραφε 36.124 εργάτες, περίπου οι μισοί δηλαδή έναντι των στατιστικών του Κορδάτου. Η συγκεκριμένη όμως στατιστική δεν καταγράφει τους στρατιώτες και ενδεχομένως τους εργάτες σε ανθρακωρυχεία. Συνεπώς, ο βαθμός συνδικαλιστικής συσπείρωσης στους άνδρες εργάτες στην Αθήνα και τον Πειραιά πρέπει να άγγιζε ποσοστά πάνω από 70 ή 80%. Την ίδια εποχή, στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν 29 σωματεία, από τα οποία ενεργά ήταν μόνο τα 15, ενώ αδρανή τα 14. Τα σωματεία αντιστοιχούν σε 5.381 άνδρες εργάτες συνδικαλισμένους σε συνολικό εργατικό πληθυσμό 30.000. Επίσης, πρόκειται για υψηλό επίπεδο συνδικαλιστικής συσπείρωσης.
Το πρώτο πανελλαδικό εργατικό συνέδριο
Το πρώτο πανελλαδικό εργατικό συνέδριο ξεκίνησε τις εργασίες του την 21 Οκτωβρίου 1918 στην Αθήνα, και μεταφέρθηκε στον Πειραιά την 26η για να ολοκληρώσει τις εργασίες της μέσα σε εφτά ημέρες με την ίδρυση της ΓΣΕΕ. Κατατέθηκαν 252 πληρεξούσια εκ μέρους 200 σωματείων, 10 εργατικών κέντρων και 2 εργατικών ενώσεων. Οι οργανώσεις αυτές προέρχονται από 20 πόλεις και αντιπροσωπεύουν 48 επαγγέλματα, με 60.000 οργανωμένους εργάτες, ενώ υπάρχουν και 100.000 επιπλέον μη οργανωμένοι εργάτες. Τα ταμεία των επαγγελματικών οργανώσεων ανέρχονταν αθροιστικά στο ποσό του ενός εκατομμυρίου δραχμών. Η σύγκληση του πρώτου αυτού συνεδρίου συνοδευόταν με την προσπάθεια των διαφόρων εργατικών κλάδων να ιδρύσουν ομοιοεπαγγελματικές ομοσπονδίες. Συγκεκριμένα, η ομοσπονδία καπνεργατών και σιγαροποιών πήρε την πρωτοβουλία για να καλέσει σε αυτό το συνέδριο. Τα σωματεία των τυπογράφων και των συναφών επαγγελμάτων είχαν οργανώσει Συνδιάσκεψη για την ίδρυση Ομοσπονδίας, την ίδια χρονιά ιδρύθηκε η Πανελλαδική Ομοιοεπαγγελματική Ομοσπονδία Μαγείρων, Ζαχαροπλαστών και Υπαλλήλων, τα ναυτικά σωματεία, όπως και οι οικοδομικοί κλάδοι, οι ραπτεργάτες και οι υποδηματεργατικοί κλάδοι. Το ίδιο και οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι. Το κύμα αυτό ίδρυσης ομοσπονδιών συνεχίστηκε μετά την ίδρυση της ΓΣΕΕ. Αν προσθέσει κανείς τους αρτεργάτες, στην πράξη έχει τις βασικές επαγγελματικές κατηγορίες οι οποίες αντιπροσωπεύθηκαν στο Συνέδριο του 1918 και πρωταγωνίστησαν σε αυτή τη διαδικασία. Πρόκειται λοιπόν κυρίως για ριζοσπαστικοποιημένους εργάτες, τεχνίτες των διαφόρων επαγγελμάτων, που στηρίζονται σε συντεχνίες, και όχι βέβαια για βιομηχανικούς εργάτες.
Η ανάδυση του ταξικού εργατικού πόλου
Στην πράξη, το 1918 κορυφώνεται μια μακρά διαδικασία διαμόρφωσης της εργατικής τάξης κατά την οποία ο ταξικός εργατικός πόλος αναδύεται ως οργανωμένο πολιτικό υποκείμενο. Οι τεχνίτες εργάτες φέροντας ως συστατικό στοιχείο της κουλτούρας και της ιδεολογίας τους την επαγγελματική αλληλεγγύη, τείνουν όλο και πιο πολύ σε πιο καθολικές ταξικές προσλήψεις της υπερβαίνοντας από τη μία τον σκληρό οριζόντιο επαγγελματικό διαχωρισμό και δημιουργώντας από την άλλη κάθετους ενδοεπαγγελματικούς διαχωρισμούς ανάμεσα σε εργάτες και εργοδότες. Με άλλα λόγια, οι υποδηματεργάτες έτειναν ολοένα και πιο πολύ να αισθάνονται πιο μακριά από τους εργοδότες τους ως κάτι σταθερά διαφορετικό και εχθρικό, ενώ σταδιακά άρχισαν να εντάσσουν τους άλλους εργάτες τους κλάδου, π.χ. αρβυλοεργάτες, κλπ, στο κοινό επαγγελματικό αίσθημα της αλληλεγγύης. Για να φτάσουν τελικά όλοι οι διαφορετικοί επαγγελματικοί εργατικοί κλάδοι να ενταχθούν σε μια κοινή υπερεπαγγελματική σωματειακή δομή αλληλεγγύης μόνο εργατών.
Η τομή αυτή είναι σημαντική καθώς την εποχή εκείνη η έννοια του εργάτη σε αυτά τα επαγγέλματα παρέμενε αντικειμενικά ρευστή. Η δουλειά, π.χ. στους υποδηματεργάτες, μοιραζόταν κατ’ αποκοπήν από τους εμπόρους σε μάστορες υποδηματοποιούς οι οποίοι καλούσαν άλλους υποδηματεργάτες «καλφάδες» να εργαστούν σε αυτούς μαζί με τους μαθητές τους. Ο μάστορας υποδηματοποιός που πήρε τη δουλειά σε μια επόμενη φάση ενδεχομένως να απολέσει αυτή τη δυνατότητα και να εργαστεί κάτω από άλλο εργάτη μάστορα, διαδικασία η οποία ήταν απαξιωτική για το κύρος του. Επίσης, θα μπορούσε να εργαστεί ως ελεύθερος εργάτης, δηλαδή να πάρει την κατ’ αποκοπή εργασία από έναν άλλο μάστορα υποδηματοποιό. Με άλλα λόγια, η διακριτή αντικειμενική διάσπαση σε εργοδότες και εργάτες αποτελούσε ζητούμενο παρά δεδομένο σε μια κοινότητα με κοινό το αίσθημα του υποδηματοποιού και κοινό αντίπαλο τον έμπορο υποδημάτων.
Μια άλλη διάσταση που χαρακτήριζε τα επαγγέλματα αυτά και περιόριζε την αλληλεγγύη στο επαγγελματικό επίπεδο ήταν οι οικογενειακοί και εθνοτοπικοί δεσμοί. Για παράδειγμα, οι αρτοποιοί, σχεδόν σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας, προέρχονταν από την Ήπειρο. Οικογένειες από τα χωριά της περιφέρειας αυτής έστελναν τα παιδιά τους σε συγγενείς ή συντοπίτες στην Αθήνα, την Θεσσαλονίκη κ.α. Πολλές φορές η αντιπαράθεση για τη διεκδίκηση μιας δουλειάς αποκτούσε μια τέτοια εθνικοτοπική διάσταση, όπως η σύγκρουση στο λιμάνι του Πειραιά ανάμεσα σε κρητικούς και μανιάτες. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στους οικοδόμους, η εγκατάσταση μιας ομάδας μπουλουκιών με κοινή εθνικοτοπική σχέση σε μια πόλη δεν ήταν αυτονόητη καθώς ακολουθούσαν την δουλειά και επέστρεφαν στις πατρίδες τους με το τέλος της. Συνεπώς, με την ίδρυση της ΓΣΕΕ επιτυγχάνεται η διεύρυνση του συναισθήματος του συνανήκειν από μια κλειστή ιεραρχημένη επαγγελματική κοινότητα σε μια διευρυμένη φαντασιακή εργατική κοινότητα σε πανεθνικό επίπεδο, όπου ο εργάτης της Κέρκυρας και ο εργάτης της Καβάλας νιώθουν ότι μοιράζονται μια κοινή μοίρα.
Ο επαγγελματικός χαρακτήρας των ιδρυτικών σωματείων της ΓΣΕΕ εξηγεί ως εκ τούτου τον υψηλό βαθμό συσπείρωσής τους. Οι κλάδοι αυτοί ήταν ήδη μαζικά συγκροτημένοι σε διαταξικές επαγγελματικές συσσωματώσεις, τις συντεχνίες, με βασικό αντίπαλο την ελεύθερη αγορά και τους καταστηματάρχες-εμπόρους. Ως εκ τούτου, έφεραν ήδη στην κουλτούρα τους και την συνδικαλιστική εμπειρία, αλλά και έναν λανθάνοντα αντικαπιταλιστικό λόγο.
Όταν λοιπόν η βενιζελική εργατική νομοθεσία του 1914 υποχρέωσε τον διαχωρισμό εργατικών και εργοδοτικών σωματείων, ουσιαστικά επιταχύνθηκε η διαδικασία αυτονόμησης του εργατικού ταξικού πόλου και δημιουργήθηκαν μαζικά εργατικά σωματεία. Ήδη όμως στο πλαίσιο του βενιζελικού πατερναλιστικού λόγου, οι φιλελεύθεροι κοινωνιστές διανοούμενοι πρωταγωνιστούσαν από το 1910 με την ίδρυση του Εργατικού Κέντρου Αθηνών, στην συνέχεια με το Εργατικό Κέντρο Βόλου και ύστερα με το Εργατικό Κέντρο Πειραιώς στην καλλιέργεια μιας ταξικής συνείδησης η οποία όμως δεν υπερέβαινε την εθνική ιδεολογία της συνεργασίας των κοινωνικών τάξεων. Η αμφισβήτηση από τα αριστερά της βενιζελικής πολιτικής ριζοσπαστικοποίησε τον λανθάνοντα αντικαπιταλισμό. Καθοριστικοί παράγοντες στάθηκε η επαφή με την Φεντερασιόν. Επίσης, σε καμία περίπτωση, ιδιαίτερα εν μέσω πολέμου, δεν μπορεί να υποτιμηθεί η επίδραση της Οκτωβριανής επανάστασης στα εργατικά στρώματα ενισχύοντας τις τάσεις για πιο καθολικές προσλήψεις της εργατικής τάξης, αλλά και πιο ριζοσπαστικά περιεχόμενα και μορφές δράσεις και οργάνωσης.
Ριζοσπαστικοποίηση, αντικαπιταλισμός και εθνικές συσπειρώσεις
Οι τάσεις εθνικοθρησκευτικού και συνάμα πολιτικού διαχωρισμού κυριαρχούσαν, καθώς, ας σημειωθεί, ότι ο εθνικός διχασμός είχε ενισχύσει τις τάσεις οριζόντιων διαταξικών κοινωνικών συμμαχιών. Η παρουσία της Φεντερασιόν και του εβραϊκού εργατικού στοιχείου και μάλιστα ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας στην ιδρυτική διαδικασία λίγους μήνες πριν θεωρούνταν πρόβλημα και ανασχετικός παράγοντας στην ενοποίηση. Η Φεντερασιόν εκπροσωπούσε ίσως το πλέον αυθεντικό εργατικό προλεταριάτο των Βαλκανίων καθώς οι φτωχοί εβραίοι εργάτες, σε αντίθεση με τα εργατικά στρώματα των άλλων εθνικοθρησκευτικών ομάδων, είχαν περιορισμένες δυνατότητες κοινωνικής ανέλιξης. Οι εβραίοι εργάτες διαβιούσαν σε αυτήν την κατάσταση αυτή για πολλές δεκαετίες έως και αιώνες, αλλά και αντιμετώπιζαν μια μοναδική για τα δεδομένα των Βαλκανικών πόλεων κοινωνική φτώχια. Οι εβραίοι εργάτες κυρίως ήταν φορτοεκφορτωτές ξηράς και λιμένος και χειρώνακτες εργάτες του ποδαριού, αλλά το κυρίως συνδικαλισμένο τμήμα τους αποτελούταν εξίσου από καπνεργάτες και άλλα χειροτεχνικά επαγγέλματα. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της θεσσαλονικιώτικης εβραϊκής εργατικής τάξης συνεχόταν σε μια κοινή βαθιά ιστορική ταξική συνθήκη και μπορούσε να αλλάξει στο πλαίσιο μόνο με συνολικότερες ανατροπές στο πλαίσιο της αποβιομηχάνισης του ισχνού καπιταλισμού της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο διεθνιστικός, σοσιαλιστικός και αντιπολεμικός προσανατολισμός της Φεντερασιόν ήρθε αμέσως σε σύγκρουση με τα φιλοβενιζελικά συνδικαλισμένα εργατικά στρώματα της Θεσσαλονίκης και της Παλαιάς Ελλάδας, κυρίως του Πειραιά. Η αντιπαράθεση αυτή η οποία ενέχει και αντισημιτικό-εθνικιστικό υπόβαθρο θα είναι εφικτό να ξεπεραστεί στα 1918. Η Φεντερασιόν είχε ήδη καλέσει σε δύο αποτυχημένες εθνικές προσπάθειες πανεργατικού Συνεδρίου. Η αλλαγή αυτή αφορούσε μια αντιφατική συνθήκη κυρίως στο φιλοβενιζελικό στρατόπεδο. Ο αυταρχισμός της βενιζελικής διακυβέρνησης, το κοινό εργατικό αντιπολεμικό συναίσθημα, αλλά και η επιθυμία της ίδιας της κυβέρνησης για την ίδρυση μιας εργατικής συνομοσπονδίας ενίσχυσε την διαδικασία. Η αντιπαράθεση θα επανέλθει στα 1919 με την μορφή τη διάσπασης της ΓΣΕΕ ανάμεσα στη φιλοβενιζελική παράταξη του καθαρού συνδικαλισμού και τη σοσιαλιστική παράταξη του ΣΕΚΕ.
Κλείνοντας αξίζει να σημειωθεί ότι τα συντεχνιάζοντα στρώματα των επαγγελματιών χειροτεχνών θα ριζοσπαστικοποιηθούν και θα πρωταγωνιστήσουν στην ίδρυση της ΓΣΕΕ σε μια περίοδο συγκεντροποίησης του κεφαλαίου εν μέσω πολεμικής περιόδου. Βασική αιτία η απειλή από την διαδικασία της συγκεντροποίησης καθώς διέλυε την παραγωγική αυτονομία, υπονόμευε τη θέση και το κύρος, τα ημερομίσθια, αλλά και τις ιεραρχικές δομές των συντεχνιαζόντων επαγγελμάτων. Η επόμενη κορυφαία στιγμή του ριζοσπαστικοποιημένου κινήματος των εργατών τεχνιτών επαγγελματιών στάθηκε η μεγάλη πολιτική και επαγγελματική απεργία του 1919. Το τέλος του πολέμου και η είσοδος του προσφυγικού πληθυσμού θα ανακόψει αυτή τη διαδικασία συγκεντροποίησης του κεφαλαίου ενισχύοντας την δεκαετία του 1920 τις μικρές επιχειρήσεις και τον λεγόμενο υπερεπαγγελματισμό. Το γεγονός αυτό στην πράξη ενίσχυσε την παρουσία του εργατικού συντεχνιάζοντος συνδικαλισμού των εργατών τεχνιτών. Σε κάθε περίπτωση, η αρχή είχε γίνει.