Κώστας Παλούκης
Στην Ελλάδα, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος συντέλεσε καταλυτικά σε μια διευρυμένη δημοσιονομική και οικονομική κρίση. Η σχετικά μικρή εργατική τάξη, τα μικροαστικά βιοτεχνικά στρώματα και οι αγρότες θίγονται σοβαρά. Αντίθετα, το κεφάλαιο αναγεννιέται με μια νέα πρωταρχική συσσώρευση από κερδοσκοπίες στο εμπόριο, τη ναυτιλία και την επένδυση στον τραπεζικό τομέα. Oι κοινωνικές αυτές διεργασίες προβληματίζουν και στρέφουν προς τις σοσιαλιστικές ιδέες μια σημαντική μερίδα προοδευτικών διανοουμένων και φοιτητών που και αυτοί δέχονται τις πιέσεις του πολέμου και της κρίσης. Οι σοσιαλιστικές ιδέες διαχέονται και βρίσκουν απήχηση στα πιο πρωτοπόρα κομμάτια της εργατικής τάξης.
Με αυτόν τον τρόπο συγκροτείται στην Ελλάδα ένα νέο μοντέλο κοινωνικών συμμαχιών, κατά το οποίο μερίδες των μικροαστικών στρωμάτων αναγνωρίζουν στην πολύ πιο δυναμική εργατική τάξη την ικανότητα της συνολικής επίλυσης του αδιεξόδου της κοινωνικής κρίσης με την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Τα πιο πρωτοπόρα κομμάτια του εργατικού κινήματος υιοθετούν αυτήν τη θέση, συγκροτούν μια νέα ταυτότητα και συνείδηση για τον αυτόνομο ιστορικό τους ρόλο ως τάξη και το νεωτερικό σοσιαλιστικό μοντέλο συνασπισμού εξουσίας εμφανίζεται στα 1918 με την ίδρυση του ΣΕΚΕ, το οποίο αμέσως δηλώνει την σύνδεσή του με την 2η (Σοσιαλιστική) Διεθνή.
Το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας κηρύσσοντας την αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής «κοινωνικής μεταβολής», που «σημαίνει την απελευθέρωσιν όχι μόνο των προλεταρίων, αλλά και ολοκλήρου της ανθρωπότητος που υποφέρει σήμερον», υπογραμμίζει τον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης, «που δεν δύναται να πραγματοποιήση την ιστορική της αποστολήν χωρίς να γίνει κάτοχος της πολιτικής εξουσίας», και προσδιορίζει το δικό του καθήκον: «να διαμορφώση τον αγώνα της εργατικής τάξεως εις αγώνα συνειδητόν και ενιαίον και να οδηγήση αυτήν εις την φυσική και αναγκαία αποστολήν της». Πέρα όμως από τις διακηρύξεις, το ζήτημα είναι οι πραγματικές σχέσεις του ΣΕΚΕ με τους εργάτες της εποχής.
Στις 17-23 Νοέμβρη 1918 έγινε στον Πειραιά το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΕΚΕ, με τη συμμετοχή μερικών δεκάδων εκπροσώπων
Το πρώτο σοσιαλιστικό κόμμα στην Ελλάδα προέκυψε από την συνένωση διαφορετικών και ετερογενών, στην πλειοψηφία τους, τοπικών κέντρων και ομίλων με σοσιαλιστική αναφορά, που αποτελούσαν, όμως, εκτός της Φεντερασιόν, περισσότερο όμιλοι συζητήσεων και διαλέξεων μικροαστών διανοουμένων και συνδικαλιστών που αναζητούσαν πολιτική σύνδεση με την εργατική τάξη, παρά εργατικές οργανώσεις με προγράμματα, στρατηγικές και εργατικές δραστηριότητες. Οι εργάτες, που πλησίαζαν τους πρώτους σοσιαλιστές, αποτελούσαν ουσιαστικά ένα κοινό που ενδιαφερόταν να ακούσει για να μάθει περί του σοσιαλισμού. Γι αυτό όλη η λογική της δράσης του κόμματος τοποθετείται στο ιδεολογικό επίπεδο και στο τοπικό ή κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Οι οργανώσεις του δεν συγκροτούνται πάνω σε εργατοπαραγωγική βάση, όπως έπειτα στο ΚΚΕ, αλλά σε τοπική. Σε κάθε πόλη λειτoυργούσε το τμήμα, τα μέλη του οποίου, κατά μακρά διαστήματα, καλούνταν σε γενικές συνελεύσεις, εξέλεγαν την Τοπική Επιτροπή (ΤΕ), η οποία αναλάμβανε τη διεξαγωγή όλης της δράσης του Τμήματος. «Η διεύθυνσις και επίβλεψις της λειτουργίας των τμημάτων εμπιστεύεται από τας συνελεύσεις αυτών εις μίαν τοπικήν επιτροπήν αποτελουμένην από 5-7 μέλη» που είναι αρκετά μεγάλος αριθμός, εάν υπολογίσουμε ότι ελάχιστος αριθμός μελών για την ίδρυση Τμήματος είχαν καθοριστεί τα 15 μέλη. Σε πόλεις ή περιοχές με μικρότερο αριθμό οπαδών συγκροτούνταν οι όμιλοι, οι οποίοι «έχουν μορφωτικόν και προπαγανδιστικόν χαρακτήρα, δύναται δε να λαμβάνουν μέρος εις αυτούς και μη μέλη του Κόμματος…». («Το ιδρυτικό, 1ο Συνέδριο του ΣΕΚΕ») Στα 1933, ένα παλιό μέλος σε ένα ιστορικό σημείωμα σημειώνει πως το κόμμα παρέμενε μακριά «από τα εργοστάσια, από την καθημερινή μαύρη δουλειά ανάμεσα στους εργάτες» (Ριζοσπάστης, 2/11/1933) εννοώντας ότι το ίδιο δεν ασκούσε άμεση συνδικαλιστική δράση. Το ΣΕΚΕ δεν θα δράσει ποτέ ως ένα κόμμα μαζών, όπως το ΚΚΕ.
Μέσα σε ένα τέτοιο πνεύμα, η μορφωτική διαφωτιστική διάσταση τόσο στους συνδικαλιστικούς, αλλά και τους πολιτικούς αγώνες, αποτελούσε το κυριότερο χαρακτηριστικό των σοσιαλιστικών ομίλων και κέντρων που συγκρότησαν το ΣΕΚΕ και στη συνέχεια του ίδιου του ΣΕΚΕ: «Το Κόμμα πρέπει να διαφωτίζη, να συμπαθή και να υποστηρίζη τον αγώνα των σωματείων, που τείνει προς την βελτίωσιν των εργατών…» (βλ. «Το Α΄ Εθνικόν Συμβούλιον του ΣΕΚΕ»).Το ΣΕΚΕ δεν οργανώνει ως εργατική συσπείρωση τους αγώνες, δεν παρεμβαίνει με δικές του προγραμματικές συνδικαλιστικές θέσεις στα σωματεία, αλλά στηρίζει και καθοδηγεί τους αγώνες που οι εργάτες αυθόρμητα κινούν. Το ΣΕΚΕ δίνει τη γενική προγραμματική κατεύθυνση, ιδεολογικό επιστέγασμα και πολιτική αναφορά στις εργατικές κινητοποιήσεις.
Ο Δ. Λιβιεράτος σκιαγραφεί με ενάργεια τις σχέσεις του σοσιαλιστικού κόμματος με τους εργάτες. «Η πλειοψηφία της εργατικής τάξης συμπαθεί τους σοσιαλιστές γιατί αυτοί είναι που τρέχουν αγωνίζονται, μιλάνε, εξηγούν. Οι σοσιαλιστές συντάσσουν τα καταστατικά των περισσότερων σωματείων πάνω στην αρχή της πάλης των τάξεων και προσπαθούν να δώσουν μια ενιαία μορφή στο εργατικό κίνημα». Επομένως, δε θα μπορούσε παρά «γι’ αυτή τους τη δραστηριότητα και την τιμιότητα των σκοπών» οι εργάτες να τους εκτιμούν και να τους ακολουθούν. Τα μέλη του Σοσιαλιστικού Κόμματος αντικαθιστούν τους εκπροσώπους των αστικών κομμάτων, γιατί είναι πιο τίμιοι, και αναλαμβάνουν να υποδείξουν στους εργάτες το επαναστατικό τους καθήκον. Παράγουν για αυτούς την κατάλληλη θεωρία, ιδεολογία και τους προτείνουν την καλύτερη δυνατή δράση για τα συμφέροντά τους. Ο χαρακτήρας του φυλλαδίου με τίτλο «Τι είναι απεργία;», που ο Γεώργιος Γεωργιάδης, γραμματέας του κόμματος σε μια κρίσιμη περίοδο, κυκλοφόρησε και στο οποίο εξηγεί την αξία και υποδεικνύει τις καταγεγραμμένες μορφές απεργιακού αγώνα, είναι ενδεικτικό του ρόλου που αισθάνονται οι ηγέτες του ΣΕΚΕ ότι οι ιστορικές συνθήκες τους αναθέτουν.
Η αντιπαράθεση ανάμεσα στη σοσιαλιστική και συντηρητική παράταξη των αρτεργατών στα 1921 αποκαλύπτει πλευρές αυτής της σχέσης εργατών-σοσιαλισμού. Η συντηρητική παράταξη δημοσίευσε άρθρο στην φιλοβασιλική εφημερίδα Πολιτεία κατηγορώντας τους αριστερούς για «αεροκοπανίσματα περί διαχειρίσεων» που αποσκοπούν «να αποπλανήσωσι» τους αρτεργάτες και να τους «χρωματίσει» σαν «Μπολσεβίκους και επαναστάτας», ενώ δηλώνουν πως «οι αρτοεργάται ουδέποτε θα κοκκινήσωσι και εν ουδεμία περιπτώσει θα γίνωσιν επαναστάται», αλλά αντίθετα «θα είναι καθαροί εργάται, συνειδητοί εργάται, νομοταγείς εργάται, φιλήσυχοι και μη αναμιγνυόμενοι εις κομμουνισμούς και επαναστάσεις». Οι εκπρόσωποι της αριστερής παράταξης απάντησαν στον Ριζοσπάστη με μια σειρά άρθρων με τίτλο «Ξυπνάτε αρτεργάτες!» γράφοντας ότι αγωνίζονται για το ψωμί τους, δεν γνωρίζουν τι είναι ο μπολσεβικισμός, αλλά εάν το μάθουν θα είναι τιμή τους. Με τη σειρά τους κατηγορούν τους συντηρητικούς για συνεργασία με τα αφεντικά, και για τους υψηλούς μισθούς που λάμβανε ο πρόεδρος του Σωματείου Αρτεργατών Αθηνών και η ομάδα εποπτών (βλ. Πολιτεία, 12/7/1921. Ριζοσπάστης, 14/7/1921,17/7/1921). Οι εργάτες δηλώνουν πως δεν γνωρίζουν τον σοσιαλισμό, αλλά συντάσσονται με αυτόν καθώς αντιλαμβάνονται τον φιλο-εργοδοτικό χαρακτήρα της συντηρητικής παράταξης.
Το ίδιο το ΣΕΚΕ αναγνώριζε πως το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετώπιζε τον πρώτο καιρό της δράσης του ήταν η απόσταση από την εργατική τάξη και τα κατώτερα αγροτικά στρώματα. Μάλιστα, στο Α΄ Συμβούλιο του 1919 αναφέρεται επίσημα από την ηγεσία ότι η «σύνδεσις σωματείων με ελάχιστα συνειδητά μέλη με το Κόμμα είναι επιζήμιος στον αγώνα του Κόμματος και των σωματείων» και ως μέτρο αντιμετώπισης αποφασίζεται η οργανική ενσωμάτωση των εργατικών σωματείων της ΓΣΕΕ στο ΣΕΚΕ «λαβόν προσέτι υπ’ όψιν ότι το Σοσιαλιστικόν Εργατικόν Κόμμα όν κόμμα της εργατικής τάξεως, πρέπει να επιβλέπη αυτήν και την οργάνωση με το πνεύμα της πάλης των τάξεων δια να την προετοιμάση προς εκπλήρωσιν της ιστορικής της αποστολής». Με την απόφαση αυτή το Κόμμα προσπαθεί να καλύψει τα οργανωτικά κενά του στον συνδικαλιστικό τομέα ενισχύοντας τελικά τον ρόλο του ως πολιτικού εκπροσώπου της τάξης.
Ενιαιοποίηση και πολιτικοποίηση του εργατικού αγώνα
Η ανάδυση του σοσιαλισμού στα εργατικά στρώματα της περιόδου εκείνης σχετίζεται άμεσα με τις κουλτούρες και τις ιδεολογίες των ριζοσπαστικοποιημένων εργατών τεχνιτών με συντεχνιάζουσες παραδόσεις, οι οποίοι συγκροτoύσαν ουσιαστικά την εργατική τάξη. Προκύπτει μέσα από την διεύρυνση της έννοιας της κοινότητας αλληλεγγύης από τους επαγγελματικούς κλάδους ώστε να αποκτήσει ένα καθολικότερο περιεχόμενο καλύπτοντας όχι μόνο π.χ. τους αρτεργάτες, αλλά όλους τους επαγγελματίες, τις γυναίκες και τα παιδιά. Βασική τομή σε αυτή τη διαδικασία υπήρξε ο πόλεμος. Γι αυτό το λόγο η πολύ σημαντική γενική απεργία όλων των επαγγελματικών εργατικών κλάδων που ξέσπασε το 1919 είχε διπλό χαρακτήρα: από την μια αφορούσε συγκεκριμένα αιτήματα του κάθε κλάδου και από την άλλη είχε πολιτικό χαρακτήρα και συγκεκριμένα αντιπολεμικά αιτήματα. Για αυτό το λόγο, ο διεθνιστικός και αντιπολεμικός σοσιαλιστικός λόγος της Φεντερασιόν ξαφνικά έγινε τόσο ελκυστικός στα μέχρι τότε δημοκρατικά εργατικά στρώματα. Ο διάχυτος αντικαπιταλιστικός λόγος προκύπτει επίσης από την σχεδόν φυσική εχθρότητα αυτών των στρωμάτων απέναντι στην ελεύθερη αγορά, αλλά και λόγω της απειλής που ένιωθαν από την συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, μια διαδικασία που συνέβαινε ακριβώς εκείνη την εποχή.
Οι καθολικές προσλήψεις της εργατικής τάξης επίσης γεννήθηκαν ως διεύρυνση του συναισθήματος αλληλεγγύης των διαφόρων συντοπίτικων επαγγελματικών συλλογικοτήτων και εθνικοτοπικών μπουλουκιών. Ιδιαίτερη περίπτωση είναι η Φεντερασιόν, καθώς ο αντιεθνικός χαρακτήρας της εβραϊκής κοινότητας εύκολα μετασχηματίστηκε σε διεθνιστική πρόταση προς την όλη την εργατική τάξη. Στα στρώματα λοιπόν αυτά ο σοσιαλιστικός λόγος των διανοουμένων δέθηκα άρρηκτα με τις δικές τους εμπειρίες και προβλήματα, καθώς εξάλλου ήταν ημιμορφωμένα, αλλά και με μεγάλη διάθεση για σοσιαλιστική μόρφωση και αναζήτησης ενός σοσιαλιστικού προτάγματος με τιμή και ηθική. Οι συνδικαλιστικές παρατάξεις των οπαδών του ΣΕΚΕ κατά βάση προήγαγαν μέσα στα σωματεία την θεωρία της πάλης των τάξεων (φράση που αποτέλεσε καθοριστικό διαχωριστικό ζήτημα ανάμεσα στους σοσιαλιστές και τους καθαρούς απολίτικους συνδικαλιστές), τις μαχητικές απεργίες, αλλά και τις αντεργοδοτικές πρακτικές.