Βρετανία
Γιώργος Παυλόπουλος
Η κυβέρνηση Μέι αλλοίωσε την εντολή του δημοψηφίσματος και οι «ευρωπαϊστές» επινόησαν σχέδιο για την ακύρωσή του
Σε μηδενική σχεδόν βάση έχει επιστρέψει η υπόθεση της εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ. Το σενάριο να ακυρωθεί στην πράξη το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 23ηςΙουνίου 2016 – το οποίο είχε συγκλονίσει την Ευρώπη –είναι πλέον πιο ορατό παρά ποτέ. Εφόσον δε αυτό συμβεί, είτε με ένα δεύτερο δημοψήφισμα είτε με διαφορετικό τρόπο, θα πάρει σάρκα και οστά το σχέδιο που είχαν επινοήσει εξαρχής οι αντίπαλοι του Brexit, όταν συνήλθαν από το σοκ που τους προκάλεσε η ετυμηγορία του 52% των Βρετανών. Ένα σχέδιο που προϋπέθετε η βουλή να αποκτήσει τον τελευταίο λόγο για κάτι το οποίο είχε προηγούμενως αποφασίσει καθαρά ο λαός που εκλέγει τη βουλή!Όπερ και εγένετο, ανοίγοντας τον δρομο προς μία ακόμη κατάφωρη παραβίαση της δημοκρατικά εκφρασμένης άποψης μιας κοινωνίας της Ευρώπης. Όπως, άλλωστε, έχει συμβεί αρκετές φορές στο παρελθόν με την Ιρλανδία, τη Γαλλία, την Ελλάδα, την Καταλονία και άλλες χώρες ή περιφέρειες.
Όλα δείχνουν, σε κάθε περίπτωση, ότι η «τεχνική συμφωνία» στην οποία κατέληξε η Μέι με τις Βρυξέλλες δεν γίνεται αποδεκτή από την πλειοψηφία των βουλευτών της χώρας της – συμπεριλαμβανομένων και δεκάδων από το κόμμα της. Η εμμονή της να τη θέσει σε ψηφοφορία, με το επιχείρημα ότι είναι η καλύτερη δυνατή και τιμά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, παρά τα συντριπτικά αριθμητικά δεδομένα, παρά τις αλλεπάλληλες παραιτήσεις υπουργών και συνεργατών της, παρά την απειλή υποβολής πρότασης μομφής και ανατροπής της, ισοδυναμεί ουσιαστικά με πολιτική αυτοκτονία, η οποία θα πυροδοτήσει σοβαρές εξελίξεις.
Βεβαίως, σε μια τέτοια περίπτωση, υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο ενός «άτακτου Brexit», δηλαδή μιας αποχώρησης η οποία δεν θα διέπεται από συγκεκριμένο πλαίσιο. Ωστόσο, οι κίνδυνοι που συνεπάγεται κάτι τέτοιο είναι τόσο μεγάλοι ώστε και οι δύο πλευρές θα κάνουν ό,τι μπορούν για να το αποφύγουν. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι οι «φιλο-Ευρωπαίοι» θα βρουν την ευκαιρία να αποδείξουν ότι η αποχώρηση από την ΕΕ είναι ένα πολύ δύσκολο έως ανέφικτο εγχείρημα, με τεράστιο κόστος για όσους το επιχειρήσουν. Στέλνοντας, έτσι, το σχετικό μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση και προς εκείνους που βάζουν ζήτημα αποδέσμευσης ή ακόμη και ειδικής προνομιακής σχέσης μαζί της. Είτε πρόκειται για τις – κυρίαρχες σήμερα – ακροδεξιές εθνικιστικές τάσεις τύπου Σαλβίνι και Λεπέν, στις οποίες συγκαταλέγονται και οι βασικοί πολιτικοί εκπρόσωποι του «σκληρού» Brexit. Είτε για ρεύματα με αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό που μελλοντικά ίσως διεκδικήσουν την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία.
Δίπλα σε όλα αυτά δεν πρέπει να υποτιμώνται και οι μεγάλες και έντονες αντιθέσεις στους κόλπους της βρετανικής αστικής τάξης αναφορικά με το Brexit. Το πιο κοσμοπολίτικο, τραπεζικό και χρηματιστηριακό τμήμα της αντιτάχθηκε εξαρχής στο διαζύγιο με την ΕΕ, φοβούμενο ότι θα απωλέσει την πρόσβαση σε μια μεγάλη και πλούσια αγορά και θα χάσει έδαφος έναντι των ανταγωνιστών του (Γάλλων, Γερμανών κ.λπ), χωρίς να μπορεί να καλύψει το κόστος με ανοίγματα σε νέες αγορές. Αυτό ακριβώς το τμήμα επέβαλε στην Μέι να προσπαθήσει να… τετραγωνίσει τον κύκλο, ικανοποιώντας τόσο τους οπαδούς του Brexitόσο και εκείνους που ήθελαν παραμονή στην ΕΕ.
Ακόμη πιο κραυγαλέο είναι το παράδειγμα των Εργατικών του Κόρμπιν οι οποίοι, έχοντας πρακτικά υιοθετήσει (έστω και ασαφώς) στο προηγούμενο συνέδριό τους τη θέση για δεύτερο δημοψήφισμα, επιδιώκουν να πάρουν την κυβέρνηση και τα ηνία στην προσπάθεια αλλαγής πορείας και ακύρωσης του Brexit. Εξαρχής, άλλωστε, είχαν ταχθεί εναντίον του, ενώ σήμερα θέτουν ως όρο για να στηρίξουν την όποια συμφωνία να διασφαλίζει ότι οι βρετανικές επιχειρήσεις θα εξακολουθήσουν να έχουν εκτός ΕΕ τα ίδια ουσιαστικά δικαιώματα που απολάμβαναν και εντός. Με άλλα λόγια, και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο!
Η ουσία είναι ότι την ώρα που η καπιταλιστική Βρετανία, από τους πιο παραδοσιακούς και πιο ισχυρούς πόλους του συστήματος διεθνώς, κλονίζεται συθέμελα και το πολιτικό σύστημα διχάζεται με κριτήριο την πιο αποτελεσματική εξυπηρέτηση των συμφερόντων του κεφαλαίου, η απουσία της αριστερής πρότασης και ενός πειστικού μοντέλου για το Lexit κυριολεκτικά βγάζει μάτια.
Η φρίκη της φτώχειας στη Βρετανία του πλούτου
Πέρα από τις πολιτικές σκοπιμότητες και αντιθέσεις και τις επιδιώξεις του κεφαλαίου αναφορικά με το Brexit, υπάρχει και η κοινωνική πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που για το Ηνωμενο Βασίλειο της χαμηλής ανεργίας, του πλούτου και του χρηματιστηριακού Σίτι, που είναι η πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως, είναι φρικτή: 14 εκατομμύρια άνθρωποι, δηλαδή σχεδόν το ένα πέμπτο του πληθυσμού, ζουν σε συνθήκες φτώχειας, ενώ το 1,5 εκατομμύριο από αυτούς βρίσκονται σε απελπιστική κατάσταση, μην μπορώντας να καλύψουν ούτε τις βασικές τους ανάγκες. Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα όσον αφορά την παιδική φτώχεια, η οποία αναμένεται το 2022 ότι θα φτάσει στο 40%.
Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από την έρευνα που πραγματοποίησε ο ειδικός εντεταλμένος του ΟΗΕ για τη φτώχεια, ο οποίος διαπίστωσε ότι η Βρετανία παραβιάζει τέσσερις αρχές της χάρτας του διεθνούς οργανισμού που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και έχουν σχέση με τις γυναίκες, τα παιδιά, τα άτομα με ειδικές ανάγκες και την οικονομική και κοινωνική δικαιοσύνη. Σύμφωνα με την έκθεση, η οποία θα παρουσιαστεί επισήμως το 2019, η πολιτική που οδηγεί σε αυτά τα αποτελέσματα εφαρμόζεται σκοπίμως από τις κυβερνήσεις και δεν οφείλεται σε έλλειψη πόρων ή πλούτου.
Όπως τονίζεται, αυτό που συμβαίνει είναι αποτέλεσμα της επιδίωξης να υπάρξει αναμόρφωση του «κοινωνικού αυτοματισμού», δηλαδή της συμπεριφοράς και των αναγκών μεγάλου τμήματος της κοινωνίας, που εξαναγκάζονται να τα φέρνουν βόλτα με πολύ λιγότερα, ενώ την ίδια στιγμή ολοένα μεγαλύτερο μέρος του πλούτου πηγαίνει στους λίγους. Αξίζει να σημειωθεί, μάλιστα, ότι ανάλογα είναι τα ευρήματα και για τις ΗΠΑ, οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για μια συνολική τάση στον αγγλοσαξονικό κόσμο, που παραδοσιακά ήταν η μήτρα του πιο άγριου καπιταλισμού και των ποιο αντιδραστικών του μεταλλάξεων.