Γιώργος Παυλόπουλος
Οι τράπεζες, παρά το γεγονός ότι το μεγαλύτερο σε αξία μέρος των κόκκινων δανείων τους αφορούν χρηματοδοτήσεις μεγάλων επιχειρήσεων, με σκανδαλώδεις όρους και συμβάσεις και σε πλήρη διαπλοκή με το πολιτικό σύστημα και κυρίαρχες μερίδες του κεφαλαίου, σήμερα στοχοποιούν και βγάζουν στο σφυρί τη λαϊκή περιουσία και την κατοικία μισθωτών, συνταξιούχων και αυτοαπασχολούμενων
Πού είναι τα λεφτά;
Η συζήτηση για τις ελληνικές τράπεζες, τις αιτίες και τις συνέπειες της κρίσης και της απαξίωσής τους, την επικείμενη νέα στήριξή τους σε βάρος του λαού, θα μπορούσε να φαντάζει ως… φαρσοκωμωδία σε μια γωνιά του πλανήτη. Ειδικά όταν όλα αυτά συμβαίνουν τη στιγμή που ακούγονται πιο δυνατά τα τύμπανα από τον επερχόμενο νέο γύρο κρίσης στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, από το ξεπούλημα στα χρηματιστήρια, τον κλονισμό της ευρωζώνης με αφορμή την κρίση στην Ιταλία, την κλιμάκωση του εμπορικού και νομισματικού πολέμου, τις δραματικές αναταράξεις στις «αναπτυσσόμενες» αγορές, αλλά και την πρωτοφανή επίθεση του Τραμπ κατά της ηγεσίας της Fed, την οποία χαρακτήρισε… τρελή λόγω της νέας αύξησης των επιτοκίων.
Για του λόγου το αληθές, η μεγαλύτερη οικονομική εφημερίδα της Γερμανίας, η Handelsblatt, σημειώνει σε ανάλυσή της ότι «η παγκόσμια υποχώρηση στα χρηματιστήρια είναι ο προάγγελος του μεγάλου κραχ». Στο ίδιο μήκος κύματος, ο επικεφαλής του οίκου Morgan Street Capital καλεί τους επενδυτές να προετοιμαστούν για μεγάλη και απότομη υποχώρηση στους δείκτες της Wall Street τους επόμενους μήνες, που ίσως φτάσει και το 50% σε σύγκριση με τα σημερινά επίπεδα – κάτι που άλλοι περιγράφουν ως «διόρθωση» και άλλοι ως «σκάσιμο της φούσκας».
Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, θα συνιστούσε τουλάχιστον αφέλεια κάθε σκέψη ότι οι ελληνικές τράπεζες (που δεν είναι πια τόσο ελληνικές…) λειτουργούν σε μια υγειονομική ζώνη, ανεπηρέαστες από τον έξω κόσμο. Άλλωστε, είναι γνωστό πως ο χρηματοπιστωτικός τομέας αντιστοιχεί στο κυκλοφορικό σύστημα της καπιταλιστικής οικονομίας και είναι ο πρώτος που «αισθάνεται» τις αρρυθμίες και τις ασθένειές της. Πολύ δε περισσότερο όταν διακόπτεται η παροχή… οξυγόνου – στη συγκεκριμένη περίπτωση, το χρήμα που αθρόα τυπωνόταν ως πρόσφατα μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, το 2008.
Τα παραπάνω, όμως, σε καμία περίπτωση δεν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι για όλα φταίει το κακό διεθνές περιβάλλον, όπως λέει η κυβέρνηση, αποδίδοντας παράλληλα την ευθύνη στους κερδοσκόπους. Εξάλλου, οι «κερδοσκόποι» δεν είναι άλλοι από τους περιζήτητους «επενδυτές», οι οποίοι επιχειρούν με κάθε τρόπο να ρεφάρουν την αδυναμία της πραγματικής, παραγωγικής οικονομίας να ικανοποιήσει τη δίψα τους, ενώ έχουν απόλυτη ανάγκη το τραπεζικό σύστημα, είναι οργανικά διαπλεγμένοι μαζί του, το θρέφουν και θρέφονται από αυτό.
Τα ίδια δεδομένα διαψεύδουν, επίσης, όσους (όπως η ΛΑΕ και άλλες δυνάμεις) βλέπουν τη λύση σε μια κρατικοποίηση των τραπεζών στο πλαίσιο μιας «παραγωγικής ανασυγκρότησης» εντός του καπιταλισμού, χωρίς να συνοδεύεται από επαναστατική γραμμή ρήξης με το καθεστώς ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και τις υπερεθνικές ολοκληρώσεις, πρωτίστως την ΕΕ. Όσο για το επιχείρημα του ΚΚΕ, ότι δήθεν οι εθνικοποιήσεις στο σημερινό καπιταλιστικό περιβάλλον δεν είναι προς όφελος των εργαζομένων, ισοδυναμεί για μια ακόμη φορά με τη βολική παραπομπή του άμεσου και αναγκαίου πολιτικού-οικονομικού αγώνα, με συγκεκριμένα αιτήματα που θα έχουν αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο και προοπτική, στη… δευτέρα παρουσία της λαϊκής εξουσίας.
Άλλωστε, μετά από 50 περίπου δισ. που δόθηκαν άμεσα στις τράπεζες για να ανακεφαλαιοποιηθούν και άλλα 200 δισ. έμμεσων ενισχύσεων την τελευταία δεκαετία – τα οποία, πρακτικά, ισοδυναμούν με το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους – το ελάχιστο που μπορεί να απαιτήσει κανείς είναι αυτές να περάσουν στο δημόσιο, σε καθεστώς κοινωνικού-εργατικού ελέγχου και με παράλληλη δήμευση της περιουσίας των μπαταχτσήδων κεφαλαιοκρατών (εφοπλιστές, εκδότες, κατασκευαστές κ.λπ.) που έπεσαν στην αγκαλιά τραπεζών και κράτους δήθεν χρεοκοπημένοι και τώρα κλαίγονται πως δεν έχουν να πληρώσουν τις δόσεις τους. Έστω κι αν έχουν μεταφέρει αμύθητα ποσά από το μεγάλο φαγοπότι στους ανά τη γη «παραδείσους».