Χριστίνα Μαυροπούλου
«É melhor Jair acostumando!» («Θα έχετε τον Ζαΐχ, καλύτερα να το συνηθίσετε») έγραφαν οι στάμπες στα μπλουζάκια όσων γέμισαν τους δρόμους των βραζιλιάνικων πόλεων, μεθυσμένοι από την πρωτιά του ακροδεξιού Ζαίχ Μπολσονάρου, υποψήφιου του σοσιαλφιλελεύθερου κόμματος-(PSL), που απέσπασε το 46,5% στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών. Μερικές ώρες αργότερα, στο Σαλβαδόρ ντε Μπαϊα, στα βορειοανατολικά της χώρας, , έπεφτε νεκρός με 12 μαχαιριές στην πλάτη ένας 63χρονος δάσκαλος της καποέιρα, γνωστός για την αντιφασιστική του δράση.
Επισήμως είναι το πρώτο θύμα της φαιάς Βραζιλίας που ανατέλλει, αφού ο 36χρονος δράστης ομολόγησε στην αστυνομία πως τα κίνητρά του ήταν αμιγώς πολιτικά, «γιατί καταφέρθηκε ενάντια στο Μπολσονάρου». Τα μαχαίρια έχουν βγει από τα θηκάρια και φασίστες με στρατιωτικές παραλλαγές και επί τροχάδην, ανεμίζοντας τη σημαία της Βραζιλίας, παρελαύνουν. Άλλοι με ρόπαλα εισβάλλουν στις φαβέλες, αυτά τα «κέντρα ανομίας και βίας» και χτυπούν αδιακρίτως νέους, γέρους, μανάδες με παιδιά.
Η επινίκια ομιλία του Μπολσονάρου μεταδόθηκε ζωντανά από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (άλλο ένα δείγμα γραφής του «συμβουλάτορα» Στίβεν Μπάνον). Εκεί, πομπώδης και αυταρχικός ως πρώην στρατιωτικός, έδωσε το στίγμα του: Η Βραζιλία είτε θα πάρει το δρόμο «της ευμάρειας, της ελευθερίας, της οικογένειας, στο πλευρό του θεού» είτε το δρόμο της Βενεζουέλας, είπε φωτογραφίζοντας τον αντίπαλό του. Δοκιμασμένη συνταγή για ολόκληρη τη Λατινική Αμερική: Μην ψηφίζετε «αριστερά» γιατί θα καταλήξουμε σαν τη Βενεζουέλα.
Ο Αντάτζι σπεύδει να εναρμονιστεί. Απευθύνεται στο βραζιλιάνικο κεφάλαιο προσφέροντας παντός είδους εγγυήσεις. Έχει στο πλευρό του μεγάλα και ακραιφνώς αντιδραστικά ΜΜΕ, όπως τον όμιλο που έχει την εφημερίδα Ο Γκλόμπο ή το περιοδικό Βέχα. Βασίζεται στο «χυλό» της συσπείρωσης ενάντια στον «επελαύνοντα» νεοφασισμό ή τραμπισμό. Οι πρώτες δημοσκοπήσεις, όμως, δείχνουν ότι χάνει πανηγυρικά και ο στόχος της ανατροπής είναι πολύ δύσκολος έως ανέφικτος.
Σε κάθε περίπτωση, καταλυτικός παράγοντας στον δεύτερο γύρο θα είναι ξανά η αποχή. Σε περίπτωση διεύρυνσής της, ο Μπολσονάρου έχει σημαντικό πλεονέκτημα. Ο ίδιος μπορεί να στηρίζεται και στο «κατεστημένο» κόμμα της δεξιάς, το PSDB, τον πρώην κυβερνητικό εταίρο του ΡΤ που στράφηκε εναντίον του, αλλά και άλλα μικρότερα μορφώματα που τάσσονται αναφανδόν υπέρ της «αγοράς». Ένα ακόμη στοιχείο που «πουλήθηκε» με μεγάλη επιτυχία είναι πως θα δώσει προτεραιότητα στην ασφάλεια, ότι θα αντιμετωπίσει την ανεργία και θα πατάξει τη διαφθορά που είναι το βασικό στοιχείο της πολιτικής σκηνής τα τελευταία χρόνια.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η «ταξικότητα» της ψήφου στον πρώτο γύρο. Ο Αντάτζι κατέγραψε πολύ καλύτερες επιδόσεις στις βορειοανατολικές περιφέρειες, τις πλέον φτωχές και, σημειωτέον, αυτές που επωφελήθηκαν λιγότερο από τα προγράμματα ενάντια στη φτώχεια των κυβερνήσεων Λούλα και Ρουσέφ. Ο Μπολσονάρου σάρωσε στην κυριολεξία σε περιοχές άλλοτε προπύργια του ΡΤ και κατ’εξοχήν εργατικές περιοχές, όπως η βιομηχανική ζώνη ABC που περιβάλλει το Σάο Πάολο, που είναι το κέντρο της μεταλλουργικής βιομηχανίας και της αυτοκινητοβιομηχανίας, «μήτρα» του ΡΤ, όπου οι μαζικές και διαρκείς απεργίες των εργατών τη διετία 1978-1980 έδωσαν το αποφασιστικό χτύπημα που έριξε τελικά τη χούντα. Ή το Ρίο Γκράντε δο Σουλ, εκεί που γεννήθηκε το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ και το χαρούμενο σύνθημα… «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός».
Μόνο που τελικά, αυτός ο «κόσμος» αποδεικνύεται πολύ σκοτεινός και μαύρος. Πώς γίνεται αυτό; Πολύ απλά, επειδή ο παλιός ποτέ δεν είχε συντριβεί ή δεχτεί έστω καίριο χτύπημα.
Το αντίθετο μάλιστα συνέβη. Η ανάδυση της Βραζιλίας, επί Λούλα και Ρουσέφ, σε καίριο παράγοντα στη σύγχρονη παγκόσμια οικονομία δεν ήταν τίποτα περισσότερο παρά η ανασυγκρότηση και εκσυγχρονισμός των αυτοκρατορικών νοοτροπιών και των καταχρηστικώς ιεραρχικών τάσεων που χρονολογούνται από την εποχή της αποικιοκρατίας. Η δύναμη, ο έλεγχος και η κυριαρχία, τα νήματα δηλαδή με τα οποία ιστορικά έχει υφανθεί η βραζιλιάνικη πολυεθνική ταπετσαρία, από τη κατάκτηση Ισπανών και Πορτογάλων έως τις αστικές κυβερνήσεις και τα αλλεπάλληλα πραξικοπήματα και την δια ροπάλου επιβολή της ηγεμονίας των ΗΠΑ με τις αναδιαρθρώσεις της «Συναίνεσης της Ουάσινγκτον», (αυτές που εμείς γνωρίζουμε ως μνημόνια) μέχρι τη σημερινή κατάσταση, στην οποία οι πολυεθνικές εταιρείες, οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και το στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα συγκυβερνούν, παραμένουν τα ίδια.
Όπως διαπιστώνει ο Ραούλ Ζιμπέκι στο βιβλίο για τις κυβερνήσεις του ΡΤ, «δεν νομίζω ότι είμαστε μάρτυρες της δημιουργίας μιας νέας τάξης στην εξουσία αλλά της σταδιακής επέκτασης της παλιάς ελίτ που αισθάνεται αναζωογονημένη με την επέκταση και έγχυση νέου κεφαλαίου και μεγάλων έργων που αναβιώνουν το παλιό όνειρο της στρατιωτικής κάστας να γίνει η Βραζιλία παγκόσμια δύναμη».Εντούτοις, η επέκταση δεν έγινε αναίμακτα. Να θυμηθούμε τις γιγάντιες διαδηλώσεις με εξεγερτικό χαρακτήρα το 2013, 14 και 16 ενάντια μάλιστα σε κυβερνήσεις του ΡΤ; Ή σήμερα την πλατφόρμα Ελενάο με το φεμινιστικό κίνημα αλλά και τους κατοίκους από τις φαβέλες να είναι η μεγάλη δύναμη; Αντίσταση υπάρχει. Η κοινωνική πραγματικότητα είναι βάρβαρη στη Βραζιλία και διόλου δεν άλλαξε επί κυβερνήσεων ΡΤ παρά τους «δείκτες» που εμφάνιζαν μία, τελικά επίπλαστη πραγματικότητα. Παράλληλα, η καταστολή μόνιμη, προκειμένου να καμφθεί οποιαδήποτε αντίσταση. Ανείπωτη καταστολή, υπονόμευση ακόμη και ποινικοποίηση όλων των αντιστάσεων είτε του αγώνα του ιθαγένικου στοιχείου ενάντια στη συνεχώς συντελούμενη γενοκτονία, είτε των φτωχών στις φαβέλες και τις φτωχικές περιοχές, είτε ενάντια στην εργατική τάξη που αντιδρούσαν ενάντια στις προωθούμενες εκμεταλλευτικές πολιτικές και πρακτικές «ανάπτυξης», είτε ενάντια σε όσους αντιδρούσαν στην πλήρη υποδούλωση στην εξορυκτική βιομηχανία και το μοντέλο των αγροτοβιομηχανικών εξαγωγών που καταστρέφει οικοσυστήματα, τον Αμαζόνιο και το φυσικό περιβάλλον όπου και τα παραδοσιακά εδάφη των ιθαγενών.
Αυτό είναι το έδαφος που έπεσε η σπορά και κάρπησαν ο Μπολσονάρου και το σινάφι του.