«Το “στοίχημα” των ευρωπαϊκών πολιτικών αλλά και των πολιτικών εντός Ελλάδας είναι οι πρόσφυγες να “εμποδίζουν” σε ένα περιορισμένο και υπό έλεγχο χώρο, ώστε το κόστος να είναι το μικρότερο δυνατό. Αναπόφευκτα λοιπόν το πρόβλημα αποκαλείται ΚΥΤ Μόριας, όπου 9.000 άνθρωποι στοιβάζονται σε χώρο για 3.100», τονίζει η Ανθή Παζιάνου, δημοσιογράφος στην εφημερίδα Λέσβου Εμπρός, στο ραδιοσταθμό Αίολος και ανταποκρίτρια της Καθημερινής και του Γαλλικού Πρακτορείου Ειδήσεων.
Συνέντευξη στον Νίκο Μανάβη
Γιατί η Δικαιοσύνη αργεί να απαντήσει στο ποιοι και με ποιες «πλάτες» επιδόθηκαν στο άνευ προηγουμένου για τη Λέσβο πογκρόμ εναντίον των προσφύγων;
Οι απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων στην Μόρια πήραν πανευρωπαϊκές διαστάσεις. Είστε από τους λίγους δημοσιογράφους που καλύπτουν το προσφυγικό ζήτημα καθημερινά. Η σημερινή κατάσταση είναι πολιτική επιλογή ή αδυναμία αποτελεσματικής διαχείρισης;
Θεωρώ ότι διεθνώς και κυριότερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τα μίντια προβάλλουν το ΚΥΤ Μόριας με βάση μια συγκεκριμένη ατζέντα, η οποία εστιάζει στο προσφυγικό υπό ένα πολύ περιορισμένο πρίσμα. Υπό το ίδιο που κατά κόρον αναλύουν το ζήτημα και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Αυτό όπου δεν υπάρχει πόλεμος, φτώχεια, καταστρατήγηση ανθρώπινων δικαιωμάτων και πολιτικών ελευθεριών διεθνώς, με αποτέλεσμα οι πρόσφυγες να εμφανίζονται ως ένας μετακινούμενος πληθυσμός που πρέπει κάπου να σταθεί, και που πάντως εμποδίζει. Φαίνεται ότι το «στοίχημα» των ευρωπαϊκών πολιτικών αλλά και των πολιτικών εντός Ελλάδας είναι οι πρόσφυγες να «εμποδίζουν» σε ένα περιορισμένο και υπό έλεγχο χώρο, ώστε το κόστος να είναι το μικρότερο δυνατό. Αναπόφευκτα λοιπόν το πρόβλημα αποκαλείται ΚΥΤ Μόριας, όπου 9.000 άνθρωποι στοιβάζονται σε χώρο για 3.100. Με το φακό να εστιάζει στα λύματα και στις συνθήκες διαμονής, την καθυστέρηση διεξαγωγής συνεντεύξεων και όχι στον εγκλωβισμό προσφύγων επί μήνες σε ένα νησί, στις συνθήκες διεξαγωγής συνεντεύξεων στην υπηρεσία ασύλου και στο ότι δεν υπάρχει σαφές πολιτικό σχέδιο για τη μόνιμη εγκατάσταση χιλιάδων ανθρώπων.
Πρόσφατα δεχθήκατε μια εξαιρετικά σφοδρή διαδικτυακή επίθεση, από ακροδεξιούς στην Λέσβο. Είναι η πρώτη φορά που αντιμετωπίσατε μια παρόμοια κατάσταση;
Είναι γεγονός ότι ο Σεπτέμβρης δεν ξεκίνησε με τους καλύτερους δυνατούς όρους για τη δημοσιογραφία στη Λέσβο, όπως και το ότι ούτε τον Αύγουστο καταφέραμε να ησυχάσουμε. Προσωπικά έχω δεχτεί από τον Σεπτέμβριο του 2016 μια σειρά επιθέσεις, ύβρεις και προπηλακισμούς, δια ζώσης, αλλά και από το διαδίκτυο. Αρχικά, όταν κάποιος ντόπιος τράβηξε τα μαλλιά μου όταν του φώναξα, ώστε να σταματήσει να σπρώχνει γυναίκες πρόσφυγες και παιδιά, καθώς έφευγα από ρεπορτάζ στο Κέντρο της Μόριας. Στη συνέχεια όταν κάλυπτα δημοσιογραφικά την επιχείρηση εκκένωσης της κεντρικής πλατείας της πόλης της Μυτιλήνης από πρόσφυγες που έκαναν κατάληψη, και ακραία στοιχεία μου επιτέθηκαν με προπηλακισμούς μπροστά στα μάτια της αστυνομίας. Αν δεν με είχε φυγαδεύσει στέλεχος του ΚΚΕ, στα γραφεία του κόμματος που ήταν πάνω από την πλατεία, δεν ξέρω τι θα είχε συμβεί. Οι τελευταίες επιθέσεις ήταν διαδικτυακές και άκρως σεξιστικές. Στοχοποιήθηκα από ομάδα ακραίων που έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για τη δημιουργία «ομάδων περιφρούρησης» στη Γέρα εναντίον προσφύγων. Κι αυτό γιατί σύμφωνα με το ρεπορτάζ, τέσσερα άτομα όρμησαν σε Ελληνίδα επειδή την πέρασαν για μουσουλμάνα.
Είναι επικίνδυνη δουλειά η δημοσιογραφία στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου; Οι δημοσιογράφοι στη Λέσβο νοιώθετε ότι βρίσκεστε σε εμπόλεμη ζώνη;
Έχει γίνει σαφές ότι η δημοσιογραφία ενοχλεί κάποιους στη Λέσβο. Τον περασμένο Αύγουστο και αφού ο συνάδελφος Στρατής Μπαλάσκας είχε αποκαλύψει ότι ήταν ψευδές το σενάριο που ήθελε νέο χοτ σποτ στην Γέρα -ψευδής «είδηση» που «δικαιολογούσε» τις «ομάδες περιφρούρησης»-, δέχτηκε επίσης διαδικτυακές επιθέσεις. Και τον περασμένο Μάιο, ο συνάδελφος Θράσος Αβραάμ που φωτογράφιζε το τέλος της πορείας ενάντια στην κατάργηση του ΦΠΑ βρέθηκε μπροστά από μια δράκα ακραίων που τον έβριζαν ασταμάτητα. Παρόμοιες επιθέσεις έχουν δεχτεί και οι συναδέλφισσες από την ΕΡΑ Αιγαίου, Μυρσίνη Τζινέλλη και Αναστασία Σπυριδάκη. Οι επιθέσεις εντάθηκαν μετά το πρωτοφανές πογκρόμ εναντίον προσφύγων στην πλατεία Σαπφούς στις 22 Απριλίου 2018.
Οι συνθήκες και το περιεχόμενο της δουλειάς των δημοσιογράφων στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου άλλαξε ριζικά μετά το καλοκαίρι του 2015. Υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να κάνετε την δουλειά σας όπως θέλετε;
Την ίδια ώρα που το προσφυγικό στη Λέσβο κορυφώθηκε και τέθηκε στο κέντρο της επικαιρότητας διεθνώς, οι δημοσιογράφοι στον τοπικό Τύπο λιγοστεύαμε επικίνδυνα λόγω της κρίσης στα ΜΜΕ, της απληρωσιάς, και πάει λέγοντας. Επωμιστήκαμε το βάρος της κάλυψης συγκλονιστικών ειδήσεων και χιλιάδων ανθρώπινων ιστοριών, όχι μόνο ενόσω ήμασταν λιγότερες και λιγότεροι, αλλά και ενόσω τα fake news παρέλαυναν πανηγυρικά και καλούμασταν με ρεπορτάζ να αποδείξουμε τα αυτονόητα. Όπως για παράδειγμα το ότι …όχι δεν τρώνε οι μετανάστες σκυλιά, ούτε αφοδεύουν στις εκκλησίες.
Πώς αντιμετωπίζουν οι κρατικοί μηχανισμοί τις επιθέσεις σε βάρος των δημοσιογράφων στην Λέσβο; Πιστεύετε ότι η στάση τους αποθρασύνει τις διάφορες ομάδες ακροδεξιών-φασιστών;
Μετά την έκκληση που κάναμε τον περασμένο Μάιο οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι για προστασία της ελευθεροτυπίας, τα αντανακλαστικά της αστυνομίας είναι σαφώς καλύτερα. Δεν καταλαβαίνουμε όμως γιατί η Δικαιοσύνη αργεί να απαντήσει στο ποιοι και με ποιες «πλάτες» επιδόθηκαν στο -άνευ προηγουμένου για τη Λέσβο- πογκρόμ εναντίον των προσφύγων. Το γεγονός δε ότι οι μηνύσεις που έχουμε καταθέσει αργούν να εκδικαστούν, φαίνεται ότι δίνει χώρο στην ακροδεξιά και τον φασισμό να στρώνουν καθημερινά έδαφος για τέτοιου είδους συμπεριφορές, εν όψει και των επερχόμενων αυτοδιοικητικών εκλογών.
Η στήριξη από τα συνδικαλιστικά όργανα των δημοσιογράφων προς εσάς και τους συναδέλφους σας θεωρείτε ότι είναι επαρκής την τελευταία τριετία;
Θεωρώ πολύ σημαντικό το ότι σε αυτή την υπόθεση βρίσκονται στο πλάι μας και εν πολλοίς είναι θύματα συνάδελφοι με μεγάλη συνδικαλιστική πείρα, όπως ο Στρατής Μπαλάσκας ή η Νέλλη Κατσαμά. Σε επίπεδο Ενώσεων έχουν βγει σημαντικές ανακοινώσεις στήριξης από την ΕΣΗΕΠΗΝ και την ΠΟΕΣΥ. Παρόλα αυτά πιστεύω ότι οι εν λόγω επιθέσεις και η κατάσταση την οποία βιώνουμε είναι πρωτόγνωρη. Την κατανοούν μόνο όσοι εργάζονται σε μικρές κοινωνίες και αντιμετωπίζουν τα φασιστοειδή σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας. Υπ’ αυτή την έννοια, νομίζω ότι δεν υπάρχει το «know-how» για τέτοιου είδους επιθέσεις, ώστε τα αντανακλαστικά να είναι πιο άμεσα. Κι εγώ προσωπικά έχω έρθει σε απίστευτη αμηχανία γιατί τα αυτονόητα αντανακλαστικά μοιάζουν πολύ λίγα μπρος στο μέγεθος της επίθεσης. Από την άλλη αυτό που απουσιάζει… εκκωφαντικά το τελευταίο διάστημα είναι ένα ευρύ αντιφασιστικό μέτωπο, ανάλογο του 2015 που οδήγησε στο κλείσιμο των γραφείων της Χρυσής Αυγής. Οι θιασώτες του νεοναζισμού, όμως υπάρχουν και οργανώνονται επικίνδυνα όταν οι λεγόμενες δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου παρακολουθούν με ανοχή τα όσα συμβαίνουν.