ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΛΙΒΙΤΣΑΝΟΣ
Ένα προκλητικό για τους εργαζόμενους πολιτικό παζάρι ανάμεσα στους –υποτίθεται– ιδεολογικούς αντίπαλους ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ (με …τσόντα το ΚΙΝΑΛ) διαδραματίστηκε τις τελευταίες μέρες με αφορμή την ψήφιση των μεταρρυθμίσεων για την τοπική αυτοδιοίκηση, το λεγόμενο «Κλεισθένη».
Από την μια πλευρά ο ΣΥΡΙΖΑ κι από την άλλη Νέα Δημοκρατία και Κίνημα Αλλαγής εμφανίστηκαν ως ένα δίπολο που διαφωνεί με την εισαγωγή της απλής αναλογικής στην εκλογή των αντιπροσώπων για την τοπική αυτοδιοίκηση. Αν και το μέτρο είναι αυτονόητα σωστό ως προς την αναλογικότητα της ψήφου, ο καβγάς σε καμία περίπτωση δε γίνεται από κάποιες θέσεις αρχών, έστω και όσον αφορά τη λειτουργία της αστικής δημοκρατίας.
Αντικείμενο είναι οι εκλογικοί συσχετισμοί που θα διαμορφωθούν τους τελευταίους μήνες του 2018 και το 2019 και η δημιουργία προϋποθέσεων για ένα ευνοϊκό παζάρι από την πλευρά της κυβέρνησης. Ο ίδιος άλλωστε ο υπουργός Εσωτερικών Πάνος Σκουρλέτης δεν κρύβει ότι πίσω από τη λεγόμενη «κουλτούρα συνεργασιών», την οποία δηλώνει ότι θέλει να διαμορφώσει με τον «Κλεισθένη», δεν είναι τίποτε άλλο από τη λογική της «προοδευτικής πλειοψηφίας» που μεταφράζεται σε συμπράξεις με τις δυνάμεις του Κινήματος Αλλαγής στην τοπική αυτοδιοίκηση. Με ό,τι αυτό σημαίνει και για τα γενικότερα παζάρια που θα υπάρξουν για τις άλλες δύο εκλογικές αναμετρήσεις που βρίσκονται μπροστά (εθνικές εκλογές και ευρωεκλογές) όσο και για το –όποιο– μετεκλογικό σκηνικό προκύψει.
Η ουσία όμως βρίσκεται στο ποια είναι η πολιτική βάση όλου αυτού του σχεδιασμού. Αποκαλυπτικά είναι τα δεδομένα στην τοπική αυτοδιοίκηση. Σε γενικές γραμμές, τόσο η κυβέρνηση όσο και το ΚΙΝ.ΑΛ κάθε άλλο παρά αμφισβητούν τις πολιτικές προσαρμογής των αυτοδιοικητικών πολιτικών στις ανάγκες της «προσέλκυσης επενδύσεων», της «ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας» (σε κάποιες περιπτώσεις με τις αυταπάτες περί κοινωνικής οικονομίας), όπως και των συμφωνημένων για θέματα όπως είναι η «απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας», η εκμετάλλευση προς όφελος των ιδιωτικών ομίλων των φυσικών πόρων και των δασών ή οι συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα ιδίως σε ζητήματα ύδρευσης ή διαχείρισης απορριμάτων. Επίσης τάσσονται υπέρ της διατήρησης όλου του αντεργατικού πλαισίου για τους εργαζόμενους στην τοπική αυτοδιοίκηση με τις εργολαβίες, τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου, τις ελαστικές συνθήκες δουλειάς που έχουν οδηγήσει ακόμη και σε θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα. Υιοθετούν ταυτόχρονα τις αντιλήψεις που διατηρούν (και) την τοπική αυτοδιοίκηση υπό τον έλεγχο των δανειστών μέσω της εποπτείας της οικονομικής τους πολιτικής στηνβάση των συμφωνημένων στο Eurogroup του Ιουνίου και το γενικότερο μνημονιακό πλαίσιο. Ουσιαστικά, δηλαδή συγκλίνουν πολιτικά σε ολόκληρο το «ευρωενωσιακό πακέτο» που ισχύει και στην ευρύτερη πολιτική σκηνή. Κι εδώ οι «προοδευτικές πλειοψηφίες» δε θα βρουν αντίπαλο αλλά βέβαιο σύμμαχο και τη Νέα Δημοκρατία παρά τους υψηλούς τόνους που χρησιμοποιεί για επικοινωνιακού χαρακτήρα λόγους.
Εξίσου αποκαλυπτικό για το πόσο μακριά βρίσκονται οι πολιτικοί σχεδιασμοί τους από τις ανάγκες και τα ζητούμενα των εργαζομένων και του λαού είναι η ένταση που δημιουργήθηκε για το θέμα της κατάτμησης των περιφερειών. Εκεί όπου εξαρχής υπήρχε σύμπλευση ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ-ΚΙΝΑΛ παρά τις κόντρες που υπήρξαν και τα παζάρια με την ψήφο των ομογενών. Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η Νέα Δημοκρατία έχουν τους δικούς τους λόγους να αναζητούν αλλαγές στον εκλογικό χάρτη στη Β’ Αθήνας και το λεγόμενο «υπόλοιπο Αττικής». Ο ΣΥΡΙΖΑ για να μπορέσει να «βολέψει» περισσότερα στελέχη αφού έχει προκύψει σωρεία «νέων» που έχουν θητεύσει ήδη σε κεντρικές επιτελικές θέσεις και θα έπρεπε να «στριμωχτούν» με αβέβαια αποτελέσματα στο ψηφοδέλτιο της Β΄Αθήνας. Εκεί δηλαδή όπου οι «παλιοί» έχουν ήδη δημιουργήσει μηχανισμούς. Η ΝΔ γιατί η ηγεσία του Κ. Μητσοτάκη επιθυμεί όσο τίποτε να αλλάξει τα δεδομένα της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος όπου έχει πολύ μικρή συγκριτικά επιρροή και για να την ελέγξει απαιτούνται όχι μόνο οι συμμαχίες με τους λεγόμενους «σαμαρικούς» αλλά και «συμβιβασμοί» με άλλες ομάδες. Η κατάτμηση των περιφερειών δίνει την δυνατότητα στον Κ. Μητσοτάκη να προωθήσει «δικά του» στελέχη στα ψηφοδέλτια.