Μιχάλης Ρίζος
Η διαπίστωση του Αντόνιο Γκράμσι πως “ζούμε στην εποχή των τεράτων”, παρότι διατυπώθηκε έναν αιώνα πριν, έχει ισχυρή αντιστοίχιση στην περίοδο που διανύουμε. Ωστόσο και τα τέρατα εξελίσσονται.
Αφορμή για το μικρό αυτό σημείωμα αποτελούν οι αντιφασιστικές κινητοποιήσεις του Σεπτέμβρη (επέτειος δολοφονίας Π. Φύσσα κλπ) και η επακόλουθη συζήτηση για το περιεχόμενο, την οργάνωση και τις μορφές του σημερινού αντιφασιστικού αγώνα.
Ξεκινάμε από τη διαπίστωση ότι ο φασισμός του 21ου αιώνα δεν αναπτύσσεται μονομερώς αλλά μέσα από την πολυεπίπεδη υπεραντιδραστική στροφή του καπιταλισμού που περιλαμβάνει: την ένταση και καθολικοποίηση της εκμετάλλευσης, την εμπέδωση του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού, την παρόξυνση των ενδοαστικών ανταγωνισμών και την προετοιμασία εκτεταμένων πολεμικών αναμετρήσεων, την ανάπτυξη ακραίας αντιδραστικής ιδεολογίας (νεοθρησκευτικός σκοταδισμός σε Ανατολή και Δύση, ανορθολογισμός ακόμα και σε επίπεδο πανεπιστημιακής έδρας, κοινωνικός κανιβαλισμός, ρατσισμός, εθνικισμός). Με άλλα λόγια, δεν είναι μια “επιλογή” κάποιων ακραίων πολιτικών ομάδων, μια παρέκκλιση από την κανονικότητα της αστικής δημοκρατίας, ένα γραφικό απομεινάρι του παρελθόντος ή ένα πολιτικό αντίγραφο του μεσοπολέμου. Το φασιστικό, ακροδεξιό ρεύμα διαμορφώνεται ιστορικά μέσα στο “βαθύ” καπιταλιστικό σύστημα και το αστικό κράτος ως προϊόν των ανειρήνευτων ταξικών αντιθέσεων και της αστικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση της επαναστατικής εργατικής πολιτικής (και απειλής!).
Σήμερα στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την Ευρώπη, ο φασισμός τροφοδοτείται από τέσσερις κυρίως δρόμους:
α) Με το σιδερένιο νομοθετικό πλαίσιο της δημοσιονομικής δικτατορίας, με βάση το δόγμα ότι δίκιο έχουν μόνο οι αγορές και οι επιχειρηματίες και ότι πρόοδος χωρίς (υπερ)ανάπτυξη των κερδών του κεφαλαίου δεν συντελείται. Αυτό το πλαίσιο επιβάλλεται σε όλη την ΕΕ, από τους ακροδεξιούς στην Αυστρία που θεσμοθετούν το 12ωρο ημερήσιας εργασίας μέχρι τους “αριστερούς” του ΣΥΡΙΖΑ που θεωρούν κοινωνική πολιτική την Κυριακάτικη εργασία, τον υποκατώτατο μισθό και το ξεπούλημα όλου του δημοσίου πλούτου. Κάθε τι που διεκδικεί συλλογικά να σπάσει τα όρια αυτών των στόχων, θεωρείται εκτός νόμου και ποινικοποιείται πολύπλευρα. Άρα μόνο ο ατομικός ανταγωνισμός και η διαρκής “απόδειξη ανωτερότητας” έναντι του διπλανού είναι τα πιο αποτελεσματικά διαβατήρια επιβίωσης, σύμφωνα με την κυρίαρχη αφήγηση. Τροφοδοτείται ή όχι ο φασισμός και η αντιδραστική συμπεριφορά με αυτή την πολιτική;
β) Με τον εθνικισμό και την ιδεολογία της “αμυνόμενης πατρίδας” από κάθε λογής ξένες απειλές (μετανάστες, πρόσφυγες, πολιτικούς πρόσφυγες, γειτονικούς λαούς και χώρες). Με την πλήρη ένταξη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στον επιθετικό, ιμπεριαλιστικό άξονα ΗΠΑ-Ισραήλ-Κύπρου-Αιγύπτου και την κλιμάκωση της πολεμικής προετοιμασίας (και της στρατοκρατικής ιδεολογίας). Η ενσωμάτωση ενός δήθεν αντιΝΑΤΟϊσμού (ή/και αντιευρωπαϊσμού) από τμήματα της κυρίαρχης ελίτ δεν πρέπει να ξεγελά. Δεν γίνεται από τη σκοπιά μιας αντίθεσης στην ευρωΝΑΤΟϊκή ολοκλήρωση των Βαλκανίων αλλά από την βαθιά αστική και επικίνδυνη λογική των “κακών ξένων” που θέλουν να βάλουν στις καπιταλιστικές ολοκληρώσεις όλους τους γύρω “ανταγωνιστές”, ενώ αυτές θα πρέπει να είναι μόνο για τις λίγες και εκλεκτές χώρες (ή φυλές).
γ) Με την ενίσχυση της ρατσιστικής εκστρατείας κατά των προσφύγων σε όλη την ΕΕ, η οποία εμφανίζεται με το ίδιο δολοφονικό προσωπείο των σφαγέων αποικιοκρατών προγόνων της. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μάλιστα, πέρα από την υπογραφή των επαίσχυντων συμφωνιών, επιχειρεί να εξαγοράσει το ρατσισμό της τουριστικής βιομηχανίας (είναι γνωστό ότι από τους μεγαλοξενοδόχους, τις ηγεσίες των δήμων και τα εκκλησιαστικά και άλλα κρατικά συμφέροντα εκπορεύεται η αναπτυσσόμενη ακροδεξιά πρακτική στις τοπικές κοινωνίες που δέχονται πρόσφυγες) με τα λίγα ψωροευρώ χάρισμα του ΦΠΑ.
δ) Με την αγωνιώδη προσπάθεια αναδιάταξης του πολιτικού συστήματος για την απορρόφηση των κοινωνικών κραδασμών που θα επιφέρει το υπερδεκαετές καθεστώς επιτροπείας. Από την ποιοτική ενίσχυση της φασιστικής δράσης στο δρόμο (απέναντι σε συλλογικότητες, συλλόγους γονέων, σωματεία, αγωνιστές, καθηγητές), μέχρι τη διαμόρφωση μιας βεντάλιας ακροδεξιών οργανώσεων και σχηματισμών (για την ακρίβεια ενός μετώπου με ιδιαίτερους καταμερισμούς), ο στόχος είναι ίδιος: η δημιουργία μιας “σοβαρής, σύγχρονης και μαζικής” ακροδεξιάς στην Ελλάδα πέρα από τις “ακρότητες της Χ.Α. και την ατολμία του ΛΑΟΣ”, όπως δηλώνουν κάποιοι από τους επίδοξους ηγέτες της. Ώστε να επιφέρει όλο και πιο δεξιά μετατόπιση του πολιτικού φάσματος, αφού ακόμα και το νεοσυντηρητικό, μνημονιακό πείραμα σύμπραξης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μοιάζει αρκετά λίγο για την επιθετική, αντιλαϊκή πολιτική που θα εφαρμοστεί και χρειάζεται ισχυρό μπάζωμα από τα δεξιά του.
Επομένως η αντιφασιστική πάλη σήμερα πρέπει να ανεβάσει πολιτική ταχύτητα, να υπερβεί τη συνήθεια και την τυποποίηση. Με ένα καθολικό πλαίσιο αιτημάτων απέναντι στο σύνολο της υπεραντιδραστικής στροφής που περιγράφηκε. Με στόχευση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και της δεξιάς-ακροδεξιάς αντιπολίτευσης που ενιαία την προωθούν. Με ξεκάθαρο αντιΕΕ και αντιΝΑΤΟϊκό στόχο. Με ενωτική αντιπολεμική, αντιρατσιστική και αντιεθνικιστική δράση, για τη διεθνιστική συνένωση των εργατών και των λαών όλου του κόσμου. Με προβολή και υπεράσπιση της δημοκρατίας και των διεκδικήσεων των “κάτω”, όχι των εκφυλισμένων και αντιδραστικοποιημένων αστικών θεσμών.
Χωρίς αυτή τη βασική εκτίμηση ο αντιφασιστικός αγώνας θα μείνει κολοβός, θα χάσει τη συσπειρωτική του ικανότητα, τη δυνατότητα αναγνώρισης από ευρύτερες εργατικές δυνάμεις. Ή η εργατική, αντικαπιταλιστική πολιτική θα ηγεμονεύσει στον αντιφασιστικό αγώνα (για να μπορέσει να δημιουργήσει ρήγμα και στο αστικό στρατόπεδο) ή θα ψάχνει απελπισμένα στηρίγματα σε “δημοκρατικές” πτέρυγες της αστικής τάξης που θα αναγεννούν Τσίπρες και Καμμένους (για να μην έρθουν Μητσοτάκηδες και Κρανιδιώτηδες).
Με αυτή την έννοια αντιφασιστική δράση μαζί με κυβερνητικούς βουλευτές, εργοδοτικά συνδικάτα στυλ ΓΣΕΕ, για “υπεράσπιση της Βουλής” και του ευρωπαϊκού ιδεώδους είναι κοντόθωρη, αφελής και επικίνδυνη.
Ο αντιφασιστικός Σεπτέμβρης πρέπει φέτος να μας βρει αλλιώς. Πιο ταξικούς, πιο πολλούς, πιο αντικυβερνητικούς, με ενωτική πρόταση μαχητικής συναδέλφωσης των εργαζομένων της Ελλάδας και όλου του κόσμου.