Ελένη Τριανταφυλλοπούλου
Λεηλασία
Η περίοδος της κρίσης στην Ελλάδα έχει σημαδευτεί από την προώθηση νομοθετημάτων και πολιτικών που τείνουν να αλλάξουν ριζικά το αναπτυξιακό τοπίο της χώρας. Η λεηλασία των δημόσιων αγαθών, των κοινωνικών υποδομών, της γης, αλλά και των φυσικών στοιχείων που συνδέονται μαζί της, όπως το νερό, τα δάση, το υπέδαφος, η βιοποικιλότητα, εμπεδώνουν σήμερα μία ιστορικής σημασίας μεταλλαγή στο αναπτυξιακό μοντέλο με κύριο στόχο την ενίσχυση του μεγάλου κεφαλαίου και της επιχειρηματικής κερδοφορίας μέσα από τη διασφάλιση νέων επενδύσεων, αλλά και την αναδιάρθρωση του τουριστικού κλάδου.
Η μεταλλαγή αυτή υλοποιείται βέβαια σε πρόσφορο έδαφος αποτελώντας συνέχεια των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων των προηγούμενων δεκαετιών, συμπυκνώνοντας και μία σειρά από πολιτικές και πρακτικές που εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας των Ολυμπιακών αγώνων. Από το 2010 και μετά βλέπουμε να πραγματοποιείται μια συντεταγμένη επιχείρηση για τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων από τη δημόσια και λαϊκή σφαίρα στην ιδιωτική, σε ελληνικά και ξένα κερδοσκοπικά κεφάλαια. Το δημόσιο χρέος αξιοποιείται ως καταλύτης σε αυτήν την υπόθεση, ενώ οι μνημονιακοί νόμοι αλλάζουν -ή και καταργούν- την πολεοδομική νομοθεσία, με στόχο τη δημιουργία ειδικών προνομιακών καθεστώτων για την χωροθέτηση μεγάλων ιδιωτικών επενδύσεων. Κομβικό ρόλο στο αναμορφωμένο θεσμικό πλαίσιο έπαιξε η συγκρότηση του ΤΑΙΠΕΔ το 2011 και εν συνεχεία η σύσταση του Υπερταμείου Αποκρατικοποιήσεων, το οποίο με το πρόσφατο πολυνομοσχέδιο για την 4η αξιολόγηση πέρασε ως ενέχυρο στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) για περισσότερα από 30 χρόνια.
Στη σημερινή εποχή της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης η γη φαίνεται να αποκτά δεσπόζουσα θέση στις διαδικασίες συσσώρευσης του κεφαλαίου. Σε πολύ μεγάλο βαθμό, η υφαρπαγή της γης και η γαιοπρόσοδος επανεμφανίζονται δυναμικά στη διεθνή οικονομία σαν αποτέλεσμα της υπερδιόγκωσης του χρηματοπιστωτικού τομέα και της συνεχούς προώθησης των ιδιωτικοποιήσεων, με βασικό σκοπό να δημιουργηθούν νέα πεδία για την κεφαλαιακή συσσώρευση. Διεθνώς παρατηρείται μία έντονη αναζήτηση μεγάλων εκτάσεων για ειδικού τύπου mega-projects, για τη διάνοιξη νέων αναπτυξιακών δρόμων και διαμετακομιστικών κόμβων, καθώς και για ειδικές οικονομικές ζώνες και μεγάλης κλίμακας επενδύσεις real estate. Παράλληλα, οι πολιτικές υφαρπαγής στρέφονται και στα λεγόμενα τουριστικά ολοκληρωμένα ή σύνθετα project, αναζητώντας ηλιόλουστες παραλίες, νησιά, περιοχές φυσικού κάλους και ιδιαίτερου τοπίου για τη δημιουργία τουριστικών θερέτρων, ξενοδοχείων, αλλά και «περίκλειστων πολυτελών κοινοτήτων».
Στην περίπτωση της Ελλάδας, το επενδυτικό ενδιαφέρον τροφοδοτείται τόσο από το ευνοϊκό περιβάλλον για κερδοσκόπους-επενδυτές που δημιούργησαν οι μνημονιακοί νόμοι όσο και από τα ειδικά ποιοτικά χαρακτηριστικά της γης και των ακινήτων.
Το σύνολο της ελληνικής επικράτειας αποτελεί μια οιονεί μονοπωλιακή θέση ως προς τα γεωπολιτικά δεδομένα και τη φυσική εγγύτητα στις ευρωπαϊκές αγορές· ενώ μια ειδική ομάδα των χαρακτηριστικών γης στην Ελλάδα αφορά τα ιστορικά μνημεία, την πολιτιστική κληρονομιά, το τοπίο, το μεγάλο μήκος ακτών και νησιών, τον σχετικά υψηλό δείκτη φυσικής αξίας και τέλος τη φήμη της ως ένας ποιοτικός μεσογειακός τουριστικός προορισμός. Δεν είναι τυχαίο, ότι ήδη από την αρχή της ίδρυσης του ΤΑΙΠΕΔ συμπεριλήφθηκαν στις προς εκποίηση εκτάσεις μία σειρά από τοποθεσίες με ιδιαίτερη οικολογική αξία, όπως περιοχές NATURA 2000, Καταφύγια Άγριας Ζωής καθώς και περιοχές που υπάγονται σε Φορείς Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών, όπως οι Εθνικοί Δρυμοί και τα Εθνικά Πάρκα της Ελλάδας.
Μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις ιδιωτικοποίησης περιοχής με ιδιαίτερη οικολογική υπόσταση είναι αυτή της έκτασης στην περιοχή Ερημίτης της Κασσιόπης στην Κέρκυρα. Από τα 490 στρέμματα της έκτασης με ακτογραμμή 725 μέτρων, το 50% καλύπτεται από δασική έκταση ενώ στην εκποιούμενη περιοχή συμπεριλαμβάνεται και ο υγρότοπος της Βρωμολίμνης. Το Δεκέμβριο του 2016, ολοκληρώθηκε η μεταβίβαση του συνόλου του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας «Επενδύσεις Ακινήτων Νέας Κέρκυρας ΑΕ» (η οποία είχε συσταθεί από το ΤΑΙΠΕΔ για τον σκοπό της αξιοποίησης του συγκεκριμένου ακινήτου) στην αμερικανικών συμφερόντων NCH Capital, ενώ ορίστηκε ότι ο επενδυτής θα έχει το δικαίωμα να αξιοποιήσει περίπου 35.000 τ.µ. για την κατασκευή πολυτελών τουριστικών εγκαταστάσεων.
Επιπρόσθετα, η συγκεκριμένη επένδυση παρουσιάζει ενδιαφέρον καθότι αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής των ΕΣΧΑΔΑ, των Ειδικών Σχεδίων Χωρικής Ανάπτυξης Δημόσιων Ακινήτων. Τα ΕΣΧΑΔΑ, αποτελούν θύλακες εντός των οποίων ισχύει διαφορετικό, προνομιακό καθεστώς σε ότι αφορά τις χρήσεις γης, τους όρους δόμησης, τις διαδικασίες κ.λπ., οι οποίοι αντανακλούν το νέο υπόδειγμα σχεδιασμού και υπερισχύουν του υφιστάμενου πολεοδομικού καθεστώτος (βλέπε και Κ. Βουρεκάς, ΤΑΙΠΕΔ, Χωροταξική και Πολεοδομική Μεταρρύθμιση και νέα αναπτυξιακά μοντέλα, Οικοτριβές, τεύχος 17, Ιούνιος 2015).
Αντίστοιχη περίπτωση συναντάμε και στην άλλη άκρη της Ελλάδας, στο Κάβο Σίδερο στην ανατολική Κρήτη. Πρόκειται για μία επένδυση που είχε αναγγελθεί ήδη από τη δεκαετία του 1990 από τη βρετανική εταιρεία Loyalward Ltd. Η αρχική πρόταση περιλάμβανε τουριστικές εγκαταστάσεις με 7.000 κλίνες και τρία γήπεδα γκολφ σε έκταση 25.000 στρεμμάτων και είχε ακυρωθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) το 2010 έπειτα από προσφυγές, αλλά και κινητοποιήσεις. Εν συνεχεία, η επένδυση επανήλθε ενταγμένη στη νομοθεσία μεγάλων επενδύσεων από την αγγλική εταιρεία Itanos Gaia, ενώ το Μάρτιο του 2016 εγκρίθηκε με Προεδρικό Διάταγμα το σχετικό ΕΣΧΑΣΕ (Ειδικό Σχέδιο Χωρικής Ανάπτυξης Στρατηγικής Επένδυσης), καθώς η επένδυση θεωρήθηκε στρατηγικής σημασίας. Παρά το γεγονός ότι το νέο σχέδιο είναι μικρότερης δυναμικότητας (1.936 κλίνες και ένα γήπεδο γκολφ), εντούτοις αφορά στην ίδια έκταση γης, που αγκαλιάζει το φοινικόδασος Βάι και εκτείνεται σε περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί ως Ειδικές Ζώνες Διατήρησης και Ζώνες Ειδικής Προστασίας του Δικτύου Natura 2000, αλλά και στο Φυσικό Πάρκο Σητείας, ενταγμένο στο Δίκτυο Ευρωπαϊκών Γεωπάρκων.
Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι και τα δύο αυτά παραδείγματα αναδεικνύουν το πώς η υλική και συμβολική υπόσταση του περιβάλλοντος και των τοπίων μετατρέπεται σε εμπόρευμα, εξασφαλίζοντας το «συνεχώς ανοδικό τουριστικό προϊόν» μέσα από την ιδιοκτησία ή τον συμβολικό έλεγχο του εδάφους των τοπίων. Ταυτόχρονα, εγκαινιάζουν ένα νέο πρότυπο χωρικής ανάπτυξης, το οποίο μονιμοποιεί την κατάσταση εξαίρεσης με κάθε κοινωνικό και περιβαλλοντικό κόστος. Τόσο τα ΕΣΧΑΣΕ (ν. 3894/2010) όσο και τα ΕΣΧΑΔΑ (ν.3986/2011), αποτελούν επι της ουσίας νησίδες διευκόλυνσης της εγκατάστασης επενδύσεων με fast track διαδικασίες. Αντί δηλαδή να προσαρμόζεται το επενδυτικό σχέδιο στη νομοθεσία, προσαρμόζεται η νομοθεσία στο επενδυτικό σχέδιο. Αν και οι συνεχείς προσφυγές και οι αντιδράσεις από τις τοπικές κοινωνίες έχουν οδηγήσει σε μεγάλες καθυστερήσεις και στις δύο περιπτώσεις, είναι χαρακτηριστικό ότι το ΣτΕ αξιοποιώντας τη μνημονιακή νομοθεσία έδωσε το «πράσινο φως» και στις δύο αυτές επενδύσεις, ταυτίζοντας το δημόσιο συμφέρον με το συμφέρον των επενδυτών (αντίστοιχη απόφαση βγήκε εξάλλου και για την περίπτωση του Ελληνικού).
Παράλληλα, τέτοιου είδους επενδύσεις σηματοδοτούν παραδείγματα αναδιάρθρωσης του μοντέλου τουριστικής ανάπτυξης. Η Ελλάδα καλείται να ακολουθήσει το αναπτυξιακό υπόδειγμα των χωρών της Βόρειας Μεσογείου (κυρίως Ισπανία, Γαλλία, Δυτική Ιταλία) αξιοποιώντας το γεγονός ότι η περιοχή της Μεσογείου αποτελεί πόλο έλξης για το το 30% του παγκόσμιου τουρισμού. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος υπολογίζεται ότι το μεγαλύτερο μέρος των ακτών της Μεσογείου θα έχει χτιστεί έως το 2025 δημιουργώντας το λεγόμενο «μεσογειακό τείχος», ένα τσιμεντένιο τείχος από παραθεριστικές κατοικίες, ξενοδοχειακές μονάδες, περίκλειστες κοινότητες, γήπεδα γκολφ και κάθε είδους τουριστικές υποδομές, όπως αυτοκινητόδρομοι, μαρίνες και αεροδρόμια (βλέπε και Κ. Χατζημιχάλης, Κρίση χρέους και υφαρπαγή γης, εκδόσεις ΚΨΜ).
Στο βαθμό μάλιστα που το κοινωνικό πρόβλημα στην Ελλάδα συνεχώς οξύνεται, ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού θα αποκλείεται. Η προωθούμενη στροφή από τον μαζικό τουρισμό στην προσέλκυση ανώτερων εισοδηματικών στρωμάτων θα οδηγήσει στην όξυνση της χωρικής πόλωσης, δημιουργώντας κλειστούς θύλακες πολυτελούς κατανάλωσης για την τουριστική ελίτ, αλλά και επιφέροντας μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στο περιβάλλον και στον φυσικό πλούτο.
Ελληνικό: Αθηναϊκή Ριβιέρα μόνο για λίγους και εκλεκτούς
H ιδιωτικοποίηση του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού δεν είναι μια σημαντική επένδυση για το ελληνικό κεφάλαιο απλά και μόνο λόγω του μεγέθους της. Διαδραματίζει κομβικό, συμβολικό ρόλο στην προώθηση των μνημονιακών επιταγών και στην υλοποίηση του προγράμματος των ιδιωτικοποιήσεων, καθώς αποτελεί βασική πλευρά του συνολικότερου πρότζεκτ που αφορά στην παράκτια ζώνη της Αττικής και έρχεται να συμπληρώσει τις ιδιωτικοποιήσεις στη Μαρίνα Αλίμου, στα Αστέρια Γλυφάδας και τον Αστέρα Βουλιαγμένης, σε μία σειρά από περιφερειακές μαρίνες και εκτάσεις ειδικού ενδιαφέροντος, αλλά και τα σχέδια της Cosco για το λιμάνι του Πειραιά. Στόχος είναι η ανάδειξη της μητροπολιτικής περιοχής της Αττικής σε διεθνές κόμβο μεταφορών-εμπορίου-ενέργειας και σχετικών υπηρεσιών, αλλά και η προώθηση μίας νέου τύπου τουριστικής ανάπτυξης για τις ελίτ και τα υψηλά εισοδήματα μέσα από την «αναγέννηση» της λεγόμενης Αθηναϊκής Ριβιέρας.
Τα σχέδια για το χώρο του πρώην αεροδρομίου είναι ενδεικτικά. Η ίδια η πολεοδόμηση των επιμέρους περιοχών (με συνολική οικοδομήσιμη έκταση 2.700.000 τ.μ.) είναι κομμένη και ραμμένη στα επενδυτικά συμφέροντα του Λάτση, δημιουργώντας μία πόλη μέσα στην πόλη, με «τοπόσημα» τα ιδιαίτερα ψηλά κτίρια και τους ουρανοξύστες. Ταυτόχρονα, οι σημαντικότεροι χώροι πρασίνου θα διαμορφωθούν «εγκλωβισμένοι» στο εσωτερικό ενός δικτύου, οικιστικών, επιχειρηματικών, εμπορικών και τουριστικών δραστηριοτήτων, ενώ ο περιορισμός της προσπελασιμότητας και της ελεύθερης πρόσβασης θα σημαίνει οριακά τον αποκλεισμό του χώρου για τους κατοίκους των γειτονικών περιοχών. Για λίγους και εκλεκτούς θα είναι απ’ ότι φαίνεται και η παραλία, καθώς η υλοποίηση των σχεδίων της Lamda Development θα καταργήσει την πρόσβαση στο μεγαλύτερο κομμάτι της παράκτιας έκτασης του χώρου.
Οι μπουλντόζες φαίνεται να πλησιάζουν… Ήδη τις τελευταίες εβδομάδες η Ελληνικό ΑΕ αποστέλλει τελεσίγραφα προς τους δημόσιους φορείς, αλλά και προς το Κοινωνικό Ιατρείο για άμεση μετεγκατάστασή τους, έχοντας προκαλέσει κύμα αντιδράσεων. Παράλληλα, με την ψήφιση του πρόσφατου μνημονιακού πολυνομοσχεδίου προβλέπεται και η σύσταση Ιδιωτικού Δικαίου Φορέα Διαχείρισης Κοινοχρήστων Χώρων εντός του Μητροπολιτικού Πόλου Ελληνικού-Αγίου Κοσμά, που όπως ρητά ομολογείται, θα «εξυπηρετεί την ομαλή λειτουργία της επένδυσης, η οποία έχει χαρακτήρα έντονου δημοσίου συμφέροντος», ενώ σε αυτόν παραχωρούνται πλέον όλες οι βασικές αρμοδιότητες των δήμων καθώς και «η αποκλειστική είσπραξη και διαχείριση οποιωνδήποτε ανταποδοτικών τελών και ανάλογων χρεώσεων».
Γίνεται σαφές, ότι η πραγμάτωση του επιχειρηματικού σχεδίου στο πρώην αεροδρόμιο του Ελληνικού θα ολοκληρώσει την καταστροφή του παραλιακού μετώπου της Αττικής, μετατρέποντάς το σε μία ατελείωτη επιχειρηματική ζώνη, με κέντρα διασκέδασης, μαρίνες και ξενοδοχιακά και τουριστικά συγκροτήματα. Ωστόσο, η μάχη ενάντια στην ιδιωτικοποίηση και την επένδυση φαίνεται πως θα έχει διάρκεια και παραμένει ακόμα ανοιχτή. Το ίδιο και το στοίχημα για τη δημιουργία ενός πραγματικού Πάρκου Φυσικού Πρασίνου που θα δίνει ανάσα σε όλη τη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας.