Θοδωρής Βουρεκάς
Στους καιρούς μας το χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό) δεν είναι προφανώς φαινόμενο μόνο ελληνικό ή φαινόμενο του αποδυναμωμένου ευρωπαϊκού Νότου, ούτε καν φαινόμενο των χωρών του Τρίτου Κόσμου, όπως συνέβαινε παλιότερα, αποτελώντας την κύρια μορφή της νεο-αποικιοκρατικής λεηλασίας τους. Το χρέος στις συνθήκες της σημερινής δομικής καπιταλιστικής κρίσης, που οι ρίζες της βρίσκονται στην «πετρελαϊκή κρίση» του 1973-75, είναι παγκόσμιο, πλανητικής κλίμακας και το πιο παράδοξο είναι πως βαρύνει κυρίως τις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και μάλιστα τον πυρήνα τους. Ας δούμε κάποια ενδεικτικά εντυπωσιακά στοιχεία. Το παγκόσμιο σήμερα χρέος (ιδιωτικό και δημόσιο) φτάνει στο ασύλληπτο ύψος του 224 τρισ. δολαρίων, δηλ. τριπλάσιο περίπου του παγκόσμιου πλούτου! Από αυτό το χρέος οι ΗΠΑ, ΕΕ και Ιαπωνία είναι επιβαρυμένες με το 70%. Από το παγκόσμιο τώρα δημόσιο χρέος, το 55% βαρύνει και πάλι τις ΗΠΑ, ΕΕ και Ιαπωνία. Έχουμε λοιπόν μπροστά μας μια τερατώδη, ανεξέλεγκτη, παγκόσμια χρεομηχανή.
Η βαθιά δομική κρίση του καπιταλισμού, λόγω της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων που δεν μπορούν να επενδυθούν με επαρκή κερδοφορία, δημιουργεί μεγάλης κλίμακας πλεονάζοντα, λιμνάζοντα κεφάλαια. Γι’ αυτό αναζητούνται νέοι δρόμοι (ψευδο)κερδοφορίας με την αξιοποίηση των λιμναζόντων κεφαλαίων μέσα από τη γιγάντωση και «απελευθέρωση» του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Μορφές υλοποίησης αυτής της γιγάντωσης είναι η πρωτοφανής διεθνοποίηση και οι ασύλληπτες κερδοσκοπικές πρακτικές και καινοτομίες με την εμφάνιση των λεγόμενων σύνθετων χρηματοπιστωτικών προϊόντων, όπως είναι τα λεγόμενα παράγωγα προϊόντα. Μάλιστα, η διασπορά τους σε παγκόσμια κλίμακα, μαζί με τα ασφάλιστρα κινδύνου (CDS) και άλλες δικλίδες, θεωρήθηκε πως μηδένιζαν τους κινδύνους κατάρρευσης.
Αυτή η τεράστια «αγορά χρέους» με δομημένους μηχανισμούς στήριξης και αναπαραγωγής, όπως είναι οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης, τα επιτελεία οικονομικών αναλυτών, μαζί με τα διαπλεκόμενα διεθνή ΜΜΕ, αναδύεται και αναπτύσσεται λόγω της φιλομονοπωλιακής λειτουργίας του κράτους. Ο δημόσιος τομέας παντού σπεύδει να στηρίξει τη φθίνουσα ιδιωτική καπιταλιστική κερδοφορία, λόγω της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους, με αποτέλεσμα να εκτινάσσονται στα ύψη τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Έτσι εκτινάσσεται η ζήτηση δανείων και επομένως το δημόσιο χρέος.
Η ανισότιμη ένταξη της χώρας μας και των άλλων χωρών του Νότου στην ΕΕ και πιο κυριολεκτικά η «ιμπεριαλιστικού τύπου» επιβολή εντός της από τα ηγεμονικά κεφάλαια και χώρες μέσω και των στεγανών μηχανισμών-οργάνων της ΕΕ διαμορφώνει παραμέτρους που σχετίζονται τελικά και με τις εξελίξεις γύρω από το χρέος. Έτσι, με την ανισότιμη ένταξη της χώρας μας δε διευθετείται μόνο η στρατηγική επιδίωξη της ΕΕ για την πλήρη εργασιακή απορρύθμιση και τη συγκέντρωση-συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, μέσω της βίαιης κοινωνικής εκκαθάρισης, αλλά οδηγείται παράλληλα η χώρα σε παραγωγική αποσάθρωση. Είναι πολύ γνωστές οι πλευρές αυτής της παραγωγικής αποδυνάμωσης, όπως είναι η καταστροφή ζωτικών κλάδων της εγχώριας παραγωγής στον αγροτικό τομέα, τη μεταποίηση, τη ναυπηγική δραστηριότητα, την κλωστοϋφαντουργία κ.ά.
Η παραγωγική καταβύθιση της χώρας, που συναθροίζεται μαζί με μια σειρά άλλους επιβαρυντικούς παράγοντες, γίνεται μοιραία μετά την κατάρρευση των χρηματοπιστωτικών αγορών του 2008. Είναι ο μοιραίος βασικός παράγοντας που κάνει τη χώρα αναξιόχρεη και οδηγεί στην αδυναμία αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους και στον κίνδυνο άμεσης χρεοκοπίας, από τη στιγμή που δεν υπάρχει καμία κοινή ευρωπαϊκή οικονομική ομπρέλα. Σε αυτή τη συγκυρία το 2010, με την κρίση σοβούσα εντός της ΕΕ και την Ελλάδα απολύτως ευάλωτη, είναι η ΕΕ, ως καθαρόαιμη ένωση του κεφαλαίου, που κατασκευάζει και ενορχηστρώνει όλη αυτήν την κόλαση των μνημονίων, που ζούμε για πάνω από 8 χρόνια, με τη συνδρομή και του ΔΝΤ, δηλαδή των ΗΠΑ, παρά τους εσωτερικούς τους ανταγωνισμούς. Είναι πολύ γνωστό πλέον πως το πρώτο μνημόνιο διέσωσε κυρίως τις γερμανικές και τις γαλλικές τράπεζες, που ξεφόρτωσαν παράτυπα –με βάση και τους δικούς τους κανόνες– τα τοξικά ελληνικά ομόλογα στην ΕΚΤ στην αρχική ονομαστική τους αξία, που είχε εν τω μεταξύ υποδεκαπλασιαστεί και τα μετέτρεψαν μαγικά σε ελληνικό δημόσιο χρέος προς κράτη της ΕΕ μέσω του δανεισμού και του πρώτου μνημονίου.
Το χρέος στο σύνολό του, τόσο το δημόσιο όσο και το ιδιωτικό, δημιουργήθηκε, όπως προαναφέραμε, για τις ανάγκες του κεφαλαίου, υπηρετώντας παράλληλα την τερατώδη παγκόσμια χρεομηχανή. Επομένως ισχύει στο ακέραιο το σύνθημα πως «το χρέος δεν ανήκει και δε βαρύνει τον λαό». Είναι επίσης γνωστός ο ισχυρισμός πως το δημόσιο χρέος είναι χρυσοπληρωμένο από το λαό μας. Πράγματι, είναι ενδεικτικό από την άποψη αυτή πως την τελευταία μόνο εικοσαετία (1998-2018) ο λαός μας πλήρωσε λόγω του εξωφρενικού κόστους του χρέους 631 δισ. ευρώ, δηλαδή το διπλάσιο σχεδόν του σημερινού χρέους (325 δισ. ευρώ). Σύμφωνα μάλιστα με το δυσμενέστερο σενάριο του Eurogroup. το 2060 το χρέος ενδέχεται να εκτιναχτεί από το σημερινό δυσθεώρητο ύψος του 187% επί του ΑΕΠ στο 235%, στον βαθμό που είναι δυνατόν να σταθεί επιστημονικά μια πρόβλεψη τέτοιου βάθους.
Προφανώς το λαϊκό αίτημα για την ολοσχερή διαγραφή του χρέους και μάλιστα μονομερώς –μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κρίσιμων διεκδικήσεων– συνεχίζει να είναι ώριμο και αναγκαίο όσο ποτέ. Κάθε άλλη πρακτική, που προϋποθέτει συμφωνία με τους πιστωτές, καταλήγει σε βάρος των λαϊκών συμφερόντων. Διαφωτιστική από την άποψη αυτή είναι η εμπειρία του PSI το 2012, καθώς και η πρόσφατη συμφωνία του Eurogroup. Οποιεσδήποτε άλλες προσεγγίσεις, όπως ελάφρυνση, επιμήκυνση και πάγωμα είδαμε πως αφενός νομιμοποιούν το χρέος στη λαϊκή συνείδηση και αφετέρου μεταφέρουν τα βάρη στις επόμενες γενιές. Πριν απ’ όλα όμως, διαιωνίζουν τον οικονομικό-πολιτικό έλεγχο από τα διεθνή κέντρα του κεφαλαίου καταργώντας κάθε έννοια δημοκρατίας.
Εδώ χρειάζεται να φωτίσουμε μια ιδιαίτερη πτυχή. Η στάση πληρωμών και η διαγραφή του χρέους δεν πρέπει να είναι μια πρακτική που θα περιορίζεται σε εθνικό πλαίσιο. Επειδή ακριβώς το διεθνές πλέγμα του κεφαλαίου είναι αυτό που όπλισε την παγκόσμια χρεομηχανή, η πάλη ενάντια στο χρέος έχει προφανώς διεθνιστική και αντικαπιταλιστική διάσταση. Η πιο σημαντική όμως συμβολή σε αυτήν την προοπτική είναι η διαγραφή πριν από όλα του χρέους στη δική μας χώρα, ώστε τελικά να γίνει πράξη σε κάθε καταδυναστευόμενη χώρα με την παράλληλη ανάπτυξη διεθνιστικής-λαϊκής κοινής δράσης.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το ρήγμα ανάμεσα στη μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία και την κυρίαρχη πολιτική παραμένει ακόμη ανοιχτό, παρά τις απογοητεύσεις και τις τάσεις λαϊκής αποστράτευσης που ευνοεί η «κυβερνώσα αριστερά». Είναι ένα ρήγμα που μπορεί να ενεργοποιηθεί ακριβώς μόνο από έναν κινητοποιημένο και οργανωμένο λαό, με την παράλληλη συμβολή μιας μαχητικής, ενωτικής και ανατρεπτικής αριστεράς, αντάξιας των σκοπών της.