του Κώστα Μπουγιούκου
«Γράμμα από Γαλλία»
Την ώρα που θα κυκλοφορούν οι παρακάτω γραμμές, η Γαλλία θα βρίσκεται ανάμεσα στον απόηχο των εορτασμών της επετείου της πτώσης της Βαστίλλης και της αναμονής του τελικού του παγκοσμίου κυπέλου.
Μια ιδιότυπη συγκυρία που δεν είναι και το μόνο ιδιότυπο που συμβαίνει στη γαλλική κοινωνία.
Βρισκόμαστε στα τελειώματα της μεγαλύτερης, σε χρονική διάρκεια, απεργίας στην ιστορία του κλάδου των σιδηροδρομικών. Μιας μάχης που ξεκίνησε τον Απρίλιο με αυξομειούμενη συμμετοχή και δυναμικότητα αλλά που τελειώνει χωρίς να έχει καταγράψει κάποια σημαντική νίκη. Τουναντίον, το ιδιότυπο είναι ότι μια τέτοιας διάρκειας μάχη κατέληξε σε έναν απρόσμενο εναγκαλισμό των ηγεσιών των μεγαλύτερων συνδικάτων με τον πανίσχυρο γαλλικό ΣΕΒ και τον καινούργιο του πρόεδρο.
Παράλληλα, σε μια επικοινωνιακή ντρίπλα, ο πρόεδρος Μακρόν ανακοίνωσε ότι αν η Γαλλία κερδίσει το Μουντιάλ, θα αναστείλει τη συζήτηση στη Βουλή νέων περικοπών που ετοιμάζονταν εδώ και μήνες. Αυτό το γεγονός και μόνο κάνει μεγάλο κομμάτι του κόσμου της εργασίας να αναρωτιέται αν οι αγώνες και οι απεργίες είναι πιο αποτελεσματικές από τις ντρίπλες του Εμπαπέ.
Μολαταύτα, υπάρχει ένα μέτωπο στο οποίο αυτή η πρόσκαιρη και απρόσμενη κοινωνική ειρήνη δεν έχει εφαρμογή, καθώς τίποτα δεν περιμένει. Δεν είναι κάποιο άλλο από τις ιδιωτικοποιήσεις. Σε αγαστή αρμονία με τις εντολές των Βρυξελλών και του γαλλικού κεφαλαίου, η προεδρία Μακρόν προχωρά στο ξεπούλημα τριών μεγάλων δημόσιων επιχειρήσεων (αεροδρόμια Παρισιού, νερό και ενέργεια) και του πιο πολυσύχναστου σιδηροδρομικού σταθμού στον κόσμο, του Gare du Nord. Οι λόγοι, απόλυτα φορτισμένοι από τα αίολα ιδεολογήματα του (νεο)φιλελευθερισμού ότι το κράτος δεν έχει την απαραίτητη τεχνογνωσία για να διοικεί αυτές τις επιχειρήσεις. Επιχειρήσεις που από την ίδρυσή τους μέχρι σήμερα ελέγχονται από το δημόσιο προσφέροντας τόσο μια επίφαση κοινωνικής πολιτικής όσο και έσοδα ύψους 700-900 εκατ. ευρώ το χρόνο. Τα προσύμφωνα πώλησης τους δεν θα αποφέρουν πάνω από 200-300 εκατ. ευρώ ετησίως στο δημόσιο.
Η Γαλλία πλέει σε μια ιδιότυπη κοινωνική ειρήνη που παρουσιάστηκε απρόσμενα λόγω των συγκυριών, όχι όμως εντελώς απρόβλεπτα, αναδεικνύοντας τα όρια τόσο του παραδοσιακού συνδικαλισμού, ακόμα και στην πιο μάχιμη και διεκδικητική μορφή του σε όλη την Ευρώπη και το τεράστιο έλλειμμα ιδεολογικής ηγεμονίας και πολιτικής τεχνογνωσίας των δυνάμεων της εργασίας που αναλώθηκαν για ακόμη μια φορά σε έναν δυναμικό αγώνα φθοράς χωρίς απτά αποτελέσματα.