Γιώργος Παυλόπουλος
Η σύνοδος κορυφής του Καναδά επιβεβαίωσε την επικίνδυνη όξυνση των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών
Σε ΗΠΑ και Ευρώπη κυριαρχεί το σύνθημα «Πρώτα η χώρα μου», ενώ οι δασμοί πολλαπλασιάζονται και ο προστατευτισμός ενισχύεται
Το 1997, στον απόηχο της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ, οι θριαμβευτές του Ψυχρού Πολέμου αποφάσισαν να εντάξουν την Ρωσία του Γέλτσιν στο κλαμπ στο οποίος συμμετείχε η ελίτ των παραδοσιακών καπιταλιστικών κέντρων του πλανήτη – ΗΠΑ, Γερμανία, Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία Καναδάς και Ιαπωνία. Επρόκειτο, φυσικά, για μια κατεξοχήν πολιτική κλινηση, μιας και τότε η οικονομία της Ρωσίας ήταν υπό κατάρρευση, ενώ ο πλούτος της είχε παραδοθεί στους ολιγάρχες και το πολύ πιο ισχυρό δυτικό κεφάλαιο ετοιμαζόταν να την κατασπαράξει.
Έτσι, η G7 μετονομάστηκε σε G8, καθεστώς που διατηρήθηκε ως το 2014. Ως τη στιγμή, δηλαδή, που με αφορμή την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία, οι «παλιοί» αποφάσισαν να αποβάλλουν το νεότερο μέλος της ομάδας τους. Ήταν, όπως εύκολα καταλαβαίνουν οι πάντες, μια ακόμη πολιτική απόφαση. Διότι ενώ η Ρωσία είχε μετατραπεί πλέον σε μια υπολογίσιμη οικονομική δύναμη και λειτουργούσε κατά βάση με τους κανόνες του καπιταλισμού, κάτι που σημαίνει ότι θεωρητικά δικαιούνταν τη συμμετοχή της σε αυτήν, η πολιτική της ενίσχυση και οι γεωπολιτικές της φιλοδοξίες δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές – και γι’ αυτό, έπρεπε να τιμωρηθεί.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την Κίνα. Οι «7», μαζί με την ΕΕ που συμμετέχει και αυτόνομα, αρνούνται να την καταστήσουν ισότιμο εταίρο τους στο συγκεκριμένο κλαμπ, παρά το γεγονός ότι τυπικά πληρεί όλα τα κριτήρια και μάλιστα στον ίδιο ή και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό σε σύγκριση με όλα τα υπόλοιπα μέλη: Καταρχήν, είναι εδώ και χρόνια η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, πίσω μόνο από τις ΗΠΑ, ενώ είναι πολύ πιθανό στην επόμενη δεκαετία να καταλάβει την πρώτη θέση. Επίσης, παρά το ότι η αγορά της παραμένει σε μεγάλο βαθμό κλειστή και ελεγχόμενη, είναι φανερό ότι κινείται με ταχύτητα προς το μοντέλο των υπόλοιπων επτά και μια ένταξη στην ομάδα τους θα επιτάχυνε ακόμη περισσότερο αυτή τη διαδικασία. Τέλος, τη στιγμή που οι ΗΠΑ στρέφονται προς τον προστατευτισμό, η ηγεσία της εμφανίζεται ως διαπρύσιος υποστηρικτής του ελεύθερου εμπορίου και του «laissez-faire».
Η ουσία είναι ότι οι «7» δεν αρκούνται στο γεγονός ότι απέκλεισαν Ρωσία και Κίνα, με τις οποίες έχουν ανοίξει και άλλα μέτωπα. Αντί αυτό να τους κάνει να μονιάσουν και να αντιμετωπίσουν ενωμένοι τις δήθεν απειλές από τα «αυταρχικά καθεστώτα», απαιτώντας παράλληλα αυτά να ανοίξουν πλήρως τις αγορές τους στις επιχειρήσεις τους, πλέον είναι φανερό ότι έχουν αρχίσει να τρώνε τις σάρκες τους. σε βαθμό που το κλίμα το οποίο επικρατεί στη σύνοδο κορυφής η οποία διεξήχθη την Πέμπτη και την Παρασκευή στον Καναδά να θυμίζει περισσότερο πολεμικό μέτωπο παρά συνεύρεση εταίρων και συμμάχων.
Υπενθυμίζεται, για του λόγου το αληθές, ότι από την 1η Ιουνίου η Ουάσινγκτον έχει θέσει σε ισχύ τους δασμούς στον χάλυβα (25%) και το αλουμίνιο (10%) που εισάγονται στην αμερικανική αγορά από την ΕΕ, τον Καναδά και το Μεξικό – κάτι που εκτός των άλλων, αποτελεί ένα ακόμη σοβαρό πλήγμα ειδικά για τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία μετά το σκάνδαλο με τις εκπομπές ρύπων στα πετρελαιοκίνητα οχήματα, το οποίο έχει ήδη κοστίσει στην Φολκσβάγκεν πολλά δις. Όπως ήταν δε αναμενόμενο, η ΕΕ απάντησε (όπως έκανε και το Μεξικό), ανακοιονώνοντας με τη σειρά της δασμούς ύψους πολλών δις. από τον Ιούλιο σε βάρος των ΗΠΑ.
Είναι δε αποκαλυπτικό το κλίμα που επικράτησε όταν ο Μακρόν αποφάσισε να πάρει τηλέφωνο τον Τραμπ προκειμένου να του διαμαρτυρηθεί και να του πει ότι για τον ίδιο και την Ευρώπη, οι δασμοί αυτοί είναι τόσο «παράνομοι» όσο και «λανθασμένοι». Σύμφωνα με ρεπορτάζ που πρώτο μετέδωσε το δίκτυο CNN, η αντίδραση του Αμερικανού προέδρου ήταν τόσο βίαιη ώστε η συνομιλία ανάμεσα στους δύο όχι απλώς ξέφυγε από το πλαίσιο του πολιτικού και διπλωματικού σαβουάρ-βιβρ, αλλά αποδείχθηκε «φριχτή». Ο δε Μακρόν, μάλιστα, αντί να προχωρήσει σε διάψευση, ουσιαστικά επιβεβαίωσε τις σχετικές πληροφορίες και μάλιστα με έναν ιδιαιτέρως γλαφυρό τρόπο, επικαλούμενος μια φράση του παλιού καγκελάριου της Γερμανίας, Μπίσμαρκ: Παρομοίασε τη συνομιλία του με τον πρόεδρο των ΗΠΑ με τα… λουκάνικα τα οποία, όπως είπε, εάν αποκαλύπταμε σε αυτούς που τα τρώνε πώς παρασκευάζονται δεν θα τα έβαζαν ποτέ πια στο στόμα τους!
Φυσικά, υπήρξαν και ορισμένοι οι οποίοι δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να κάνουν χιούμορ και τα είπαν ξερά. Όπως, για παράδειγμα, ο πρώην γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, ο Δανός Ράσμουσεν, ο οποίος αφού πέρασε τον Τραμπ γενεές δεκατέσσερις για τον προστατευτισμό του, στη συνέχεια είπε: «Ο πλανήτης είναι στις φλόγες. Όπου κι αν κοιτάξει κανείς θα δει συγκρούσεις». Κάτι ανάλογο έκανε και η Παγκόσμια Τράπεζα, που σε έκθεσή της η οποία δημοσιεύτηκε αυτή την εβδομάδα, προειδοποίησε ότι το κύμα των δασμών απειλεί να επαναφέρει την παγκόσμια οικονομία και το εμπόριο στην περίοδο της μεγάλης κρίσης του 2008.
Η αλήθεια δε είναι ότι με βάση τα όσα προηγήθηκαν, θα συνιστούσε έκπληξη εάν συνέβαινε κάτι ριζικά διαφορετικό. Ας σκεφτούμε, απλώς, το βασικό πολιτικό σύνθημα που έχουν προβάλει οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες σε αυτή τη σύνοδο: «Πρώτα η Αμερική», κραύγασε ο Τραμπ προεκλογικά και μετά την ορκωμοσία του. «Πρώτα η Γερμανία», ήταν η ουσιαστική γραμμή της Μέρκελ στην Ευρώπη τα προηγούμενα χρόνια. «Πρώτα η Ιταλία», διεμήνυσε το πραγματικό αφεντικό της νέας ιταλικής κυβέρνησης, Σαλβίνι, που έχει τη δική του κόντρα με την ΕΕ. «Πρώτα η Γαλλία», φωνάζει και ο Μακρόν προς τους συμπατριώτες του, συναγωνιζόμενος την Λεπέν. «Πρώτα η Βρετανία», λέει και μεγάλο τμήμα της αστικής τάξης της Βρετανίας, που εκτιμά ότι δεν την συμφέρει να μείνει στην ΕΕ.
Ας μην έχουμε αυταπάτες. Ο παγκόσμιος εμπορικός-οικονομικός πόλεμος είναι ήδη γεγονός. Και ο άλλος, με τις βόμβες, είναι πλέον λιγότερο δύσκολο να εκδηλωθεί.